Ένα πολύ ενδιαφέρον διπλωματικό παρασκήνιο βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον με φόντο όχι μόνο τη Συρία αυτή τη φορά, αλλά ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που άπτονται των διμερών τους σχέσεων με αφορμή και το ζήτημα του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Στο πλάνο δείχνει να μπαίνει, για τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, και η Κύπρος με την Ελλάδα – με τρόπο που πρέπει να ιδωθεί πέραν του νομοσχεδίου Μενέντεζ-Ρούμπιο αλλά και με διαφορετικές δυναμικές για κάθε χώρα.
Οι S-400 κρίνουν τη συνέχεια
Παρά τις διακυμάνσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας που κινήθηκαν γύρω από το ζήτημα του πάστορα Μπράνσον και των κυρώσεων στη Halkbank, εξελίξεις που οδήγησαν και στην πίεση που δέχθηκε η τουρκική οικονομία το 2018 με την κατρακύλα της τουρκικής λίρας, η πραγματική κρίση ξεκίνησε και κορυφώθηκε με την επιμονή Ερντογάν για την απόκτηση του ρωσικού συστήματος S-400, κίνηση που ερμηνεύτηκε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και ως «σημαντική απόκλιση» της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον συνέδεσε αμέσως τους S-400 με την παράδοση των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 δημιουργώντας έτσι ένα σοβαρό διαπραγματευτικό παίγνιο. Για πολλούς ξένους διπλωμάτες αλλά και αναλυτές το ζήτημα των S-400 είναι αυτό που θα κρίνει και τις επόμενες κινήσεις των δύο πλευρών. Μάλιστα πολλές πηγές, μιλώντας στον «Π», θεωρούν πως η αμερικανική πλευρά ξεκινά με ένα δεδομένο: την παράδοση των S-400 στην Τουρκία τους επόμενους μήνες. Ωστόσο αυτό που δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη είναι πως τα κανάλια αποκλιμάκωσης λειτουργούν απρόσκοπτα μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον με τη συνάντηση του –σε ρόλο ειδικού απεσταλμένου του ίδιου του Ερντογάν– Μπεράτ Αλμπαϊράκ με τον Πρόεδρο Τραμπ την περασμένη Δευτέρα να κρίνεται, από παρατηρητές, επιτυχημένη. Ο δραστήριος γαμπρός του Ερντογάν συναντήθηκε τόσο με τον Steven Mnuchin (US Treasury) όσο και με τον Wilbur Ross (υπουργό Εμπορίου) σηματοδοτώντας ίσως και μια στροφή κατανόησης της Άγκυρας σε σχέση με τη διαχείριση της παραπαίουσας οικονομίας της. Όχι τυχαία, την επομένη, στις 16 Απριλίου, ο Τούρκος ΥΠΑΜ Χουλουσί Ακάρ συναντήθηκε στην Ουάσινγκτον με τον Αμερικανό ομόλογό του Patrick Shanahan για να συζητήσουν το ζήτημα των F-35. O Shanahan θεωρείται από πολλούς –λόγω και της προϋπηρεσίας του στον αμερικανικό κολοσσό της Boeing– ως «άνθρωπος-κλειδί» σε ζητήματα εξοπλισμών και ως ο τεχνοκράτης που θα κληθεί να διαχειριστεί την κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις μετά την ενδεχόμενη απόκτηση των S-400.
Ψάχνουν φόρμουλα
Παρά τη στασιμότητα στο Συριακό οι ΗΠΑ δείχνουν να πιέζουν το τελευταίο διάστημα τους Κούρδους για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας που θα περιορίσει τις εντάσεις ανατολικά του Ευφράτη μεταξύ YPG/PKK και Τουρκίας. Επιπλέον, σε περίπτωση παράδοσης των S-400 αυτό που προκύπτει είναι ένα σενάριο εγκατάστασης του συστήματος εκτός Τουρκίας. Παρά τη σεναριολογία που βλέπει το φως της δημοσιότητας και που εικάζει διάφορες τρίτες χώρες ως τελικό σημείο παράδοσης των S-400, η περίπτωση του Κατάρ δείχνει να κερδίζει έδαφος και να αποτελεί μια win-win φόρμουλα λόγω της παρουσίας τόσο αμερικανικών όσο και τουρκικών δυνάμεων επί του εδάφους. Συνεπώς ως επικρατέστερο σενάριο δεν πρέπει να αποκλειστεί – επαναφέροντας την Τουρκία σε πορεία πλήρους επίλυσης των προβλημάτων της με τις ΗΠΑ.
Κύπρος και Ελλάδα
Η αμερικανική γεωπολιτική προσέγγιση στην Ανατολική Μεσόγειο δείχνει να σταθμίζει ως σημαντικές Κύπρο και Ελλάδα, κάτι που διαφαίνεται σε κάθε έκφανση από την παρουσία της ExxonMobil στην περιοχή μέχρι και τη σημαντική αμυντική αναβάθμιση της Ελλάδας. Η τελευταία πτυχή εξάλλου αποκρυσταλλώνεται και στο νομοσχέδιο Μενέντεζ-Ρούμπιο – με την παρουσία του Μαρκ Ρούμπιο να αποτελεί το ενδιαφέρον σημείο εδώ. Ωστόσο οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας συνδιαμορφώνουν και τον μελλοντικό ρόλο Κύπρου-Ελλάδας στην περιοχή, με την πρώτη περίπτωση να είναι –για σειρά προφανών λόγων– πιο πολύπλοκη από τη δεύτερη, που παραδοσιακά εδράζεται σε αμυντικές πτυχές λόγω και της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Στην Αθήνα διπλωματικοί κύκλοι κάνουν λόγο για σοβαρή αμυντική στήριξη στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που για πρώτη φορά, όπως χαρακτηριστικά έθεσαν πηγές που γνωρίζουν, θα μεταφράζεται «σε προηγμένα συστήματα και όχι στα… ‘σαπάκια’ προηγούμενων δεκαετιών». Για την Κύπρο το ζήτημα της άρσης του εμπάργκο των όπλων, αν και έχει τεθεί από την κυπριακή διπλωματία με σοβαρή προεργασία, αποδεικνύεται πιο περίπλοκο ενώ η νέα κάθοδος του Αμερικανού υφυπουργού Μάρσαλ Μπίλινγκσλι, αρμόδιου για την αντιμετώπιση θεμάτων οικονομικής ενίσχυσης της τρομοκρατίας, ερμηνεύεται από παρατηρητές που μίλησαν στον «Π» ως ακόμη ένα βήμα για την περαιτέρω «απορωσοποίηση» των προβληματικών πτυχών της κυπριακής οικονομίας – εξέλιξη που θα οδηγήσει την Κύπρο ακόμη εγγύτερα στη Δύση.
Τραμπ και Ερντογάν από παλιότερη συνάντησή τους (ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ).
Ψυχραιμία πρωτίστως
Παρά τις άριστες και σε συνεχή πορεία αναβάθμισης σχέσεις ΗΠΑ-Κύπρου τα πράγματα στην περιοχή μας έχουν δρόμο ακόμη και οι σχέσεις Άγκυρας-Ουάσινγκτον κρίνουν πολλά και στο Κυπριακό. Ξένη διπλωματική πηγή μάλιστα σχολίασε χαρακτηριστικά πως «πριν την πραγματοποίηση μιας ιστορικής επίσκεψης Αναστασιάδη στον Λευκό Οίκο ‘α λα Μακαρίου’ το 1962, είναι πιο πιθανόν ο Τραμπ να μεταβεί στην Άγκυρα ή ο Ερντογάν στην Ουάσινγκτον. Συνεπώς ψυχραιμία». Το ίδιο φαίνεται πως ισχύει και στα ενεργειακά αλλά και στο ζήτημα της διασύνδεσης του ΝΑΤΟ με τη διαδικασία λύσης του Κυπριακού. Αρμόδιες πηγές σχολίασαν μάλιστα πως η Κύπρος δεν είναι Ελλάδα όσον αφορά τη στάση αναμονής που τηρούν οι ΗΠΑ στο ζήτημα της Τουρκίας και της μελλοντικής της σχέσης με το ΝΑΤΟ. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο διαλόγου στο Κυπριακό και τα σενάρια λύσης εκτός της φόρμουλας της ΔΔΟ, οι εμπλεκόμενοι δρώντες στην περιοχή θα σταθμίζουν ευκαιρίες, τα υπό διαμόρφωση νέα δεδομένα καθώς και νέες στρατηγικές προσεγγίσεις σε σχέση με το Κυπριακό. Συνεπώς σε αυτό το υπό εξέλιξη δυναμικό τρίπτυχο οι μελλοντικές σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας δημιουργούν και νέα δεδομένα στο Κυπριακό. Χωρίς αυτό, βέβαια, σε καμία περίπτωση να πρέπει να λειτουργήσει και ως ο βασικός μπούσουλας της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί τόσο στην περίπτωση μιας περαιτέρω κρίσης μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας, όσο και στην περίπτωση της εξομάλυνσης των σχέσεών τους τα δεδομένα στην περιοχή παραμένουν αμείλικτα.
Του Γιάννη Ιωάννου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης”.