Καταιγιστικές αλλά συνάμα πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι εξελίξεις στη Συρία, η οποία, εκτός απροόπτου, εισέρχεται σε μια φάση τελικού ξεκαθαρίσματος ως προς τις σφαίρες επιρροής, συνθέτοντας και τη μεγάλη εικόνα της ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή οι αμερικανοτουρκικές και ρωσοτουρκικές σχέσεις περνούν μέσα από ένα νέο πρίσμα –αναπόσπαστο κομμάτι του οποίου, σε μικρότερο, βαθμό είναι και η Κύπρος.
Παζλ για δυνατούς λύτες
Παρά τις πάγιες διαφωνίες τους εδώ και μήνες, Τουρκία και ΗΠΑ βρήκαν μια χρυσή τομή για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφάλειας» στη βόρεια Συρία η οποία εξυπηρετεί αμφότερους. Για την Άγκυρα δημιουργεί ένα buffer από τις ελεγχόμενες από τους Κούρδους περιοχές του PYD/YPG (συγγενικού του PKK ιδεολογικά), απειλή που για πολιτικούς και ιστορικούς ρόλους θεωρείται υπαρξιακή. Για τις ΗΠΑ ο συντονισμός και η αποκλιμάκωση σε μια πολύ ευαίσθητη περιοχή –με παρουσία κι αμερικανικών δυνάμεων στο έδαφος- αποτελεί διαχρονική προτεραιότητα, μιας και η αποτελούμενη από Κούρδους δύναμη των SDF (Syrian Democratic Forces) καθίσταται αξιόμαχος σύμμαχος, διαχρονικά, της Ουάσινγτον στον αγώνα εναντίον του τζιχαντιστικού εξτρεμισμού.
Ωστόσο, η συμφωνία μένει να εφαρμοστεί προκειμένου να τεθούν σε ισχύ, παράλληλα με τη διαπραγματευτική διαδικασία στο Συριακό, όλες οι πρόνοιές της –συμπεριλαμβανομένων κοινών περιπολιών των αμερικανικών και τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή. Ζητούμενο εδώ είναι η ασφάλεια, αλλά και η ελάχιστη αλληλεπίδραση μεταξύ των κουρδικών και τουρκικών δυνάμεων. Προ ημερών ωστόσο περιπλέχθηκαν τα πράγματα όταν ένα Sukhoi της συριακής πολεμικής αεροπορίας έπληξε στρατιωτικό κονβόι αποτελούμενο από δυνάμεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και μελών της σουνιτικής ένοπλης αντιπολίτευσης που στηρίζονται από την Τουρκία. Η προέλαση του στρατού του Άσαντ σε περιοχές του Ιντλίμπ που ελέγχονται από δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης αλλά και της τζιχαντιστικής HTS (Hayat Tahrir al Sham) –που είναι συγγενική ιδεολογικά με την αλ Κάιντα, άσκησε πίεση στην Άγκυρα, η οποία διατηρεί –λόγω της διαδικασίας της Αστάνα- στρατιωτικά φυλάκια στην περιοχή.
Το παζλ για δυνατούς λύτες εδώ παραμένει το πώς η Ρωσία και το καθεστώς Άσαντ θα προχωρήσουν με την ανακατάληψη του Ίντλιμπ, διαδικασία που λόγω της συγκέντρωσης πολλών κι ετερόκλητων δυνάμεων στο έδαφος θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρές ρωγμές στη ρωσοτουρκική συνεργασία των τελευταίων ετών. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η συμφωνία για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφάλειας» στην περιοχή ερμηνεύεται, υπό το βάρος των εξελίξεων τους τελευταίους μήνες, ως μια πολύ σοβαρή ένδειξη ότι Άγκυρα και Ουάσινγκτον βρίσκονται πολύ κοντά στην απαρχή μιας αποκατάστασης των διμερών τους σχέσεων –σε ένα πεδίο όπως η Συρία όπου δοκιμάστηκαν έντονα για χρόνια τώρα.
Τόξο στην περιοχή
Δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο σε επίπεδο ανάλυσης όσο και σε αυτό των δημοσιογραφικών αναφορών, καταγράφεται μια δυναμική επιστροφή των ΗΠΑ σε μια περιοχή εξαιρετικά ευαίσθητης γεωπολιτικής σημασίας η οποία ξεκινάει από τα δυτικά Βαλκάνια και καταλήγει στη Μέση Ανατολή –μέσω της Ανατολικής Μεσογείου. Οι λόγοι είναι προφανείς και συνδέονται με δύο βασικά πράγματα: α. την επιστροφή της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή με φόντο την εμπλοκή της στην επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ, αλλά και στη στρατιωτική της παρουσία, για τις επόμενες δεκαετίες, στη Μεσόγειο μέσω των συριακών λιμανιών της Ταρτούς και στη Λαττάκεια και β. τη μείωση της επιρροής του Ιράν στην περιοχή –λόγω της δυναμικής του εμπλοκής σε συγκρούσεις από το Ιράκ μέχρι την Υεμένη.
Στα πλαίσια αυτά οι ΗΠΑ –των οποίων οι σχέσεις με την Τουρκία δοκιμάζονται ακόμη αλλά δεν έφτασαν σε σημείο μη επιστροφής- δείχνουν να ενδιαφέρονται τόσο για την Ελλάδα –παραδοσιακή δύναμη του ΝΑΤΟ στην περιοχή, όσο και για την Κύπρο. Πολλοί σημειώνουν πως πέραν της διάστασης της ενεργειακής ασφάλειας και συνεργασίας των χωρών της περιοχής λόγω της ύπαρξης αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, βασικός άξονας της νέας αυτής εμπλοκής αποτελεί η μείωση της ρωσικής επιρροής και η εξουδετέρωση της περαιτέρω εμπλοκής του Ιράν στον λεγόμενο άξονα της αντίστασης.
Επί τούτου, καλά ενημερωμένες πηγές συγκλίνουν στο ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξει πλήρης αποκατάσταση των σχέσεων Άγκυρας-Ουάσινγκτον κι επιπλέον σοβαρή, μετά από δεκαετίες, στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεων Αθήνας-Ουάσινγκτον –η οποία θα επεκταθεί και στη διάσταση των επενδύσεων, των εξοπλιστικών, αλλά και της αναθεώρησης του ρόλου των βάσεων της Σούδας, της Λάρισας αλλά και του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης στη βόρεια Ελλάδα. Αυτό που μένει να διαφανεί είναι σε ποιο βαθμό η Κύπρος –με ή χωρίς λύση του Κυπριακού- μπορεί να αποτελέσει μέρος αυτών των στρατηγικών σχεδιασμών ή αν θα επηρεαστεί από τις έντονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή.
Η Κύπρος
Παρά την εξελισσόμενη συνεργασία της Κύπρου με τα κράτη της περιοχής μέσω των σχημάτων της τριμερούς διπλωματίας, το κρίσιμο ερώτημα τίθεται αναφορικά με το πώς, στους επόμενους μήνες, οι εξελίξεις στο Κυπριακό θα επηρεάσουν το πώς θα αλληλεπιδράσουμε στο ευρύτερο υποσύστημά μας. Η πολιτική των ΗΠΑ στο Κυπριακό δείχνει να μην έχει διαφοροποιθεί από την ενεργό εμπλοκή του τέως αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, την περίοδο που ξεκίνησε αμέσως μετά το 2013 και κορυφώθηκε με την αποτυχία εξεύρεσης συμφωνίας στο Κρανς Μοντανά το 2017.
Πολλοί όμως συγκλίνουν στο ότι μπορεί να έχει υπάρξει μια ποιοτική διαφοροποίηση ως προς τις προσλαμβάνουσες σε Λευκό Οίκο και Στέιτ Ντιπάρτμεντ τα δύο τελευταία χρόνια: Αν προϋπόθεση για τη συνεργασία των χωρών της περιοχής ήταν η ένταξη της Τουρκίας στη μεγάλη εικόνα των ενεργειακών κοιτασμάτων της περιοχής μεταξύ Αιγύπτου, Ισραήλ και Κύπρου μέσω μιας συμφωνημένης λύσης, η απουσία εξεύρεσής της ίσως να μετατοπίζει τα πράγματα στον ίδιο στρατηγικό στόχο, αλλά χωρίς αυτή την προϋπόθεση. Κοινώς μια συμφωνία που θα εξομάλυνε τις εντάσεις που προκύπτουν από τις de facto διεκδικήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ –όπως αυτές ξεδιπλώθηκαν και συνεχίζουν να εξελίσσονται τους τελευταίους μήνες.
Σε αυτό το επίπεδο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι στους επόμενους μήνες θα υπάρξουν καταιγιστικές εξελίξεις, οι οποίες ωστόσο σκοντάφτουν ενίοτε στην έλλειψη πολιτικής βούλησης των εμπλεκόμενων μερών, αλλά και στις πάγιες τριβές Άγκυρας-Λευκωσίας και σε επιμέρους πτυχές των ελληνοτουρκικών. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη παρουσία εμπλεκόμενων οικονομικών ρωσικών συμφερόντων στην Κύπρο δείχνει να αποτελεί πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ, αλλά και μια κατάσταση η οποία φέρνει επιπλέον εμπόδια που φτάνουν μέχρι τις επιμέρους πτυχές του Κυπριακού (π.χ. ρόλος Μόσχας στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ). Μένει φυσικά να δούμε πώς θα εξελιχθούν μέχρι τις αρχές του νέου χρόνου, όχι μόνο οι προσπάθειες για επανέναρξη του διαλόγου στο Κυπριακό, αλλά και οι εξελίξεις που συνθέτουν το παζλ της μεγάλης εικόνας. Κυριότερα το Συριακό και οι σχέσεις Ιράν-Δύσης.
Η πόλωση και τα αντικρουόμενα ιδεολογήματα
Εδώ και μήνες η δημόσια συζήτηση στην Κύπρο αναφορικά με την ένταξή της ή μελλοντικά στο ΝΑΤΟ ή για το ευρύτερο γεωπολιτικό της πρόσημο, γίνεται με πόλωση και αντικρουόμενα ιδεολογήματα. Όχι με μια ψύχραιμη αποτίμηση της ευρύτερης γεωπολιτικής συγκυρίας. Το ίδιο ισχύει –σε μεγάλο βαθμό- και σε σχέση με τις, οπωσδήποτε ωφέλιμες, τριμερείς με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ή κάθε φορά που εξετάζουμε το πώς οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επηρεάζουν τις δυναμικές στο Κυπριακό.
Μεταξύ ομφαλοσκοπισμού, γραφικών… προφητειών και, ενίοτε, επικοινωνιακής διαχείρισης, η μεγάλη εικόνα της περιοχής διαμορφώνεται αμείλικτα συμπαρασύροντας άμεσα ή έμμεσα και την Κύπρο –υπό τουρκική κατοχή και διαχωρισμένη de facto από το 1974. Σε αυτό το σημείο η έκβαση του Κυπριακού αποτελεί βασική προϋπόθεση για να αξιολογηθεί το πώς οι συνέπειες θα επηρεάσουν μελλοντικά τη θέση μας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Τόσο στο ζήτημα της γεωπολιτικής της ενέργειας, όσο κι αναφορικά με επιμέρους πτυχές ασφάλειας και στρατηγικής επιβίωσης.
Εκείνο πάντως που διαφαίνεται ξεκάθαρα είναι πως αυτή τη φορά οι μεγάλοι εμπλεκόμενοι δρώντες δεν θα μας περιμένουν. Είτε αποφασίσουμε να προχωρήσουμε με μια διευθέτηση στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, είτε μια διευθέτηση του Κυπριακού συμφωνηθεί εκτός αυτού του πλαισίου. Σε λιγότερο από έναν χρόνο όμως η μεγάλη εικόνα της περιοχής, όπως και του Κυπριακού, θα έχει αλλάξει άρδην. Μπορούμε να περιμένουμε;
Του Γιάννη Ιωάννου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης“.