Site icon Geopolitical Cyprus

Τι δεν μας είπε ο κ. Μπορέλ

Advertisements

H έλευση του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Γιοζέπ Μπορέλ στην Κύπρο (όπου μετέβη από την Ελλάδα και τον Έβρο) κατέδειξε μεν την εύλογη ανησυχία των Βρυξελλών για το κλίμα εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο εξαιτίας και της τουρκικής στάσης στην παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της ΚΔ επί της ΑΟΖ της, υπέδειξε δε και τον τρόπο προσέγγισης με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπει τις ενέργειες της Άγκυρας. Κοινώς, ο ύπατος εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέστειλε το μήνυμα βελτίωσης των ευρωτουρκικών σχέσεων – αντικείμενο εξάλλου και της επίσκεψής του στην Άγκυρα πριν τη σύνοδο των Ευρωπαίων ΥΠΕΞ στις 13 του Ιούλη, ως τρόπου αποφυγής των περαιτέρω εντάσεων στην περιοχή.

Η ανησυχία του Μπορέλ

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας είπε στη Λευκωσία αυτό που θα έλεγε ο κάθε αρμόδιος διπλωμάτης της ΕΕ. Αυτό όμως που απασχολεί τον Μπορέλ, αλλά κι άλλα ευρωπαϊκά κράτη, είναι, πέραν της κρίσης στη Λιβύη και το Συριακό, και η διασφάλιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων στον βαθμό που αυτά έχουν εκτεθεί, τα τελευταία χρόνια, στη δοκιμαζόμενη τουρκική οικονομία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ισπανίας όπου η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η BBVA, εκτέθηκε σε μεγάλο βαθμό στην τουρκική τράπεζα Turkiye Garanti Bankasi – τον μεγαλύτερο δανειστή εντός της Τουρκίας. Η BBVA ήταν ο μοναδικός παίκτης στην τουρκική οικονομία που δεν αποσύρθηκε από την Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και το 2017 αύξησε το μερίδιό της στην τουρκική τράπεζα. Χωρίς υπερβολή η Τουρκία -κατ’ επέκταση οι δανειζόμενοι στη χώρα- χρωστούν προς την ισπανική τράπεζα 80 δισ. δολάρια, κατάσταση που υπό το βάρος της πίεσης που δέχεται η τουρκική οικονομία και δη η τουρκική λίρα εκθέτει το ισπανικό τραπεζικό σύστημα, περισσότερο από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, στην εύθραυστη τουρκική οικονομία. Αυτή η πτυχή υπενθυμίζει πως στην τρέχουσα σύνθεση της Κομισιόν, η στρατηγική της Λευκωσίας για πρόκληση πολιτικού και οικονομικού κόστους στην Τουρκία για τις έκνομες ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ μπορεί ευκολότερα να «εξουδετερωθεί» σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η στάση του Παρισιού

Στον αντίποδα, οι συνεχιζόμενοι υψηλοί τόνοι λόγω Λιβύης, μεταξύ Παρισιού και Άγκυρας, προϊδεάζουν για μια άλλη πτυχή της ευρωπαϊκής προσλαμβάνουσας των τουρκικών ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία καθίσταται περισσότερο ανταγωνιστική και συγκρουσιακή. Στον γεωπολιτικό ρόλο της Γαλλίας, Κύπρος και Ελλάδα έχουν επενδύσει σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο -λόγω παρουσίας της Total στην κυπριακή ΑΟΖ και εξοπλιστικών προγραμμάτων στην περίπτωση της Ελλάδας- με τη στάση ωστόσο της Γαλλίας στο ζήτημα στήριξης του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ να μην επαληθεύεται από τις εξελίξεις στο έδαφος της Λιβύης – πτυχή που περιπλέκει και τις ενέργειες της Αθήνας που κινήθηκαν έντονα στο κομμάτι της διπλωματικής στήριξης προς τον Λίβυο πολέμαρχο.

Αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως η Γαλλία δημιουργεί μεν υψηλούς τόνους στο ζήτημα της αντιπαράθεσής της με την Τουρκία του Ερντογάν, επί του πρακτέου όμως οι στρατηγικοί της στόχοι στη Λιβύη απέτυχαν στην απουσία σοβαρής στρατηγικής προσέγγισης -ακριβώς όπως επισυνέβη και στο Συριακό την περίοδο 2013-2015. Η δε ευθυγράμμιση των γαλλικών και ρωσικών συμφερόντων στη Λιβύη αποτελεί και ζήτημα που επηρεάζει, σε σημαντικό βαθμό, τις επιμέρους ευρωατλαντικές δυναμικές. Η ιδιαίτερη σχέση μάλιστα Παρισιού και Αμπού Ντάμπι (εμπορικοί δεσμοί, γαλλικές εξαγωγές οπλικών συστημάτων πολλών δις) στην περίπτωση του Συριακού ανέδειξε και το παράδοξο των στρατηγικών επιδιώξεων του Παρισιού, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να είναι η πρώτη αραβική χώρα που επαναλειτούργησε την πρεσβεία της στη Δαμασκό στα τέλη του 2018 και το Παρίσι βασικό υποστηρικτή της απομάκρυνσης Άσαντ. Για την ελληνική και την κυπριακή διπλωματία, ο παράγοντας του Παρισιού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζονται, προς το παρόν, ουσιαστικά αποτελέσματα ως προς την πίεση στην Τουρκία.

Υπάρχει ακόμη ρεαλισμός

Τόσο ο σύμβουλος ασφάλειας του Ελλαδίτη πρωθυπουργού, δρ Θάνος Ντόκος, όσο και ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, προέβησαν σε ισχυρές δηλώσεις πολιτικού ρεαλισμού. Στην πρώτη περίπτωση, ο κ. Ντόκος επισήμανε το λανθασμένο της διπλωματικής στήριξης εκ μέρους της Αθήνας στον στρατηγό Χαφτάρ, ενώ ο ΠτΔ υπενθύμισε πως πολεμική σύγκρουση στην περιοχή θα αποτελούσε εξέλιξη με καταστροφικά αποτελέσματα για τον κυπριακό ελληνισμό. «Εάν θεωρήσουμε ότι μπορούμε στρατιωτικά να δώσουμε μάλλον λύση μέσα από τη στρατικοποίηση, αυτό θα είναι το τέλος του κυπριακού ελληνισμού, κάτι που δεν το επιθυμώ. Και δεν είναι μια νότα απαισιοδοξίας ή παράδοσης, το αντίθετο. Οφείλεις να γνωρίζεις τις πραγματικότητες για να επιλέγεις τα όπλα», τόνισε μεταξύ άλλων ο κ. Αναστασιάδης. Μεταξύ εντυπώσεων, επικοινωνιακής διαχείρισης και ευσεβοποθισμών, αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως, τόσο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο και το Κυπριακό, εισέρχονται, αυτό το καλοκαίρι, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο όπου θα υπάρξουν καθοριστικές εξελίξεις, δηλ. εξελίξεις που θα οδηγήσουν σε κρίσιμες αποφάσεις για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.

Αντί επιλόγου

Ενόψει του κρίσιμου Σεπτεμβρίου για τα ελληνοτουρκικά, αλλά και τις διπλωματικές διεργασίες στη ΓΣ του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, οι επιλογές ενώπιον Αθήνας και Λευκωσίας είναι συγκεκριμένες. Μια κρίση στα ελληνοτουρκικά που θα έπαιρνε τον δρόμο της στρατιωτικοποίησης για την Κύπρο θα μπορούσε, δυνητικά, να έχει άλλες επιπτώσεις. Όπως και μια προσπάθεια διπλωματικού διαλόγου. Σε κάθε περίπτωση, κι ανεξαρτήτως σεναρίων, ίσως ήρθε η ώρα να διασφαλίσουμε, υπαρξιακά, τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρήσουμε τους επόμενους μήνες. Χρειάζεται τόλμη, αλλά κυριότερα σύνεση. Για να αποφύγουμε ή να αντιμετωπίσουμε τα χειρότερα.

Του Γιάννη Ιωάννου

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης” στις 28/06/2020.

Exit mobile version