Site icon Geopolitical Cyprus

Η Ελλάδα από το 2020 στο 2021-Μέρος 1ο: H κρίση του Covid-19

Advertisements

Το Geopolitical Cyprus σε συνεργασία με τον Δρ. Βασίλειο Καρακάση παρουσιάζει μια σειρά τεσσάρων κειμένων που προβαίνουν σε μια αποτίμηση τεσσάρων διαφορετικών κρίσεων που αντιμετωπίσε η Ελλάδα το 2020 και ενδέχεται να συνεχίσει να αντιμετωπίζει το 2021. Πιο κάτω μπορείτε να διαβάσετε το 1ο Μέρος που ασχολείται με την υγειονομική κρίση του Covid-19.

H διαχείριση κρίσεων συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι διακυβέρνησης σε κάθε χώρα και σε κάθε κοινότητα.  Διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας κρίσης όταν θεμελιώδεις αξίες που συντηρούν μια κοινωνία, πχ. ασφάλεια, παιδεία, ευημερία, υγεία, περιβάλλον, δικαιοσύνη, τίθενται υπό μία πραγματική απειλή. Το πώς την αντιλαμβάνονται και πώς τη διαχειρίζονται οι εκάστοτε ηγεσίες παράγει μαθήματα, παραστάσεις και εικόνες οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν μια στρατηγική κουλτούρα στη διακυβέρνηση. H στρατηγική κουλτούρα βοηθά αυτούς που βρίσκονται σε θέση εξουσίας και αυτούς που τους συμβουλεύουν να μετατρέπουν την αβεβαιότητα, ενδημικό στοιχείο της κρίσης, σε λελογισμένο ρίσκο για την διαμόρφωση πολιτικών και την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Αυτό δεν μας επιτρέπει φυσικά να ταυτίζουμε το ρίσκο με την κρίση. Η απειλή, η αβεβαιότητα και ο επείγων χαρακτήρας είναι βασικά συστατικά της κρίσης. Αυτή η πτυχή πρέπει να ληφθεί υπόψη προτού γίνει μια αποτίμηση των σημαντικότερων, κατά την άποψη του γράφοντος τουλάχιστον, κρίσεων που κλήθηκε να διαχειριστεί η παρούσα ελληνική κυβέρνηση στη διάρκεια του παρελθόντος annus horribilis.

Οι υπό διερεύνηση κρίσεις εδώ είναι οι εξής τέσσερις: η υγειονομική, η δημοσιονομική, η προσφυγική και οι εντάσεις με τη Τουρκία. Το παρόν κείμενο αφορά στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.


Η πρόληψη δουλεύει στην πανδημία εν απουσία υποδομών

Είναι δεδομένο ότι όσο η πανδημία συνεχίζεται τα όποια συμπεράσματα για το κατά πόσον η κυβέρνηση έκανε καλή ή κακή δουλειά θα φανούν στο τέλος, όταν, δηλαδή, εμβολιαστεί το 70% του πληθυσμού. Αυτό είναι το μείζον διακύβευμα. Οι όποιες επιφυλάξεις υφίστανται οφείλονται στην διαφορετική εικόνα που επέδειξε η κυβέρνηση στη διαχείριση των δύο κυμάτων της πανδημίας. Στο πρώτο κύμα, κατόπιν εισήγησης ορισμένων λοιμωξιολόγων, η κυβέρνηση με τη στήριξη κοινωνίας και αντιπολίτευσης προχώρησε σε ένα ολικό lockdown προτού ο ιός εξαπλωθεί στην ελλαδική επικράτεια. Έλαβε πιο γρήγορα και δραστικά μέτρα σε σχέση με πολλές από τις χώρες της ΕΕ.

Τα γρήγορα αντανακλαστικά που επέδειξαν κυβέρνηση και κρατικός μηχανισμός εξηγούνται σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, από μία έρευνα 3 καθηγητών του Leiden τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στη Washington Post. Εξετάζοντας το timing των αποφάσεων 31 Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην εφαρμογή εθνικών lockdowns, οι ερευνητές συμπέραναν ότι χώρες με ενισχυμένη κυβερνητική ικανότητα, περισσότερες ελευθερίες και με θεσμούς που τύγχαναν υψηλότερης κοινωνικής εμπιστοσύνης ήταν πιο αργές στην υιοθέτηση περιοριστικών μέτρων από ό,τι χώρες χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά (η Ελλάδα συμπεριλαμβανόταν βάσει μεταβλητών στη 2η κατηγορία). Αυτό συνέβαινε επειδή οι κυβερνήσεις τέτοιων χωρών εμπιστεύονταν – εσφαλμένα όπως απεδείχθη- ότι οι πολίτες τους θα ακολουθούσαν κατά γράμμα τις εισηγήσεις για αποφυγή κοινωνικών επαφών (social distancing).

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν ενέπιπτε σε αυτή τη κατηγορία κρατών, δεν υπήρχε η αντίστοιχη προσδοκία. Η περιορισμένη εμπιστοσύνη στο πώς ο κρατικός μηχανισμός θα ανταποκρινόταν στην πανδημία, σε συνδυασμό με τον φόβο μπροστά στο άγνωστο που αποτελούσε τότε ο κορωνοϊός και τις τρομακτικές εικόνες από το Μπέργκαμο που διαδίδονταν τηλεοπτικά και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατέστησαν ενδεχομένως, και την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων ακόμα πιο αποτελεσματική. Ενδεικτικά, στις 30 Ιουνίου, η Ελλάδα, βάσει στοιχείων του ΕΟΔΥ, είχε φτάσει στο σημείο να μετράει μόλις 20 κρούσματα σε όλη την επικράτεια, 9 διασωληνωμένους και 1 νεκρό, με αποτέλεσμα να λάβει τα εύσημα και από τον διεθνή τύπο για τη διαχείριση της πανδημίας.

Αλλά…

Δεν έλειψαν φυσικά τα παρατράγουδα κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος. Εκτός των περιορισμένων τεστ (που δεν υπήρχαν σε αφθονία εκείνη την περίοδο), έντονο προβληματισμό προκάλεσε ο τρόπος διανομής κονδυλίων 20 εκατομμυρίων ευρώ από την ελληνική κυβέρνηση στα ΜΜΕ για την προώθηση της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι» μέσω μιας ιδιωτικής εταιρείας, της Initiative Media. Η περίφημη «Λίστα Πέτσα» κατηγορήθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το vouliwatch και το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (International Press Institute) για αδιαφάνεια στον τρόπο διανομής των χρημάτων αυτών. Επιπροσθέτως, μεγάλη αστοχία προέκυψε και με τα προγράμματα τηλεκατάρτισης των επιστημόνων με voucher τα οποία καταργήθηκαν εν ριπή οφθαλμού.

Ο τουρισμός, που αποτελεί το 20% του ελληνικού ΑΕΠ, παρά την περιορισμένη κίνηση, άνοιξε. Ούτε, όμως, εκεί έλειψαν τα προβλήματα. Βάσει δημοσιεύματος της Bild, η TUI, κυρίαρχος παίχτης στην παγκόσμια τουριστική αγορά, απείλησε την ελληνική κυβέρνηση ότι θα ακύρωνε όλα τα ταξίδια της στην Ελλάδα, σε περίπτωση που οι ελληνικές αρχές επέμεναν σε καραντίνα 36 ωρών για όσους επισκέπτες επιλέγονταν τυχαία για τεστ κορωνοϊού στο αεροδρόμιο. Από ό,τι διαφαίνεται, κατόπιν πιέσεων και δεδομένης της σημασίας του τουρισμού για την ελληνική οικονομία, η υποχρεωτική καραντίνα ήρθη ως μέτρο, με όποιες συνέπειες θα μπορούσαν για τη διασπορά του ιού.

Εκείνη την περίοδο, ήταν και κάτι περισσότερο που δημιουργούσε έναν ευρύτερο προβληματισμό. Ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες και δημοσιογράφοι αναπαρήγαν ένα αφήγημα μιας εν γένει επιτυχίας στην πάταξη της πανδημίας ως εάν η τελευταία να αποτελούσε παρελθόν (πολλές ευρωπαϊκές χώρες, πρέπει να ομολογήσουμε, υπέπεσαν στην ίδια παγίδα). Το ίδιο (εύλογο) αίσθημα ανακούφισης ήταν διάχυτο και στον κόσμο, παρά τις αντενδείξεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ),  δίνοντας την (ψευδ)αίσθηση ότι έχουμε αφήσει την πανδημία πίσω μας.

Το ευρύτερο κλίμα ευφορίας διευκόλυνε τις συναθροίσεις σε κοινωνικές/θρησκευτικές εκδηλώσεις επιταχύνοντας σταδιακά τη διασπορά του ιού. Η σταδιακή «επαναφορά» στην καθημερινότητα ανέδειξε και προϋπάρχοντα δομικά προβλήματα, π.χ. στις συγκοινωνίες (περιορισμένος αριθμός λεωφορείων εν σχέσει με τις ανάγκες των πολιτών), καθώς κόσμος που κατευθύνονταν στον χώρο εργασίας του και χρησιμοποιούσε ΜΜΜ, αδυνατούσε να διατηρήσει τις απαιτούμενες αποστάσεις.

Καταστολή χωρίς υποδομές δεν δουλεύει…

Το τέλος του καλοκαιριού, λόγω και της μη «έκδηλης» έναρξης του δεύτερου κύματος, έπιασε, αυτή τη φορά, τον κρατικό μηχανισμό απροετοίμαστο. Η ίδια κυβέρνηση που είχε επιδείξει επιφυλακή στη διαχείριση του πρώτου κύματος, φάνηκε να επαναπαύεται στις «δάφνες της επιτυχίας» της. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η προβληματική στρατηγική στον αριθμό μαθητών ανά τάξη, το ρεσιτάλ αστοχίας με το μέγεθος των μασκών που θα διανέμονταν στους μαθητές, ο παραγκωνισμός της άποψης κάποιων λοιμωξιολόγων να επιβληθεί καραντίνα στη Θεσσαλονίκη προ των εορτασμών του Αγίου Δημητρίου προκειμένου να αποφευχθεί κοσμοσυρροή.  

Η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου και η επιβολή ενός νέου καθολικού lockdown κατέστη, δυστυχώς, η μόνη λύση για την περαιτέρω διαχείριση της πανδημίας. Η διαφορά είναι ότι το 1ο lockdown είχε κυρίως προληπτικό χαρακτήρα ενώ το 2ο  κατασταλτικό. Χάρη στο 1ο απεσοβήθησαν ασφαλώς τα χειρότερα. Στο 2ο η κυβέρνηση κλήθηκε να διαχειριστεί μια επιδεινωμένη κατάσταση. Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, η χώρα μετράει 5137 νεκρούς στο 2ο κύμα έναντι των 192 στο 1ο.

Οι αριθμοί αυτοί εν συνδυασμώ με την επιβολή ενός δίμηνου καθολικού lockdown κατατάσσουν τη χώρα σε χαμηλή σχετικά θέση εν σχέσει με την επιτυχή διαχείριση της πανδημίας. Η αλήθεια είναι ότι και ο κόσμος, κουρασμένος από την επιβολή του 1ου lockdown και μη φοβούμενος κάτι «άγνωστο» πλέον, δεν φάνηκε διατεθειμένος να υπακούσει με τον ίδιο ζήλο στα περιοριστικά μέτρα αναδεικνύοντας ζητήματα ατομικής ευθύνης από τους κυβερνώντες για τη προβληματική αποτελεσματικότητα των μέτρων. Για την «οκνηρία» αυτή, όμως, φέρουν ευθύνη τόσο η εκτελεστική εξουσία όσο και αρκετοί από τους πολίτες.

Θα αντιπαραθέσει κάποιος εύλογα το επιχείρημα ότι και άλλες χώρες της Δύσης επέδειξαν αδράνεια στη διαχείριση του δεύτερου κύματος. Η διαφορά είναι ότι πολλές χώρες από αυτές έχουν επαρκέστερες υποδομές να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, όταν δηλαδή οι ΜΕΘ τους υπερπληρωθούν, χώρες όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο έχουν την «πολυτέλεια» να «εξαγάγουν» ασθενείς σε γειτονικές χώρες. Η Ελλάδα δεν διαθέτει αυτή τη πολυτέλεια. Αυτό εξηγεί και σε μεγάλο βαθμό γιατί ενώ η αναλογία των ασθενών που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ και αυτών που κατέληξαν ήταν σχετικά σταθερή στο πρώτο κύμα της πανδημίας, στην πορεία, όσο μάλιστα η πίεση εντεινόταν, ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό νοσούντων έμεναν εκτός ΜΕΘ. Το αποτέλεσμα ήταν εκθετική αύξηση του αριθμού τόσο των νοσούντων εκτός ΜΕΘ όσο και των θανάτων εκτός ΜΕΘ (με το ποσοστό των τελευταίων να ξεπερνά το 80%). Έτσι οι ελπίδες βασίστηκαν στις υπεράνθρωπες προσπάθειες γιατρών και νοσηλευτών να διαχειριστούν μια κατάσταση σχεδόν μη ελέγξιμη. Για αυτό και η πρόληψη σε μια χώρα με τις δικές μας υποδομές είναι αποτελεσματικότερη από την καταστολή.

Το μείζον διακύβευμα: εμβολιασμός

Ενόψει των ανωτέρω, για να αποδειχθεί επιτυχημένη η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από την κυβέρνηση, θα χρειαστεί να γίνει ο εμβολιασμός του 70% του πληθυσμού. Αυτό, όμως, δεν εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ίδια. Μέχρι τις 12.1 έχει υπάρξει κάποια κινητικότητα (το 0,33% του πληθυσμού έχει ήδη εμβολιαστεί ενώ ο παγκόσμιος μ.ο βρίσκεται στο 0,23%), αλλά η προσδοκία για 2 εκατομμύρια εμβολιασμών το μήνα, όπως αναφέρθηκε από τη κυβέρνηση είναι υπέρ το δέον φιλόδοξη και θα έπρεπε, ίσως, να μετριαστεί. Όπως εξήγησε η Κύπρια Επίτροπος για την Υγεία, Στέλλα Κυριακίδη, λόγω της ελλιπούς παραγωγικής ικανότητας από τις εταιρείες, έχουν παρατηρηθεί καθυστερήσεις στη διαθεσιμότητα των εμβολίων στην αγορά. Κοινώς, δεν εξαρτάται μόνο από την Ελλάδα το πόσα εμβόλια επιθυμεί να κάνει. Το ότι υπάρχει το εμβόλιο βέβαια είναι ήδη σημαντικό. Πρέπει να τονιστεί ότι η διαδικασία εμβολιασμών από διοικητική σκοπιά αποτελεί το μεγάλο στοίχημα το οποίο πρέπει να κερδηθεί. Απαιτούνται προς τούτο, οι απαραίτητες υποδομές, συντονισμός, επαρκής καταγραφή του πληθυσμού και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει σημαντική μερίδα του στην πρόσβαση στα κέντρα εμβολιασμών και στοχευμένα επικοινωνιακά μηνύματα για τη σημασία αυτής της διαδικασίας.

Του Δρ. Βασιλείου Π. Καρακάση, Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Leiden και Διευθυντή του Sen Foundation of Research & Education on International Cooperation

Exit mobile version