Site icon Geopolitical Cyprus

GeoInsight: Ανταγωνισμός Κίνας-ΗΠΑ – Ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος;

Advertisements

Το 2014 με την εμπλοκή της Ρωσίας στα εσωτερικά της Ουκρανίας και εν τέλει την προσάρτηση της Κριμαίας αρκετοί ειδικοί και σχολιαστές έσπευσαν να συζητούν το ενδεχόμενο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία. Η συζήτηση αυτή εντάθηκε και με την απόφαση της Ρωσίας την επόμενη χρονιά να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ στη Συρία με την παρουσία στρατευμάτων και ουσιαστικά να ανατρέψει τα μέχρι τότε δεδομένα στον εμφύλιο της χώρας. Παρά τα πιο πάνω, διαφάνηκε πως η Ρωσία, παρά τη δυνατότητα της να επέμβει κατά τα φαινόμενα στις αμερικάνικες εκλογές του 2016, δεν είχε τη δυνατότητα που είχε η Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) να ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Η συζήτηση αυτή επανήλθε το τελευταίο διάστημα στο προσκήνιο. Aυτή τη φορά με την Κίνα να φιγουράρει ως ο κύριος ανταγωνιστής των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα. Εκ πρώτης όψεως, η Κίνα δείχνει ότι στο άμεσο μέλλον θα έχει τουλάχιστον την οικονομική βάση που θα της  επιτρέψει να αναπτύξει τέτοια στρατιωτική ισχύ ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ εάν το θελήσει σε ανάλογο επίπεδο με την ΕΣΣΔ. Συγκεκριμένα, η Κίνα είχε τελευταία φορά αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ της το 1976 και έκτοτέ η πρόοδος που έχει κάνει είναι αλματώδης. Σε σημείο που αυτή τη στιγμή έχει το 2ο μεγαλύτερο ΑΕΠ στον πλανήτη μετά τις ΗΠΑ ενώ είναι πρώτη παγκόσμια με βάση την απόλυτη αγοραστική ισχύ (purchasing power parity) του ΑΕΠ της. Το τελευταίο χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τον καθηγητή Graham Allison, είναι καίριο για να εξετάσει κανείς τη δυνατότητα ενός κράτους να μετατρέψει την οικονομική του ισχύ σε στρατιωτική ισχύ ανάμεσα και σε μια σειρά από άλλους παράγοντες στους οποίους η Κίνα αναπτύσσεται εξίσου ραγδαία.[1] Για παράδειγμα, σημαντικός παράγοντας είναι ο αριθμός των αποφοίτων STEM (Science Technology, Engineering and Mathematics) στους οποίους η Κίνα έχει σταθερά, κάθε χρονιά, πάνω από διπλάσιους σε σχέση με τις ΗΠΑ ακόμα και με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς. To γεγονός αυτό ενισχύει σημαντικά τη δυνατότητα της χώρας να αναπτύσσει νέες τεχνολογίες τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Ταυτοχρόνως, από τις μέρες της διακυβέρνησης Obama και ιδιαίτερα στη δεύτερη του θητεία ήταν ξεκάθαρη η πρόθεση για αλλαγή στη στρατηγική υψηλού επιπέδου των ΗΠΑ με την απαγκίστρωση από τη Μέση Ανατολή και τη μεταφορά της προσοχής στη Νοτιοανατολική Ασία, ακριβώς για να ελεγχθεί η άνοδος της Κίνας. Παρά το ότι, ελέω και της ανόδου το Ισλαμικού κράτους, ο Obama δεν κατάφερε να το πράξει πλήρως, η τάση αυτή συνεχίστηκε και επί Trump. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατών κορυφώθηκε φτάνοντας στο σημείο ενός εμπορικού πολέμου με την επιβολή ταριφών από τις δυο πλευρές αλλά και μια ιδιαίτερα εχθρική ρητορική, συνοδευόμενη από έντονη στρατιωτική κινητικότητα στην νοτιά κινεζική θάλασσα. Συγκεκριμένα, πέρα από τον ανταγωνισμό μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας για μια σειρά νησιών αναζωπυρώθηκε και η παραδοσιακή αντιπαλότητα Κίνας και Ταϊβάν.

Από το 2018 και έπειτα η Κίνα έχει πολλαπλασιάσει τις στρατιωτικές τις ασκήσεις στα στενά της Ταϊβάν κάτι το οποίο έχει προκαλέσει την Αμερικανική αντίδραση. Χαρακτηριστικά, εκτός από τη συνεχιζόμενη στρατιωτική υποστήριξη στους εταίρους τους, οι ΗΠΑ έχουν επιτρέψει την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας. Επίσης, μόνο το 2019 πραγματοποίησαν εννιά ασκήσεις ελευθερίας πλοήγησης (FONOPs), δείχνοντας έμπρακτα την αντίθεσή τους στην Κινεζική ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και την εφαρμογή του στην νότια κινεζική θάλασσα. Παρά τις ελπίδες της διεθνούς κοινότητας ότι η εκλογή Biden θα πρόσφερε την ευκαιρία να χαμηλώσουν οι τόνοι, ο νέος Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Anthony Blinken καταδίκασε την κινεζική κυβέρνηση για τη μεταχείριση της μειονότητας των Ουιγoύρων και τη στάση της στο θέμα του Hong Kong, κάτι το οποίο ανέφερε και στο πρώτο τηλεφώνημα του με τον Κινέζο ομόλογό του.

Αναδρομή στον Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ-ΕΣΣΔ

Το καίριο ερώτημα είναι κατά πόσον όλα αυτά προκρίνουν τον χαρακτηρισμό «Ψυχρός Πόλεμο» για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας; Για να απαντηθεί το ερώτημα οφείλουμε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή και να εξετάσουμε ποια ήταν τα στοιχεία εκείνα που χαρακτήρισαν τη ψυχροπολεμική σύγκρουση. Καταρχάς, η σύγκρουση ήταν παγκόσμια και παρά τη γεωπολιτική και υλική της έκφραση, υπήρχε μια σημαντική ιδεολογική διάσταση. Ουσιαστικά, ήταν μια μάχη δυο ανταγωνιζόμενων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συστημάτων, του φιλελεύθερου καπιταλισμού και του σταλινικού κομμουνισμού. Αρκετοί θα έχουν δίκαιο να τονίσουν ότι η ιδεολογική αυτή πλευρά αρκετές φορές τέθηκε στο περιθώριο. Τρανταχτό παράδειγμα η σοβιετική realpolitik στην Μέση Ανατολή που την είδε να υποστηρίζει κυβερνήσεις που φυλάκιζαν και εκτελούσαν κομμουνιστές. Τέτοια ήταν τα καθεστώτα Νάσερ, Άσαντ αλλά και το Μπααθικό καθεστώς του Ιράκ από το 1964 μέχρι το 1973. Παρόλ’ αυτά στον υπόλοιπο πλανήτη η σύγκρουση, τόσο σε υλικό όσο και σε επίπεδο συνειδήσεων, χαρακτηριζόταν από αυτή την ιδεολογική μάχη.

Η γεωπολιτική έκφανση της σύγκρουσης παίχτηκε κατά κύριο λόγο μέσα από συγκρούσεις και πόλεμο δια αντιπροσώπων (proxy warfare). Οι υπερδυνάμεις συγκρουστήκαν με αυτό το τρόπο σε πολλαπλά μέτωπα ανά τον πλανήτη. Τέτοιες συγκρούσεις ήταν μέρος της πολιτικής πραγματικότητας για τον Τρίτο Κόσμο από την Αγκόλα και το Βιετνάμ μέχρι την Κούβα και το Αφγανιστάν. Οι διεθνολόγοι των μετα-αποικιακών σπουδών ορθά στην προκειμένη περίπτωση αναφέρουν πως για τις περιοχές αυτές ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ιδιαίτερα θερμός και κόστισε τη ζωή σε πάνω από 20 εκατομμύρια ψυχές.[2] Τέλος, έφερε τον πλανήτη ουκ ολίγες φορές μπροστά στο χείλος της καταστροφής με το φόβο του πυρηνικού ολέθρου.

Τέλος, ένα άλλο καίριο χαρακτηριστικό ήταν η μεμονωμένη διασυνδεσιμότητα μεταξύ του σοβιετικού και του δυτικού στρατοπέδου. Αυτή η διασυνδεσιμότητα είχε να κάνει με τη δυσκολία μετακίνησης ατόμων και πληροφοριών ιδιαίτερα από τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας προς τη Δύση. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό υπήρχαν ελάχιστες, για τα μεγέθη των εμπλεκόμενων κρατών, οικονομικές σχέσεις.

Ο Ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας

Η σημερινή σύγκρουση αξίζει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των πιο πάνω. Οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα, παρά την άνοδο της ακροδεξιάς και του απολυταρχισμού και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, παραμένουν φιλελεύθερες , καπιταλιστικές δημοκρατίες με κάποιες κατά τόπους διαφορές. Από την άλλη, η Κίνα είναι όντως ένα απολυταρχικό κράτος με ένα ιδιότυπο καπιταλιστικό μοντέλο στο οποίο το κράτος διατηρεί σημαντικό μερίδιο στην οικονομία της χώρας με τον έλεγχο των κύριων τραπεζών αλλά και με ευρείες κοινωνικές παροχές. Ουσιαστικά, μιλάμε για δύο μορφές καπιταλισμού. Όμως αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι εν αντίθεση με τη Δύση, η Κίνα δεν έχει καμία διάθεση να εξάξει το μοντέλο της προς το παρόν.

Στην πρόσφατη ιστορία έχουμε δει τις ΗΠΑ, την ΕΕ αλλά και σημαντικά θεσμικά όργανα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να παρέχουν οικονομική βοήθεια σε διάφορα κράτη. Την τελευταία τριακονταετία όμως μετά την πτώση της ΕΣΣΔ τα πακέτα αυτά συνοδεύονταν και με μια σειρά μέτρων που σε αρκετές περιπτώσεις είχαν ως στόχο τον εκδημοκρατισμό αλλά κυρίως τη διάνοιξη αγορών για το δυτικό κεφάλαιο. Από την άλλη η Κίνα επενδύει στο Τρίτο Κόσμο αλλά και ευρύτερα με δεσμεύσεις που έχουν να κάνουν περισσότερο με την οικονομική της εμπλοκή και επιρροή στην εκάστοτε χώρα παρά με τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Δεν δείχνει να την ενδιαφέρει το πολίτευμα της εκάστοτε χώρας, πόσο μάλλον η εξαγωγή του μοντέλου της.

Το γεγονός αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη του κινεζικού κράτους για φυσικούς πόρους, από πετρέλαιο και φυσικό  αέριο μέχρι ορυκτά που χρησιμοποιούνται σε κατασκευές υψηλή τεχνολογία. Επίσης, η Κίνα για να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης της σε υψηλά επίπεδα είναι αναγκασμένη να εξάξει το πλεονάζον κεφάλαιο, το οποίο συσσωρεύθηκε στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης του κινεζικού κράτους, σε νέες αγορές που θα αποφέρουν νέα κέρδη. Εν συνεχεία, οι κινεζικές επενδύσεις αφορούν κυρίως υποδομές, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις θα επιτρέψουν στο μέλλον την ευκολότερη εξαγωγή προϊόντων από τον κινεζικό πυρήνα προς τον δυτικό πυρήνα αλλά και προς την περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επενδύσεις στον ευρασιατικό χώρο στα πλαίσια της αναβίωσης του δρόμου του μεταξιού (Belt and Road Initiative) αλλά και στην Αφρικανική ήπειρο (60 δις. δολάρια για το 2018).

Το σημείο αυτό μας οδηγεί σε ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό της σημερινής σύγκρουσης, τη μετάβαση από το γεωπολιτικό στο γεωοικονομικό ανταγωνισμό. Ο μεν πρώτος χαρακτηρίζεται από τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, ο δε δεύτερος από τη χρήση οικονομικής ισχύος. Με εξαίρεση το εγγύς γεωγραφικό περιβάλλον της Κίνας όπου η σύγκρουση έχει γεωπολιτικά χαρακτηριστικά όπως προανέφερα, στον υπόλοιπο πλανήτη τα μέσα προβολής ισχύος είναι κυρίως οικονομικά. Από τη μια η εξαγορά επιρροής μέσω επενδύσεων και οικονομικής βοήθειας αλλά και από την άλλη οι επιβολές εκατέρωθεν κυρώσεων αλλά και ο εμπορικός πόλεμος χαρακτηρίζουν την ανταγωνιστικότητα Κίνας-ΗΠΑ την τελευταία πενταετία. Ακόμη, παρά την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ της Κίνας δεν έχουμε δει την εμπλοκή της σε καμία σύγκρουση εκτός της γειτονιάς της τα τελευταία είκοσι χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι πως η κύρια στρατιωτική εμπλοκή της Κίνας πέρα από την Νοτιοανατολική Ασία είναι η παροχή στρατευμάτων στα ειρηνευτικά σώματα του ΟΗΕ.

Σε σχέση με τη διασυνδεσιμότητα, η ισχύς της Κίνας χτίστηκε στη βάση της απόφασης να ανοίξει την οικονομία της προς τις δυτικές επενδύσεις και άρα να γίνει μέρος του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Από το 1978, όταν ο Deng Xiaoping, πήρε την πιο πάνω απόφαση η οικονομική διασυνδεσιμότητα της Κίνας με τη Δύση και τον υπόλοιπο πλανήτη αυξάνεται συνεχώς. Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή η Κίνα κατέχει αμερικανικό χρέος αξίας $1.07 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Δηλαδή οι ΗΠΑ χρωστάνε το ποσό αυτό στην Κίνα. Το γεγονός αυτό δείχνει τη διαχρονική πίστη των κινεζικών κυβερνήσεων και της κεντρικής τράπεζας της χώρας στην αμερικανική οικονομία, εκτιμώντας πως η επένδυση στο αμερικανικό χρέος είναι η πιο ασφαλής.

Ταυτοχρόνως, οι δύο υπερδυνάμεις καλούνται να οδηγήσουν τον πλανήτη σε ένα βιώσιμο μέλλον, αντιμετωπίζοντας την κλιματική κρίση. Μία κρίση που δεν μπορεί να σταματήσει εάν δεν συνεργαστούν τα δύο κράτη. Αυτό είναι κάτι που γνωρίζει η κυβέρνηση Biden. Τέλος, η στάση της Κίνας απέναντι στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν πριν από το 2015, όταν πίεσε το Ιράν να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μειώνοντας τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη χώρα και αντισταθμίζοντας τις με αντίστοιχες εισαγωγές από τη Σαουδική Αραβία, καταδεικνύει πως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα δεν επιθυμούν να μεγαλώσει το πυρηνικό club.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, η τωρινή σύγκρουση δεν έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που να μας επιτρέπουν να την χαρακτηρίσουμε Ψυχρό Πόλεμο και αυτό είναι κάτι θετικό γιατί ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αφήσει εκατομμύρια θύματα στον πλανήτη. Αν και τις δύο υπερδυνάμεις τις χωρίζουν αρκετά έχουν την ανάγκη να συνεργαστούν. Ο Graham Allison πρότεινε την ιδέα της «ανταγωνιστικής συνεργασίας» όπου τα δύο κράτη θα ανταγωνίζονται σε κάποια σημεία όπως το θέμα τη Ταϊβάν αλλά θα συνεργάζονται σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή ή η μείωση των πυρηνικών. Εξάλλου η Κίνα δεν έχει δείξει καμία πρόθεση να αλλάξει το διεθνές σύστημα σε μεγάλο βαθμό. Πράγμα λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως αυτό της επέτρεψε να αναπτυχθεί σε αυτό το βαθμό. Παρά τη χαμηλή πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, οι στρατηγιστές και στις δύο πλευρές οφείλουν, σύμφωνα με τον Christopher Cocker, να έχουν κατά νου και το ενδεχόμενο του πολέμου γιατί μόνο όταν θεωρείς ότι κάτι είναι πιθανό να συμβεί μπορείς να σχεδιάσεις πως να το αποφύγεις.[3]

Του Αλέξανδρου Ζαχαριάδη, Υποψήφιου Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο London School of Economics.


[1] Graham Allison, Destined for war. Can America and China Escape Thucydides’s trap? (Wilmington: Houghton Mifflin Co., 2017).

[2] Tarak Barkawi and Mark Laffey, “The Imperial Peace:: Democracy, Force and Globalization,” European Journal of International Relations 5, no. 4 (1999/12/01 1999),https://doi.org/10.1177/1354066199005004001, https://doi.org/10.1177/1354066199005004001; Steven R. David, “Why the Third World Still Matters,” International Security 17, no. 3 (1992): p. 131,https://doi.org/10.2307/2539132, http://www.jstor.org/stable/2539132.

[3] Christopher Coker, The improbable war : China, the United States and the logic of great power conflict (2017).

Exit mobile version