«Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία»: Η θέα από την Λευκωσία

H στρατηγική συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας, με την πώληση προηγμένων πλοίων από το Παρίσι για το πολεμικό ναυτικό της πρώτης, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη με πολλαπλές προεκτάσεις για την στρατηγική αυτονόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την συζήτηση για τα όρια του Ευρωατλαντισμού για την άμυνα της Ευρώπης και, φυσικά, το νέο αναδυόμενο γεωπολιτικά περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου. Δεν είναι μόνον τα πολλαπλά μηνύματα που μια τέτοια συμφωνία αποστέλλει στους ενδιαφερόμενους αποδέκτες –όπως η Τουρκία και οι ΗΠΑ στην μετά-AUKUS εποχή- αλλά και το γεωπολιτικό αποτύπωμα που η Γαλλία θέλει να αφήσει στην τρέχουσα συγκυρία, κυρίως εντός της ΕΕ, η οποία φέρει δύο ποιοτικά χαρακτηριστικά: Την αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία της Γερμανίας και στην εμπέδωση του Brexit, συνθήκες που εξ’ ορισμού αφήνουν στο Παρίσι χώρο για να διεκδικήσει –ή και για να ηγηθεί για τους πιο τολμηρούς φεντεραλιστές- πρωταγωνιστικό ρόλο στην αμυντική ολοκλήρωση της Ευρώπης.

Για την Κύπρο, η εν λόγω συμφωνία μπορεί να σταθεί η αφορμή για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων –μακριά από τις υπερβολές και τους ενθουσιασμούς της ελληνόφωνης ανάλυσης που εστίαζε στις τεχνικές προδιαγραφές των πλοίων.

Η Θέα από τη Λευκωσία

Για την Λευκωσία η ανάγνωση της στρατηγικής συμφωνίας Αθήνας-Παρισιού πρέπει να ιδωθεί μέσα από τρεις δυναμικούς άξονες:

  • Την κατανόηση των ρεαλιστικών συνθηκών της: Η συμφωνία –που εμπεριέχει ξεκάθαρα το αποτύπωμα των εξοπλιστικών και την ρήτρα της αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας- έχει ξεκάθαρα συμμαχική προέκταση καθιστώντας το Παρίσι και την Αθήνα στρατηγικούς συμμάχους. Η εν λόγω διάσταση καταδεικνύει και τα όρια των διμερών σχέσεων (αλλά και του σχήματος των Τριμερών στο οποίο επενδύει διπλωματικό κεφάλαιο η Λευκωσία) της ΚΔ που συχνά αποκαλούνται «συμμαχίες», ενώ δεν είναι. Η Κύπρος μπορεί να συμμετέχει σε στρατιωτικές ασκήσεις και σχήματα διπλωματικής συνεργασίας με κράτη όπως η Γαλλία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ αλλά ακόμη δεν έχει φτάσει στο επίπεδο της συμμαχικής συνεργασίας της Ελλάδας –που διαθέτει, διαχρονικά, μεγάλη στρατιωτική ισχύ και αποτελεί «παραδοσιακό» μέλος του ΝΑΤΟ
  • Την κατανόηση των ρεαλιστικών περιορισμών της: H συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας έχει πολιτικό και διπλωματικό ειδικό βάρος και δεν σηματοδοτεί απαραιτήτως πως η Γαλλία –ή αντίστοιχα η Ελλάδα- θα πολεμήσουν επί του πεδίου για λογαριασμό του άλλου. Η στρατηγική εμβάθυνση των σχέσεων Κύπρου-Γαλλίας την περίοδο μετά το 2017 έγινε αντιληπτή από πολλούς στην Λευκωσία ως ενεργός αποτροπή –επί του πεδίου- για την Τουρκία. Ωστόσο η παρουσία του γαλλικού αεροπλανοφόρου Ντε Γκωλ στην ανατολική Μεσόγειο δεν απέτρεψε τις τουρκικές παράνομες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και η παρουσία, μετά το 2025, γαλλικών φρεγατών στο ελληνικό ΠΝ καθώς και η πλήρης ένταξη των αεροσκαφών Rafale στην ελληνική ΠΑ, μετά το 2022, δεν σηματοδοτούν –αυτόματα- την εξισορρόπηση ισχύος του ισοζυγίου δυνάμεων Τουρκίας-ΚΔ –επί κυπριακού πεδίου
  • Ως παράδειγμα προς μίμηση για την διαχείρισή της σε πολιτικό κι επικοινωνιακό επίπεδο: H Aθήνα προχώρησε σε μια win-win φόρμουλα προκειμένου και να εντάξει, στο σχετικά παλαιωμένο πολεμικό της στόλο, σύγχρονες πλατφόρμες οπλισμού, και να διασφαλίσει τον πραγματικό χρόνο μεταξύ του τελικού χρόνου παράδοσης (4 έτη) με μια στρατηγική συμφωνία detente φύσεως με την Τουρκία αλλά και να επισημάνει –όπως έπραξε ο Έλληνας ΠΘ, Κυριάκος Μητσοτάκης, δια του παραδείγματος πως μια τέτοια συμφωνία έχει ευρωπαϊκό προσανατολισμό και χαρακτηριστικά «sub-NATO» εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για την στρατηγική αυτονόμηση της ΕΕ (σ.σ. σε απόλυτους αριθμούς, η Ελλάδα διαθέτει μεταξύ των 27 της ΕΕ μεγάλη στρατιωτική αεροναυτική δύναμη)

Διδάγματα για τη Λευκωσία

Η Αθήνα φαίνεται πως προχώρησε σε μια στρατηγική λήψη απόφασης σε σχέση με την προμήθεια πλοίων για το Πολεμικό Ναυτικό με γνώμονα την διασφάλιση όχι μόνο των τεχνικών πτυχών μιας εξοπλιστικής πρότασης αλλά και με πολιτικά κριτήρια σε σχέση με την δική της ανάγνωση του περιβάλλοντος ισχύος σε διεθνές αλλά και περιφερειακό επίπεδο (ευρωπαϊκό και σε σχέση με την ανατολική Μεσόγειο) αλλά και με την τήρηση συναινετικών ισορροπιών ως προς την παραδοσιακή της πηγή διασφάλισης οπλικών συστημάτων, εκτός ευρωπαϊκής συμπαραγωγής, που είναι η αμερικανική.

Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα –μεταξύ κοινής γνώμης, ΜΜΕ και αναλυτών- για την προμήθεια φρεγατών έλαβε διαστάσεις μικροπολιτικών ανταγωνισμών –βαφτίστηκε «φρεγατυάδα»- αλλά αποτέλεσε και μια συζήτηση όπου οι δημοσιογράφοι του ειδικού Τύπου είχαν ισχυρότερη άποψη από τα ίδια τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού δημιουργώντας επιμέρους επιχειρήματα που εστίαζαν σε τεχνικές συγκρίσεις χαρακτηριστικών πλοίων έναντι της απαραίτητης έμφασης στην μεγάλη γεωπολιτική και διπλωματική εικόνα. Η πολιτική αυτή κουλτούρα μιας σχεδόν αυτιστικής προσέγγισης ενυπάρχει στην ελληνική δημόσια σφαίρα και μεταφέρεται, μαζί με την πρόσληψη της έξωθεν σωτηρίας ή προστασίας, και στην κυπριακή –ακόμη και σε επίπεδο σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων.

Ο τρόπος με τον οποίο η Αθήνα προχώρησε σε μια ολοκληρωμένη συμμαχική συμφωνία με το Παρίσι πρέπει να καταδείξει στην Λευκωσία πως οφείλει να προχωρήσει, αν θέλει ποτέ να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για αντίστοιχου τύπου συμφωνίες, με γνώμονα την απεμπόλιση των υπερβολών και μακριά από πανηγυρισμούς –όπως συνέβη με την «ψήφο εμπιστοσύνης των εταιρειών κολοσσών στην κυπριακή ΑΟΖ» και τις «ασπίδες προστασίας του γαλλικού αεροπλανοφόρου στην Κύπρο» που ακούσαμε και διαβάσαμε τα τελευταία χρόνια. Η ψύχραιμη και ρεαλιστική αποτίμηση των σκληρών δεδομένων επί του εδάφους αλλά και η ορθή ανάγνωση του συνεχώς μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού περιβάλλοντος όχι μόνο θα καταδείξουν, στην Λευκωσία, το πως η στρατηγική συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας θα ξεδιπλωθεί τα επόμενα χρόνια –σε σχέση και με τον τουρκικό αναθεωρητισμό αλλά αποτελούν κι ένα πολύτιμο μάθημα, ένα δίδαγμα, από το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να αντλήσει πολύτιμα στοιχεία.

Μεταξύ των θριάμβων και της απαξίωσης υπάρχει εκείνη η μικρή περιοχή στην οποία, η στρατηγική συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας οφείλει να αξιολογηθεί με θετικό τρόπο, να γίνει κατανοητή ως προς το περιεχόμενο και την απόσταση διακηρύξεων και πράξεων και να αποτελέσει ένα έναυσμα για αυτό που διαχρονικά λείπει από την κυπριακή στρατηγική σκέψη: Την πρόταξη του αναστοχασμού επί των εξελίξεων έναντι της τοποθέτησης σε σχέση με αυτές.

Του Γιάννη Ιωάννου

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην “Καθημερινή” Κύπρου, στις 3 Οκτωβρίου 2021.

One comment

Leave a Reply to Kostakis IoannouCancel reply