Site icon Geopolitical Cyprus

Η Ταϊβάν και η σημασία των αντιλήψεων στις διεθνείς σχέσεις

Advertisements

Μια βασική παράμετρος στις διεθνείς σχέσεις η οποία πολλές φορές δεν λαμβάνεται υπόψιν με ολέθριες συνέπειες είναι οι αντιλήψεις που φέρουν οι κύριοι δρώντες κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ή μιας περιόδου παρατεταμένης έντασης. Το εν λόγω ζήτημα πραγματεύεται το κλασικό πλέον Perception and Misperception in International Politics του καθηγητή Robert Jervis. Στο βιβλίο αυτό το οποίο γράφτηκε το 1978, ο Jervis καταρρίπτει τη θέση ότι υπάρχει μια οικουμενική ορθολογικότητα την οποία όλοι οι δρώντες σε ένα διεθνές ζήτημα αντιλαμβάνονται.

Αντιθέτως, η κάθε πλευρά λαμβάνει ατελή πληροφόρηση η οποία εν συνεχεία μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες και καταστροφικές ενέργειες που όμως είναι αποτέλεσμα ορθολογικών αποφάσεων στη βάση των διαθέσιμων πληροφορίων. Ταυτοχρόνως, η ορθολόγικοτητα των αποφάσεων ενός δρώντα επηρεάζεται και από τις γνωστικές προκαταλήψεις (cognitive biases) που έχει. Οι προκαταλήψεις αυτές συνδέονται άρρηκτα με τον τρόπο που κάποιος για παράδειγμα μεγαλώνει, αναγνωρίζοντας την επίδραση διάφορων διαχρονικών επιρροών όπως η σχολική μόρφωση, το οικογενειακό περιβάλλον και οι επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας.

Στη βάση αυτών των συμπερασμάτων είναι βασικό να υπάρχει κατανόηση για την κοσμοθεωρία της κάθε πλευράς αλλά και κατά το δυνατό καλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αντιμαχόμενες πλευρές. Τα διδάγματα αυτά δυστυχώς φαίνεται πως δεν τα λαμβάνει υπόψη η σύγχρονη αμερικανική ηγεσία, παρά τα τραγικά λάθη στα οποία έχει υποπέσει με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, ακριβώς γιατί δεν προσμέτρησε τους πιο πάνω παράγοντες πριν να αποφασίσει να καταφύγει στη σκληρή ισχύ. Παραδείγματα υπάρχουν αρκετά, από τον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι και τις πρόσφατες ενέργειες των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.

Η επίσκεψη της Nancy Pelosi, Προέδρου της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, στην Ταϊβάν διαθέτει τα χαρακτηριστικά ενός σφάλματος που θα αυξήσει στο άμεσο μέλλον κατακόρυφα τις εντάσεις ανάμεσα στην Ταϊβάν και την ηπειρωτική Κίνα. Ουσιαστικά, η υπόσχεση των ΗΠΑ διαμέσου των δηλώσεων τόσο της Pelosi όσο και του Προέδρου Biden για υποστήριξη της Ταϊβάν δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την οπτική του Πεκίνου η οποία βλέπει στην Ταιβάν και την ανάκτησή της το απόλυτο εθνικό ζήτημα. Αυτή η οπτική έιναι διάχυτη στην κινεζική κοινωνία καθώς αναπαράγεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) και το κινεζικό εκπαιδευτικό και μηντιακό σύστημα που ελέγχεται από το κόμμα από το 1949 στον απόηχο του Κινεζικού Εμφυλίου.

Αυτή τη στιγμή τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Πεκίνο αντιμετωπίζουν μια σειρά από σενάρια. Από την πλευρά του Πεκίνου σίγουρα θα δούμε περεταίρω στρατιωτικοποίηση. Οι προσφατες στρατιωτικές ασκήσεις είναι ενδεικτικές καθώς ουσιαστικά περικύκλωσαν το νησί της Ταϊβάν. Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή είναι η πιθανότητα να δημιουργηθεί η αντίληψη στον Σι Τζινπινγκ και εντός του ΚΚΚ ότι στο άμεσο μέλλον οι ΗΠΑ πιθανόν να αλλάξουν τη μέχρι τώρα πολιτική τους και να αναπτύξουν στρατεύματα στην Ταϊβάν, ανεβάζοντας έτσι κατακόρυφα το κόστος μιας μελλοντικής κινεζικής επέμβασης καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε έναν αμερικανοκινεζικό πόλεμο. Αυτές οι αντιλήψεις ενδέχεται να επιταχύνουν του κινεζικούς σχεδιασμούς για την κατάληψη της Ταιβάν.

Παράλληλα, το καθεστώς των σημερινών κυρώσεων της Δύσης έναντι της Ρωσίας είναι πιθανόν ενισχύσει αυτή την τάση. Η κινεζική ηγεσία πολύ πιθανόν να θεωρήσει πως η δυτική αντίδραση δεν μπορεί να είναι ισχυρή καθώς η επιβολή κυρώσεων στην Κίνα, ανάλογων με αυτές που επιβλήθηκαν στη Μόσχα, θα ήταν ακόμη πιο καταστροφικές εξαιτίας της διασυνδεσημότητας της Κίνας με την παγκόσμια οικονομία. Χαρακτηριστικά, αξίζει να αναφερθεί ότι η Κίνα κατέχει πάνω από ένα τρις δολλάρια αμερικανικού χρέους.

Θα πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε και τη διάθεση του Σι Τζινπινγκ να καταστεί ένας ηγέτης ανάλογης εμβέλειας με του Μάο Τσε Τουνγκ, του ηγέτη που οδήγησε το ΚΚΚ στην νίκη κατά τον Κινεζικό Εμφύλιο. Η προσωπολατρία (cult of personality) που καλλιεργείται από το κινεζικό κράτος προς το πρόσωπο του Σι, καθώς και κάποιες σημαντικές αλλαγές στο καταστατικό του ΚΚΚ, τον έχουν καταστήσει τον πιο ισχυρό ηγέτη της Κίνας από την εποχή του Μάο. Μια ενδεχόμενη κατάληψη της Ταϊβάν θα μπορούσε να εδραιώσει τον μύθο του.

Ποια θα πρέπει να είναι όμως η αμερικάνικη αντίδραση; Υπάρχουν δύο δρόμοι, οι οποίοι όμως δεν θα λειτουργήσουν ευνοϊκά για την Ταϊβάν και τον λαό της αλλά και για το σύνολο του πλανήτη. Πρώτον, οι ΗΠΑ θα μορούσαν άμεσα να αλλάξουν πολιτική και να τοποθετήσουν αμερικανικά στρατεύματα στην Ταϊβάν πριν η Κίνα επιτεθεί ώστε να αυξήσουν το κόστος μιας ενδεχόμενης επίθεσης. Το πρόβλημα με αυτό το σενάριο είναι πως αυξάνει το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής σύρραξης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας καθιστώντας την Ταιβάν μια νέα Κούβα.

Η δεύτερη επιλογή της αμερικανικής ηγεσίας είναι να επικοινωνήσει ξεκάθαρα στο Πεκίνο πως δεν θα αλλάξει την πολιτική της “Μιας Κίνας”. Ωστόσο, εάν εν τέλει η Κίνα επιτεθεί και η αμερικανική απάντηση είναι ανάλογη με αυτήν που είδαμε στην ουρκανική κρίση, το σενάριο αυτό ίσως δημιουργήσει την εντύπωση μεταξύ των δυτικών συμμάχων στη Νότια Κινεζική Θάλασσά πως οι ΗΠΑ είναι ένας μη αξιόπιστος σύμμαχος. Σε αυτό το σενάριο περιφερειακοί σύμμαχοι η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα ή το Βιετνάμ θα θεωρήσουν πως οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την Ταίβαν και αυτό ίσως ωθήσει ορισμένους εξ αυτών να συμβιβαστούν με μια κινεζική ηγεμονία.

Το τι θα συμβεί προφάνως είναι άγνωστο αλλά η ενέργεια της Nancy Pelosi ουσιαστικά θα συμβάλει αναμφίβολα στην επιτάχυνση της στρατιωτικοποίησης στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Το χειρότερο πράγμα σε μια τέτοια κατάσταση είναι να θεωρήσει ο επιτιθέμενος πως, πρώτον, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και, δεύτερον, πως το περιθώριο αντίδρασης για ένα νικηφόρο αποτέλεσμα μικραίνει. Έστω και τώρα, θα πρέπει η μια πλευρά να προσπαθήσει να κατανοήσει την αντίληψη της άλλης δημιουργώντας διαύλους επικοινωνίας ανάλογες με αυτές που υπήρχαν μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Του Αλέξανδρου Ζαχαριάδη, Υποψήφιου Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο London School Of Economics and Political Science.

Exit mobile version