Βασική αρχή εξωτερικής πολιτικής του νέου τουρκικού κράτους, όπως διατυπώθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1931 κατά τη διάρκεια περιοδείας του στην Ανατολία, ήταν το “ειρήνη στην πατρίδα [στο σπίτι], ειρήνη στον κόσμο” (yurtta sulh, cihanda sulh). H εν λόγω αρχή αντικατόπτριζε, σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες έξι αρχές του Κεμαλισμού που υιοθετήθηκαν από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα την ίδια χρονιά, το όραμα του Κεμάλ για το νέο κράτος – αναφορικά με την εσωτερική αλλά και την εξωτερική πολιτική. Ουσιαστικά θεωρούσε ότι το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον της χώρας είναι αλληλένδετα, ενώ ιεραρχούσε την εσωτερική σταθερότητα και ειρήνη ως το θεμέλιο για μια επιτυχημένη εξωτερική πολιτική που θα συμβάλλει σε μια ειρηνική διεθνή τάξη. Πρόκειται για μια περίοδο όπου το τουρκικό κράτος ήταν ιδιαίτερα αδύναμο και ευάλωτο. Η εσωτερική σταθερότητα ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την ομάλή ανάπτυξή του. Προκειμένου να επιτύχει σε αυτό τον στόχο ο Κεμάλ υιοθέτησε, μεταξύ άλλων, μια μάλλον απομονωτική και ουδέτερη εξωτερική πολιτική.
Οι πικρές εμπειρίες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τα απανωτά χτυπήματα της περιόδου, από την Αραβική Εξέγερση του 1916 μέχρι την Ανακωχή του Μούδρου το 1918 και τη δοτή Συνθήκη των Σεβρών (1920) που διαμέλιζε την αυτοκρατορία, τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό του τουρκικού έθνους και δημιούργησαν φοβικά σύνδρομα τα οποία επηρεάζουν – στον ένα ή τον άλλο βαθμό – την τουρκική εξωτερική πολιτική μέχρι και σήμερα.
Έτσι, κατά τα πρώτα χρόνια του τουρκικου κράτους, ο Κεμάλ ακολούθησε μια “φιλειρηνική” προσέγγιση στο εξωτερικό, μια προσέγγιση καλής γειτονίας. Οι αντιλήψεις που συνέθεταν την προσέγγιση του Κεμάλ ήταν περίπλοκες και δημιουργούσαν αρκετές παραδοξότητες. Αφενός επιθυμούσε να εφαρμόσει ένα δυτικό μοντέλο εκσυγχρονισμού και να διατηρήσει καλές σχέσεις με την τότε Μεγάλη Δύναμη της Δύσης, τη Μεγάλη Βρετανία. Από την άλλη διατηρούσε μεγάλο βαθμό καχυποψίας προς την Βρετανία εξαιτίας του ρόλου που είχε παίξει στην οργάνωση της Αραβικής Εξέγερσης, στη στρατιωτική ήττα της αυτοκρατορίας (περιλαμβανομένης της επώδυνης ανακωχής του 1918) και στη σκληρή διαπραγμάτευση της Λωζάνης. Η στάση του Βρετανού διαπραγματευτή Λόρδου George Curzon στις διαπραγματεύσεις έχει μείνει χαραγμένη στη συλλογική μνήμη των τουρκικών πολιτικών ελίτ. Τα λόγια που επανέλαβε σε διάφορες περιστάσεις και με διάφορους τρόπους αναπαράγονται από Τούρκους πολιτικούς και διανοούμενους, από τον Ισμέτ Ινονού (διαπραγματευτή στη Λωζάνη) μέχρι και σήμερα: “Σημειώσαμε ό,τι έχουμε παραχωρήσει, αλλά θα τα πάρουμε πίσω το συντομότερο δυνατόν”. Υπό αυτό το πρίσμα η Μ. Βρετανία (και όχι μόνο) ήτανε μια δύναμη που περίμενε την Τουρκία “στη γωνία” για να πάρει πίσω όσα της είχε δώσει και να τη διαμελίσει για ακόμα μια φορά.
Αυτές οι ανησυχίες, μεταξύ άλλων, οδήγησαν τον Κεμάλ να βρει στήριγμα στη Ρωσία του Λένιν, ήδη από το 1921 και τη Συνθήκη της Μόσχας. Αργότερα, το 1925, Τουρκία και Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν το Σύμφωνο Μη Επιθετικότητας. Η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία στην Ιταλία το 1922 και η επιθετική εξωτερική του πολιτική έτσι όπως εκφράστηκε ιδιαίτερα μετά το 1927, δημιουργούν νέα ζητήματα ασφάλειας στην Τουρκία αλλά και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο Κεμάλ θέλοντας να διατηρήσει τη “φιλειρηνική” εξωτερική του πολιτική προσπαθεί τα επόμενα χρόνια να δημιουργήσει έναν δακτύλιο ασφαλείας μέσα από διάφορες συμφωνίες με κράτη της περιοχής από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο, μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η ανάγκη κατέστη ακόμα εντονότερη με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Παραδείγματα συμφωνιών στις οποίες συμμετείχε η Τουρκία είναι το Σύμφωνο Φιλίας με την Ελλάδα (1930), το Σύμφωνο των Βαλκανίων του 1934 με την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και την Ρουμανία, η Συνθήκη του Μοντρέ (1936) καθώς αργότερα και το Σύμφωνο Σαανταμπάντ (1937) με το Αφγανιστάν και το Ιράν. Στο παραπάνω πλέγμα περιλαμβάνονται και οι σχέσεις με τη Μ. Βρετανία (που είχε σφαίρα επιρροής στο Ιράκ μέχρι το 1932) και τη Γαλλία που διατηρούσε σφαίρα επιρροής στη Συρία.
Περίπου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Τουρκία επεδίωξε να τοποθετηθεί στο ενδιάμεσο μεταξύ του ανταγωνισμού μεταξύ Μ. Βρετανίας-Γαλλίας, αφενός, και Γερμανίας-Ιταλίας αφετέρου, ενώ ταυτόχρονα ήθελε να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, παρόλο που μετά τη Συνθήκη του Μοντρέ για τα Στενά αυτές επιδεινώθηκαν σημαντικά. Η πλάστιγγα είχε ξεκινήσει να γέρνει προς τη Δύση, αλλά η Άγκυρα ήταν ακόμα απρόθυμη να διαρρήξει τις σχέσεις της με τις ανταγωνιστικές δυνάμεις και συγκεκριμένα τη Γερμανία. Ωστόσο η προσέγγιση προς τη Δύση έγινε πιο εμφανής και είχε και κάποια αποτελέσματα, μεταξύ των οποίων και η συμφωνία Τουρκίας-Γαλλίας για το θέμα της Αλεξανδρέττας που η Τουρκία τελικά προσάρτησε το 1939. To Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας Τουρκίας-Μ. Βρετανίας-Γαλλίας που υπεγράφη το 1939 απετέλεσε ορόσημο για τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και την επιδείνωση των Τουρκο-Σοβιετικών Σχέσεων. Όμως το έτος 1939 και ο Β’ΠΠ είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί.
Υπάρχει μια συζήτηση στην βιβλιογραφία για την εν λόγω περίοδο (μέχρι το 1939), αναφορικά με το κατά πόσο η κεμαλική εξωτερική πολιτική ήταν εξαρχής φιλοδυτική ή αν κατέληξε εκεί εξαιτίας των απειλών ασφάλειας που αντιμετώπιζε. Ο γνωστός Τούρκος πολιτικός Νιχάτ Ερίμ, που διετέλεσε και πρωθυπουργός της χώρας, πίστευε ότι η πολιτική του Κεμάλ ήταν από την αρχή αφοσιωμένη στη Δύση. Ωστόσο η συμπεριφορά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής τα πρώτα 10 με 15 χρόνια δεν έδειχνε αυτό. Μάλιστα ένας καθαρός φιλοδυτικισμός στην εξωτερική πολιτική δεν έγινε εντελώς εμφανής μέχρι το τέλος του Β’ΠΠ. Άλλοι διαφωνούν με αυτή την προσέγγιση του Ερίμ, μεταξύ αυτών και ο γράφων. Φαίνεται ότι η Δύση ήταν πηγή έμπνευσης για τον Κεμάλ και το κεμαλικό κράτος, αλλά δεν υπήρχε η διάθεση της προσκόλλησης – τουλάχιστον όχι στην αρχή. Η στροφή ξεκίνησε να γίνεται όταν η Τουρκία απέκτησε κοινές απειλές ασφάλειας με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής και αργότερα με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Στις 30 Ιανουαρίου 2023, η Συμμαχία του Έθνους των έξι αντιπολιτευτικών κομμάτων στην Τουρκία, δημοσιοποίησε το προεκλογικό της μανιφέστο. Μεταξύ των πολλών άλλων που αναφέρει το «Κείμενο Συμφωνίας Κοινής Πολιτικής», κάνει λόγο για επιστροφή στην αρχή “ειρήνη στην πατρίδα, ειρήνη στον κόσμο” την οποία θεωρούν πως παραβίασε η διακυβέρνηση Ερντογάν. Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρουν την αποκατάσταση των σχέσεων καλής γειτονίας και των σχέσεων με τη Δύση. Τα έχει φέρει έτσι, όμως, η ειρωνία της Ιστορίας, που ο συνασπισμός των έξι, εφόσον εκλεγεί, θα έχει να αντιμετωπίσει μια παρόμοια (μολονότι με πολύ διαφορετικούς όρους) κατάσταση με αυτή που είχε ενώπιόν του ο Κεμάλ. Ο τελευταίος ήθελε μια φιλοδυτική μεν αλλά ουδέτερη εξωτερική πολιτική για λόγους εσωστρέφειας και εσωτερικής σταθερότητας. Ο Ερντογάν υιοθέτησε μια νέα μορφή – ένα προσωπείο, θα λέγαμε – ουδετερότητας που καθόλου ουδέτερη δεν είναι τελικά, ενώ έχει και πολύ διαφορετικά κίνητρα. Το ζητούμενο σε αυτή την περίπτωση δεν είναι η εσωστρέφεια αλλά η εξωστρέφεια. Δεν είναι ο απομονωτισμός αλλά η ενεργητικότητα. Δεν είναι η ανασφάλεια (μόνο) αλλά το αίσθημα του μεγαλείου και της εξάπλωσης. Και επίσης δεν πρόκειται για μια ουσιασιαστική ουδετερότητα αλλά για την ανέλιξη της χώρας στην κλίμακα της διεθνούς τάξης μέσα από τις ρωγμές της Δύσης και της Ανατολής.
Γνωρίζοντας και το ποιοι συμμετέχουν στην Συμμαχία του Έθνους, όταν η αντιπολίτευση αναφέρεται στη θεμελιακή αρχή του Κεμάλ, δεν αναφέρεται κατ’ ανάγκη στην αποκατάσταση μιας αποκλειστικής αφοσίωσης στη Δύση, ούτε στην επιστροφή του απομονωτισμού. Αναφέρεται στη διαχείριση των ανοιγμάτων που έκανε ο Ερντογάν και κατέστησαν τη χώρα ευάλωτη σε “επιβουλές ξένων κέντρων” (σύμφωνα με το φοβικό σύνδρομο που επηρέαζε και τον ίδιο τον Κεμάλ). Η νέα εξωτερική πολιτική που θα υιοθετήσει η αντιπολίτευση εαν εκλεγεί θα είναι και πάλι πολυδιάστατη. Δεν θα στραφεί εντελώς κατά της Ρωσίας. Απλώς θα παρουσιαστεί ηπιότερη έναντι των ΗΠΑ. Μάλιστα, δεδομένων των “κεκτημένων” της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, θα είναι πολύ δύσκολο να δούμε άμεσες και ουσιαστικές αλλαγές. Εξάλλου, η ερμηνεία της αντιπολίτευσης θα θεωρήσει πολλά από τα υφιστάμενα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής αναγκαία. Ίσως όχι για τους ίδιους λόγους που τα θεωρούσε ο Ερντογάν αναγκαία (δηλαδή της επέκτασης και της επιρροής) αλλά, τουλάχιστον, για την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Οι προεκτάσεις που έχει αυτή η συζήτηση για τα Ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό, τη Μέση Ανατολή και τις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης είναι μεγάλες και δεν υπάρχει εδώ ο χώρος να καλυφθούν επαρκώς. Ας είναι όμως αυτές οι γραμμές μια συμβολή στο πως σκεφτόμαστε για την Τουρκία της επόμενης μέρας. Την Νέα Τουρκία των 100 χρόνων από τη Συνθήκη της Λωζάνης, με ή χωρίς τον Ερντογάν στην εξουσία.
Του Ζήνωνα Τζιάρρα
Περισσότερα για την τουρκική εξωτερική πολιτική και το Σύνδρομο της Λωζάνης στο Turkish Foreign Policy: The Lausanne Syndrome in the Eastern Medtierranean and Middle East (Springer, 2022). Αναλυτικά για τον νέο διεθνή ρόλο της Τουρκίας στο Ζ. Τζιάρρας & Ν. Μούδουρος, Η Τουρκία ως Τρίτος Πόλος στη Νέα Διεθνής Τάξη (Εκδόσεις Παπαζήση, 2023).