Το Συριακό 7 Χρόνια Μετά: Προοπτικές Έκβασης και Επιπτώσεις για την Κύπρο

Αρθρο που δημοσιεύτηκε στο 41ο Τεύχος του περιοδικού “Εθνική Φρουρά & Ιστορία”(Ιανουάριος-Ιούνιος 2018, σσ.77-87).

Των Ιωάννου-Σωτήριου Ιωάννου & Ζήνωνα Τζιάρρα

Εισαγωγή

Από το 2015-2016 και έπειτα, ο συριακός πόλεμος έχει μπει σε μια νέα περίοδο που χαρακτηρίζεται τόσο από φάσεις οξείας κλιμάκωσης όσο και από ένα γεωπολιτικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» αναφορικά με τις διάφορες ζώνες σύγκρουσης και επιρροής. Αυτές οι τάσεις ενισχύθηκαν από τις αρχές του 2018 με τις τουρκικές επιχειρήσεις στον θύλακα Αφρίν στη βορειο-δυτική Συρία, τις εκτεταμένες επιχειρήσεις του συριακού καθεστώτος κατά των αντικαθεστωτικών δυνάμεων και του ISIS, την κρίση με αφορμή την φερόμενη χημική επίθεση, αλλά και στο σταδιακό «άνοιγμα» του μετώπου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν-Χεζμπολάχ-Συρία-Χαμάς.

Σε αυτό το κείμενο επιχειρούμε την ανάλυση των σημαντικότερων πτυχών του συριακού πολέμου έτσι όπως διαμορφώνονται, και την αντίκτυπό τους στην έκβαση του Συριακού γενικότερα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζουμε τον κομβικό ρόλο της επαρχίας Ίντλιμπ που βρίσκεται υπό τον έλεγχο αντικαθεστωτικών ομάδων και τις σχετικές εξελίξεις στο σαλαφιστικό τζιχαντιστικό κίνημα, την πολιτική της Τουρκίας, το Κουρδικό, τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ και Ρωσίας), και το κρίσιμο ζήτημα της υπερχείλισης του συριακού πολέμου στα υψίπεδα Γκολάν με την άμεση πλέον εμπλοκή του Ισραήλ και του Ιράν. Το κείμενο καταλήγει με κάποιες επισημάνσεις για τις επιπτώσεις που αυτές οι εξελίξεις μπορεί να έχουν στην Κύπρο.

Ενδο-τζιχαντιστικές Δυναμικές στο Ίντλιμπ 

H πτώση του Ίντλιμπ τον Μάρτιο του 2015 σηματοδότησε μια αλλαγή παραδείγματος για ολόκληρο τον πόλεμο της Συρίας οι συνέπειες της οποίας παραμένουν υψίστης σημασίας μέχρι τις μέρες μας. Η στρατηγικής σημασίας επαρχία του Ίντλιμπ, στα βορειοδυτικά της χώρας, στα σύνορα με την Τουρκία παραμένει μέχρι τις μέρες μας, και δεδομένης της επιβίωσης του καθεστώτος Άσαντ και της ανακατάληψης του συνόλου των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας, πόλεων (Χαλέπι, Ράκα, περίχωρα Δαμασκού κοκ) από τον συριακό στρατό, η γεωγραφική περιοχή η οποία θα σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους του συριακού εμφυλίου μετά από τόσα χρόνια. Η σημασία του Ίντλιμπ προσδίδει στην ανάλυση του Συριακού πολύ χρήσιμα συμπεράσματα τόσο για την φύση του σουνιτικού εξτρεμισμού αλλά και τον χαρακτήρα του σύγχρονου σαλαφιστικού παγκόσμιου τζιχαντισμού όσο και για τις γεωπολιτικές βλέψεις της Τουρκίας στη μεταπολεμική Συρία –ιδίως μετά το πέρας των επιχειρήσεων «Ασπίδα του Ευφράτη» και «Κλάδος Ελαίας» το 2017 και 2018, αντίστοιχα.

Χάρτης 1

Από την αλ Κάιντα στο ISIS

Στο Ίντλιμπ χωρίς υπερβολή γεννήθηκαν όλες οι σύγχρονες εκφράσεις του σαλαφιστικού τζιχαντισμού που αργότερα έδωσαν σάρκα και οστά στην ιδεολογική σχηματοποίηση και οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS ή Daesh) όπως το γνωρίσαμε από την βαρβαρική του δράση, σε Συρία και Ιράκ, την τριετία 2014-2017. Η επικράτηση της βίας μέσω της εμπέδωσης του εμφυλίου πολέμου, η άνοδος στην επιφάνεια σεκταριστικών δυναμικών μεταξύ σουνιτικών και σιιτικών πληθυσμών και οι γεωπολιτικές δυναμικές της περιφερειακής ατζέντας εξωτερικών δρώντων γέννησαν, τον Ιανουάριο του 2012, το Μέτωπο αλ Νούσρα (Jabhat al Nusra) ως το συριακό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ (ISI) των διαβόητων Abu Musab al-Zarqawi και Abu Ayyub al-Masri –αμφότερων ιδεολόγων της «ιστορικής» τρομοκρατικής οργάνωσης της αλ Κάιντα (σ.σ. του τοπικού παρατήματος του Ιράκ). Η απόσχιση ξένων εθελοντών μαχητών, κυρίως Ιρακινών, με μια περισσότερη εξτρεμιστική αντίληψη σε σχέση με τους στρατηγικούς στόχους επιβολής ενός «ισλαμικού κράτους» οδήγησε στη πρώτη διάσπαση του Μετώπου αλ Νούσρα από το οποίο ξεπήδησε, μετά το 2013-2014, το ISIS ή ISIL (Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε). Ωστόσο η μητρική οργάνωση της αλ Κάιντα διατήρησε την επιχειρησιακή της αυτονομία με τον Abu Muhammad al-Jawlani να αναδεικνύεται σε μια ηγετική, τοπική μορφή, του συριακού τζιχαντισμού η οποία επιδίωξε τους δικούς της ξεχωριστούς στρατηγικούς στόχους στο κατακερματισμένο υποσύστημα της βορειο-δυτικής Συρίας.

Περαιτέρω Διασπάσεις

Η ρωσική επέμβαση στη Συρία τον Σεπτέμβριο του 2015 οδήγησε στην αλλαγή της τύχης του πολέμου και στην ανάκαμψη του καθεστώτος Άσαντ ιδίως μετά την ανακατάληψη του Χαλεπιού τον Δεκέμβριο του 2016. Η επιχειρησιακή αυτή αλλαγή και το πλήγμα στην συριακή, σουνιτική, ένοπλη αντιπολίτευση οδήγησε σε περαιτέρω διασπάσεις του τζιχαντιστικού κινήματος της Συρίας. Εν συντομία το Μέτωπο αλ Νούσρα ουσιαστικά «άλλαξε branding» (σσ. προφίλ) προκειμένου να μην ταυτίζεται με την αλ Κάιντα. Τον Ιούνιο του 2016, το Μέτωπο αλ Νούσρα μετατράπηκε στην Jabhat Fatah al-Sham (JFS) για να μετατραπεί, έξι μήνες αργότερα, στην Hay’at Tahrir al-Sham (HTS). Αυτή η ιδεολογική μετατροπή δεν πρέπει να αποπροσανατολίσει από το γεγονός ότι η οργάνωση δεν έπαψε να είναι αλ Κάιντα. Αντικατοπτρίζει όμως δυναμικές, τακτικισμούς και στρατηγικές που συνδέονται με την παγκόσμια πρόσληψη αυτού που ονομάζεται παγκόσμιος σαλαφιστικός τζιχαντισμός και σχετίζεται με: α. τοπικές ιδιαιτερότητες (τοπική νομιμοποίηση, σχέση με άλλες σουνιτικές ένοπλες οργανώσεις, αλληλεπίδραση με τοπικές κοινωνίες με έντονα φυλετικά χαρακτηριστικά κοκ), β. περιφερειακές ανακατατάξεις (στήριξη μητρικής οργάνωσης της αλ Κάιντα, χρηματοδοτήσεις από επιμέρους κύκλους αραβικών χωρών και χωρών του Κόλπου, σχέσεις με την Τουρκία κοκ), και γ. την ιστορική εμπειρία –σε μεγάλο βαθμό αποτυχημένη- των περασμένων χρόνων σε Λιβύη, Υεμένη, αφρικανική ήπειρο και Ιράκ ως προς την επικράτηση ενός «ισλαμικού χαλιφάτου» από την αλ Κάιντα.

Μέχρι την στιγμή που γράφονταν αυτές εδώ οι γραμμές η περαιτέρω διάσπαση της αλ Κάιντα, με τις μορφές και το branding που επανεμφανίστηκε στη Συρία, έχει καταλήξει στην οργάνωση της Hurras al-Deen, δυναμικότητας 2-3.000 μαχητών, η οποία από τον Φεβρουάριο του 2018 αντικατοπτρίζει την «αυθεντική έκφραση» των πιουριστών-ιδεολόγων της αλ Κάιντα. Η Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) του al-Jawlani παραμένει μια οργάνωση σε σμίκρυνση με τοπική ατζέντα ενώ η ενοποίηση κατακερματισμένων οργανώσεων σαλαφιστικής ιδεολογίας, όπως η Ahrar al Sham και το Μέτωπο αλ Ζίνκι (συναποτελούν την FLS ήτοι το Syrian Liberation Front) υποδηλώνει ότι παρά τις ενδοτζιχαντιστικές κόντρες και διασπάσεις, το Ίντλιμπ, που βρίσκεται εγγύτερα γεωγραφικά στην ανατολική Μεσόγειο, παραμένει και ίσως παραμείνει για αρκετό διάστημα ανεξαρτήτως της τύχης του σε σχέση με τις εξελίξεις του συριακού εμφυλίου, ένα επιχειρησιακό, ιδεολογικά και σε πρακτικό επίπεδο, κέντρο σουνιτικού εξτρεμισμού. Η αποτύπωση του οποίου θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε κλασική πρακτική τρομοκρατικών χτυπημάτων προς τις χώρες της περιοχής ή της Ευρώπης εν γένει, στο προσεχές μέλλον.

Η Πολιτική της Τουρκίας και οι Διεθνείς Δυναμικές

Η ιδεολογική λειτουργική των διαφόρων εκφράσεων του σουνιτικού εξτρεμισμού –είτε πρόκειται για την ιδεολογία της αλ Κάιντα (ή του Ισλαμικού Κράτους), τις εκφάνσεις της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας (ΜΑ), τον «Σουρουρισμό»[1] ή το ευρύ ρεύμα του παγκόσμιου σαλαφιστικού τζιχαντισμού– στη Συρία αποτέλεσε εργαλείο για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην περιοχή για την διατήρηση ισορροπιών επί του συριακού εδάφους αλλά και εργαλειακή πτυχή για την μετά το 2016 επεμβατική της πολιτική στη βάση του αφηγήματος της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας. Η χρήση ένοπλων οργανώσεων όπως η Ahrar al Sham από την Τουρκία σε ρόλο τοπικών αντιπροσώπων (proxies) εναντίον των Κούρδων μαχητών του PYD/YPG και των μικτών αραβοκουρδικών SDF (Syrian Democratic Forces), αλλά και του Συριακού Στρατού και των συμμάχων του, προσέθεσε πολιτική και στρατηγική υπεραξία.

Ωστόσο, η ιδεολογική συγγένεια, στη βάση της λογικής των συγκοινωνούντων δοχείων, μεταξύ όλων αυτών των οργανώσεων εγκυμονεί κινδύνους στο εγγύς μέλλον τόσο για την Τουρκία όσο και για ολόκληρο το υποσύστημα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η συνένωση όλων αυτών των κατακερματισμέων ενόπλων φραξιών σε ένα νέου τύπου Ισλαμικό Κράτος (στη λογική ενός ISIS 2.0) ή σε μια αλ Κάιντα με έδρα όχι τα απομακρυσμένα βουνά του Αφγανιστάν αλλά την Συρία, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και θέτει νέα διλήμματα ασφάλειας, καθώς και προκλήσεις –μη εξαιρουμένης της Κύπρου αλλά και των κατεχομένων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ).

Και ενώ η έκβαση της μάχης στο Ίντλιμπ είναι κάτι που θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε, με αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο Τουρκία, Ρωσία και Συρία να καταλήξουν σε μια μέση εδαφική λύση η οποία θα εξυπηρετεί και τις τρείς, είναι ξεκάθαρο ότι οι αντικαθεστωτικές ομάδες-αντιπρόσωποι της  Τουρκίας αποτελούν διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της τελευταίας. Αυτό έγινε ξεκάθαρο, αφενός όταν η Τουρκία συναίνεσε να αποσύρει τις αντικαθεστωτικές της ομάδες από το Χαλέπι το 2016[2] με ανταλλαγή την ανενόχλητη επέμβασή της στη βόρεια Συρία (στη ζώνη μεταξύ Jarablus και Azaz), και αφετέρου όταν με αφορμή την επέμβασή της στον κουρδικό θύλακα Αφρίν[3] έκανε τα στραβά μάτια στις επιθέσεις της Ρωσίας και του καθεστώτος Άσαντ κατά των αντικαθεστωτικών ομάδων στο Ίντλιμπ (βλ. χάρτη πιο κάτω).[4]

Χάρτης 2

Το Κουρδικό

Η τουρκική στρατηγική εργαλειοποίησης διάφορων αντικαθεστωτικών ομάδων για την ανατροπή του καθεστώτος Μπασάρ αλ Άσαντ υπήρξε, εκ των πραγμάτων, αποτυχημένη. Πλέον, η Άγκυρα επικεντρώνει την πολιτική της στην εκδίωξη των κουρδικών δυνάμεων (YPG/PYD και SDF) από το τουρκο-συριακό σύνορο και, κατ’ επέκταση, στην δημιουργία ζωνών ασφαλείας και επιρροής στη βόρεια Συρία. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει δύο στόχους: α. τον περιορισμό, και αν είναι δυνατόν την ακύρωση, των κουρδικών φιλοδοξιών για δημιουργία κρατιδίου και έξοδο στη Μεσόγειο, και β. την απόκτηση λόγου και ρόλου στις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Συρίας.

Κρίσιμα σημεία για την Τουρκία, αναφορικά με το Κουρδικό στη Συρία, παραμένουν η πόλη Manbij δυτικά του Ευφράτη και η βορειο-ανατολική Συρία. Η Άγκυρα θέλει διακαώς την απόσυρση των κουρδικών δυνάμεων από την Manbij και, κατ’ ελάχιστον, την δημιουργία ζώνης ασφαλείας στο σύνορο με την Συρία στα βορειο-ανατολικά (βλ. χάρτη πιο κάτω). Τουρκία και ΗΠΑ βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις σχετικά με την Manbij, όπου υπάρχουν αναπτυγμένες αμερικάνικες δυνάμεις. Υπάρχει ήδη κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ των δύο για εφαρμογή «οδικού χάρτη» σχετικά με το καθεστώς ασφαλείας της Manbij. Μεταξύ άλλων, στόχος του οδικού χάρτη, σύμφωνα με το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, αποτελεί η απόσυρση του YPG από την Manbij και η μετακίνησή του στα ανατολικά του Ευφράτη.[5]

Χάρτης 3

Από αυτή την άποψη, είναι πιθανόν το Αφρίν και η Manbij να έχουν λειτουργήσει ως ανταλλάγματα που δόθηκαν στην Τουρκία για να συμβιβαστεί με την ύπαρξη κουρδικού κρατιδίου ανατολικά του Ευφράτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δυναμικές του Συριακού γενικότερα δεν μπορούν να ανατρέψουν τη συμφωνία. Γι’ αυτό το λόγο, η Τουρκία λαμβάνει τα δικά της μέτρα με συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων στο νότιο και νοτιο-ανατολικό της σύνορο, όπως επίσης και στο βόρειο Ιράκ, στα σύνορα με τη Συρία. Η είσοδος των τουρκικών δυνάμεων στο βόρειο Ιράκ στόχευε να χτυπήσει τις θέσεις του αυτονομιστικού Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν (PKK) στην περιοχή Sinjar.

Και παρόλο που το PKK αποχώρησε από το Sinjar για να αποφευχθεί η σύγκρουση και να ακυρωθεί το πρόσχημα που χρησιμοποίησε η Τουρκία, οι τουρκικές δυνάμεις παρέμειναν. Η παρουσία τους εκεί επιτρέπει δυνητικά στην Τουρκία να εξαπολύσει επίθεση στους Κούρδους της βορειο-ανατολικής Συρίας σε τρία μέτωπα (βλ. χάρτη πιο κάτω): α. από δυτικά και τις περιοχές που ελέγχει (μεταξύ Jarablus και Azaz) με τις δυνάμεις της «Ασπίδας του Ευφράτη», β. από βόρεια, στα ανατολικά του Ευφράτη, μέσα από την Τουρκία, και γ. από ανατολικά, από το βόρειο Ιράκ. Πρόσχημα για τις επιχειρήσεις θα μπορούσε να αποτελέσει και η καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους που διατηρεί ακόμα παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Deir ez-Zor στα σύνορα Συρίας-βορείου Ιράκ.

Χάρτης 4

Οι Περιφερειακές και Διεθνείς Δυναμικές

Τρία αλληλένδετα στοιχεία έχουν επιτρέψει στην Τουρκία να αναχθεί σε παίκτη-κλειδί για τις εξελίξεις στην Συρία και για την πολιτική των περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων στην περιοχή: η θέση της, η ισχύς της, και η δράση της. Η τουρκική στρατηγική στη Συρία είναι ένας συνδυασμός αμυντικής και επιθετικής προσέγγισης. Από αμυντικής άποψης τόσο το Κουρδικό όσο και το Ισλαμικό Κράτος (ή άλλα τζιχαντιστικά κινήματα στη Συρία) αποτελούν απειλές στην τουρκική εθνική ασφάλεια που πρέπει να απαλειφθούν ή να τύχουν διαχείρισης. Ωστόσο η διαχείριση στην οποία προβαίνει η Τουρκία έχει επιθετικό χαρακτήρα, και αυτό φάνηκε με τις επιχειρήσεις εντός των συριακών εδαφών αλλά και εντός τουρκικού εδάφους, στις κουρδικές περιοχές της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας, ιδιαίτερα από το 2015. Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, η επιθετική της στρατηγική αποσκοπεί και στην προβολή επιρροής εντός της Συρίας με σκοπό την αποκόμιση γεωπολιτικών αλλά και διπλωματικών οφελών.

Μέσα λοιπόν από αυτή τη διαδικασία η Τουρκία έχει καταφέρει να συνδιαλέγεται με τον άξονα Ρωσία-Συρία-Ιράν (ο οποίος αντιμετωπίζει τα δικά του προβλήματα) αλλά και με την Δύση (το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά κράτη). Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία έχει αναδειχθεί ως ένας «τρίτος πόλος», δηλαδή ένα κράτος το οποίο δεν προσαρμόζεται ή συμμορφώνεται με τα αυστηρά πλαίσια του ενός (δυτικού) ή του άλλου (φιλο-ρωσικού) στρατοπέδου.[6] Αντιθέτως, προσπαθεί ευκαιριακά να κεφαλαιοποιήσει τις σχέσεις τις και με τα δύο, μέσα από μια πολύπολοκη διαδικασία «πάρε-δώσε», η οποία εν τέλει επιδιώκει την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Τα δύο στρατόπεδα αντιλαμβάνονται τον ρόλο της Τουρκίας όπως αντιλαμβάνονται και την ανάγκη προσεταιρισμού της Τουρκίας ως μέσο δημιουργίας κόστους στο απέναντι στρατόπεδο.

Για την Ρωσία, οι διάφορες οικονομικές, ενεργειακές και στρατιωτικές σχέσεις με την Τουρκία λειτουργούν διασπαστικά στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Από την άλλη, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να μην σπρώξουν περισσότερο την Τουρκία στην αγκαλιά της Μόσχας. Εξ ου και η δήλωση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, τον Μάιο του 2018: «Θέλουμε η συμπεριφορά τους να αντικατοπτρίζει τους σκοπούς του ΝΑΤΟ, και αυτό ακριβώς είναι που προσπαθούμε να κάνουμε: Να τους κάνουμε να επανενταχθούν στο ΝΑΤΟ, κατά κάποιον τρόπο, με τις πράξεις τους, σύμφωνα με αυτά που προσπαθούμε να πετύχουμε στο ΝΑΤΟ. Και να μην προβαίνουν σε ενέργειες που υπονομεύουν τις προσπάθειές του».[7] Είναι φανερό ότι οι προσπάθειες των Αμερικανών περιλαμβάνουν μια προσέγγιση «καρότου-μαστίγιου», καθότι αντιλαμβάνονται την ανάγκη αλλά και τους κινδύνους που ενέχει η αποθράσυνση της Τουρκίας.

Εκτός από την Τουρκία που έχει παρουσία δια αντιπροσώπων –και όχι μόνο– στα βόρεια και βορειο-δυτικά, στο συγκρουσιακό τοπίο της Συρίας που σιγά-σιγά ξεκαθαρίζει, βασικό ρόλο έχουν και άλλοι παίκτες. Η σφαίρα επιρροής της Ρωσίας βρίσκεται στην κεντρική και δυτική Συρία με το ενδιαφέρον της να επικεντρώνεται ιδιαίτερα στα παράλια και την επαρχία της Λατάκιας όπου βρίσκονται οι βάσεις της. Η Manbij και οι περιοχές ανατολικά του Ευφράτη βρίσκονται στην Αμερικανική σφαίρα επιρροής με την βοήθεια και των κουρδικών δυνάμεων του SDF. Το Συριακό καθεστώς έχει καταφέρει καίριες νίκες –τόσο στρατιωτικά όσο και διαπραγματευτικά– εκκαθαρίζοντας τους αντικαθεστωτικούς θύλακες στα περίχωρα της Δαμασκού και της Χομς, ενώ πλέον στρέφει το βλέμμα με περισσότερη προσοχή στις αντικαθεστωτικές δυνάμεις του Ίντλιμπ και της Νταρά (Daraa). Ταυτόχρονα, η Χεζμπολάχ του Λιβάνου και το Ιράν έχουν διεισδύσει και εδραιωθεί στρατιωτικά στη Συρία και ιδιαίτερα στα νότια, σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο. Ένα γεγονός το οποίο, εκτός από την προφανή ένταση που δημιουργεί μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, περιπλέκει τις σχέσεις της Ρωσίας με το δίπολο Ιράν-Συρία.

Συνεπώς, αν και φαίνεται ότι ο συριακός πόλεμος οδεύει προς μια συνολική διευθέτηση, υπάρχουν ακόμα ανοιχτά θέματα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον εκτροχιάσουν και να ξεκινήσουν ένα νέο κύκλο –ίσως και πιο γενικευμένης– βίας. Σαφέστατα, το πιο κρίσιμο μέτωπο εξ αυτών είναι αυτό που ανοίγει με την «υπερχείλιση» του συριακού πολέμου στα Υψίπεδα του Γκολάν.

Γκολάν και Συριακή Υπερχείλιση

Το υποσύστημα των Υψιπέδων του Γκολάν και η υπερχείλιση του συριακού εμφυλίου στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ αποτελούν έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο όπου δεσπόζει, με τερέν αντιπαράθεσης τα συριακή εδάφη, μια διαφορετική αναμέτρηση: Αυτή μεταξύ Ισραήλ-Χεζμπολάχ του Λιβάνου και ιρανικών δυνάμεων επί συριακού εδάφους (κυρίως των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης). Για το Ισραήλ αυτή ακριβώς η κατάσταση, στα περίχωρα της Δαμασκού, μόλις λίγο πέραν των 60χλμ από τις θέσεις της 91ης Μεραρχίας των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων («Μεραρχία Γαλιλαία»), χτυπά ένα καμπανάκι: Δεν αρκεί, για την ισραηλινή στρατηγική να απαντηθεί το ερώτημα «είμαστε με τον Άσαντ ή εναντίον». Και η κατάσταση, στην άλλη πλευρά των συνόρων, δεν θυμίζει αυτή του 1967 (σ.σ. όπου το Ισραήλ κατέλαβε τα Υψίπεδα του Γκολάν για να αιφνιδιαστεί ξανά στον πόλεμο του 1973). Δεν αρκεί πλέον να γνωρίζει κανείς το όνομα του αρχηγού του γενικού επιτελείου του συριακού στρατού, μιας και η κατάσταση παραμένει τόσο ρευστή που τα πράγματα στο έδαφος αλλάζουν, μέρα με την μέρα. Προκύπτει ωστόσο μια υπαρξιακή απειλή. Η δράση της Χεζμπολάχ αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο από την ύπαρξη της ίδιας της αλ Κάιντα κοντά στα ισραηλινά σύνορα. Και αυτή η αντίληψη επικράτησε, δικαιώνοντας τις αρχικές εκτιμήσεις της ισραηλινής στρατηγικής, μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 και την επέμβαση της Ρωσίας.

Η Τεχεράνη αναζητεί ακόμη ένα θεαματικό χτύπημα στο Ισραήλ προκειμένου να εκτονώσει, στο εσωτερικό της, την κρίση που προκύπτει από τις νέες αμερικανικές κυρώσεις λόγω της απόφασης του Τραμπ να αποσυρθεί από την συμφωνία για τα πυρηνικά (το Joint Comprehensive Plan of Action ή συμφωνία «P5+1»). Η τρέχουσα κρίση μπορεί να ιδωθεί με βάση τα εξής χαρακτηριστικά: α. Αποτελεί ένα κλασικό tit for tat με το Ισραήλ να επεκτείνει την πολιτική δημιουργίας μιας ζώνης ασφάλειας (safe zone phase II) βαθύτερα στη συριακή επικράτεια, σε σχέση με τα Υψίπεδα του Γκολάν. β. Έρχεται σε μια στιγμή που η Χεζμπολάχ «πολιτικοποιείται» περαιτέρω μετά την επικράτηση της στις εκλογές του Λιβάνου, έχει ισχυροποιήσει το βαλλιστικό της οπλοστάσιο σε σχέση με το 2006, αλλά δεν παύει να βρίσκεται και σε κρίση λόγω των απωλειών της σε έμψυχο δυναμικό στη Συρία. γ. Αντικατοπτρίζει τις πραγματικότητες στο συριακό έδαφος με το καθεστώς Άσαντ να αναβαθμίζεται ως προς τις δυνατότητες αεράμυνας, να επιθυμεί μια τελική έκβαση του Συριακού, ιδίως αν ο Άσαντ ελέγξει και τα εδάφη της βορειοδυτικής Συρίας. Και, τέλος, δ. τα Υψίπεδα του Γκολάν δεν παύουν να αποτελούν ένα βολικό αφήγημα για το καθεστώς Άσαντ (μιας και το Ισραήλ τα κατέχει από το 1967) σε περίπτωση διαπραγμάτευσης μιας πολιτικής μετάβασης της χώρας μεταπολεμικά. Το σχήμα εδώ θα μπορούσε να μεταφραστεί, πρακτικά, ως «καμιά αξίωση επί των Γκολάν με αντάλλαγμα ένα σχήμα μακροχρόνιας ειρήνης».

Αναζητώντας Buffer

Tο πραγματικό διπλωματικό και γεωπολιτικό παίγνιο που θα εξελιχθεί τους επόμενους μήνες, αν αναλογιστεί κανείς τον αντικειμενικό στόχο του Ισραήλ στα Γκολάν, εδράζεται στην εκδίωξη της Χεζμπολάχ πέραν των επαρχιών της Κουνέιτρα και της Νταρά. Στα όρια της Χάμα. Κοιτώντας το χάρτη αυτό πρακτικά σημαίνει την δημιουργία μιας ζώνης ασφάλειας (buffer zone) 40 και πλέον χιλιομέτρων. Επί τούτου η Μόσχα θα είχε μια εντελώς διαφορετική γνώμη. Κι επιπλέον δεδομένης της επιχειρησιακής ιστορίας της Χεζμπολάχ ένα σενάριο αντιποίνων θα μπορούσε κάλλιστα να επισυμβεί σε μια ισραηλινή πρεσβεία σε χώρα της Λατινικής Αμερικής (σ.σ. κάτι που θα έπρεπε να απασχολήσει σε επίπεδο ασφάλειας την Λευκωσία αλλά και την Αθήνα λόγω και των σχημάτων της τριμερούς διπλωματίας). Το μόνο σίγουρο συμπέρασμα πάντως είναι το γεγονός πως τα Υψίπεδα του Γκολάν αποτελούν ένα κομμάτι συνόρων που αν και παρέμειναν για δεκαετίες «ήσυχα» επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο ως εστία εντάσεων.

Χάρτης 5

Επίλογος: Συνέπειες για την Κύπρο

Μια πιθανή κλιμάκωση στη Γάζα αλλά και στον ανταγωνισμό ισχύος Ιράν-Ισραήλ με φόντο τη Συρία και το υποσύστημα του Γκολάν οφείλει να απασχολήσει την Κύπρο για τρεις βασικούς λόγους: α. Σε επίπεδο αρχών, μιας και ανεξαρτήτως των άριστων σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ τα Υψίπεδα του Γκολάν δεν αποτελούν απλά κατεχόμενα εδάφη (όπως η Γάζα και η Δυτική Όχθη) αλλά περιοχή που το Ισραήλ έχει αποσχίσει, το 1981, de facto. Η τύχη των εν λόγω εδαφών θα κριθεί με τη συνολική έκβαση του Συριακού και η σημασία τους, για λόγους γεωπολιτικής της ενέργειας, είναι τεράστια. β. Σε περίπτωση κλιμάκωσης Ιράν-Ισραήλ, ο γειτονικός Λίβανος θα αποτελούσε πεδίο αντιπαράθεσης σε μια πολεμική σύγκρουση με τη Χεζμπολάχ, τύπου 2006. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει ένα νέο προσφυγικό κύμα από τον Λίβανο προς την Ευρώπη (σ.σ. ο Λίβανος φιλοξενεί 1.2 εκατ. Σύρους πρόσφυγες) με την Κύπρο, λόγω εγγύτητας, να αποτελεί πιθανό πεδίο υποδοχής πληθυσμών. γ. Ενεργειακά: Η διαφωνία Ισραήλ-Λιβάνου για το θαλάσσιο τεμάχιο «9» της λιβανικής ΑΟΖ (όπου δραστηριοποιείται η κοινοπραξία TOTAL-Eni-Novatek) θα μπορούσε μελλοντικά να αποτελέσει μια εστία περισσότερων εντάσεων στη ΝΑ Μεσογείου, πέραν των τουρκικών ενεργειών στην κυπριακή ΑΟΖ, περιπλέκοντας περισσότερο τη μεγάλη εικόνα των ενεργειακών σχεδιασμών της περιοχής. Kαι, δ. πτυχές ασφάλειας: Δεδομένου ότι η Κύπρος έχει υπάρξει στο παρελθόν σημείο ενδιαφέροντος για δραστηριότητες της σιιτικής Χεζμπολάχ, μια κλιμάκωση στο Λίβανο θα μπορούσε να καταστήσει την Κύπρο πιθανό πεδίο εκδήλωσης τρομοκρατικών ενεργειών, ως αντίποινα σε ενέργειες του Ισραήλ, δεδομένης και της συχνής παρουσίας Ισραηλινών τουριστών.

Στην περίπτωση του σουνιτικού εξτρεμισμού αλλά και του ρόλου της Τουρκίας στην υποστήριξη, πολιτική, σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας αλλά και ιδεολογικά, διαφόρων ενόπλων οργανώσεων της συριακής σουνιτικής αντιπολίτευσης, το ζήτημα χρήζει περαιτέρω προσοχής και ετοιμότητας δεδομένης της ύπαρξης μεγάλης κοινότητας Σύρων στη Κύπρο αλλά και λόγω πιθανής χρήσης των κατεχομένων εδαφών της ΚΔ ως διαμετακομιστικού κόμβου για την κινητικότητα μαχητών ή τρομοκρατών από και προς την Συρία. Επί τούτου, οι αρχές ασφάλειας της ΚΔ αλλά και η Εθνική Φρουρά ως θεματοφύλακας της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της ΚΔ οφείλουν να διασφαλίσουν: α. Την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της ΕΦ από πιθανές ενέργειες υπονόμευσης, δολιοφθοράς ή οργανωμένης κλοπής πολεμικού υλικού, β. την ασφάλεια των στρατοπέδων, ιδίως σε περιπτώσεις όπου καθήκοντα εκτελούν οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες, εθνοφρουροί και εθνοφύλακες, ή αν τα στρατόπεδα βρίσκονται εντός αστικών, κατοικημένων τόπων, και γ. την ευέλικτη ανάπτυξη σε επιχειρησιακό επίπεδο μηχανοκίνητων μονάδων της ΕΦ για διαχείριση ή αντιμετώπιση συμβάντων ισλαμικής τρομοκρατίας που θα μπορούσαν να επισυμβούν επί κυπριακού εδάφους. Επί τούτου η περίπτωση των συμβάντων στο αεροδρόμιο της Λάρνακας το 1978 πρέπει να αποτελεί περιπτωσιολογία που να διδάσκεται, σε τακτικό, επιχειρησιακό και ιστορικό υπόβαθρο, στα στελέχη (αξιωματικούς και ΣΥΟΠ) της ΕΦ.

Υποσημειώσεις

[1] O Μοχάμεντ Σουρούρ, Σύρος επιφανής θεωρητικός της ΜΑ που συνδύασε την πρακτική της Αδελφότητας με μια πολιτική έκφραση του ιδεολογικού ρεύματος του σαουδαραβικού Ουαχαμπιστικού Ισλάμ.

[2] Nick Tattersall και Humeyra Pamuk, “After Aleppo, a chapter closes on Turkey’s ambitions in Syria,” Reuters (15/12/2016), στο https://www.reuters.com/article/us-mideast-crisis-syria-turkey-idUSKBN14422U.

[3] Για περισσότερα σχετικά με την επέμβαση στο Αφρίν βλ., Ζήνωνας Τζιάρρας και Νικόλαος Παούνης, «Γιατί το Αφρίν δεν έγινε το Βιετνάμ της Τουρκία», Liberal.gr (20/03/2018), στο https://www.liberal.gr/arthro/195675/amyna–diplomatia/2018/giati-to-afrin-den-egine-to-bietnam-tis-tourkias.html.

[4] “Syrian regime moves on Idlib, but Eastern Ghouta leaves Damascus vulnerable,” TheNewArab (07/01/2018), στο https://www.alaraby.co.uk/english/indepth/2018/1/7/assad-moves-on-idlib-but-ghouta-leaves-regime-vulnerable.

[5][5] Serkan Demirtaş, “Turkey, US agree to approve roadmap on Syria,” Hürriyet Daily News (27/04/2018), στο http://www.hurriyetdailynews.com/turkey-us-agree-to-approve-roadmap-on-syria-131014.

[6] Για περισσότερα βλ., Ζήνωνας Τζιάρρας, «Η Τουρκία ως ‘Τρίτος Πόλος’ στη Μέση Ανατολή», Foreign Affairs Hellenic Edition (20/07/2016), στο https://www.foreignaffairs.gr/articles/70893/zinonas-tziarras/i-toyrkia-os-%C2%ABtritos-polos%C2%BB-stin-mesi-anatoli?page=show.

[7] Joel Gehrke, “Pompeo: Turkey needs to ‘rejoin NATO’,” Washington Examiner (23/05/2018), στο https://www.washingtonexaminer.com/policy/defense-national-security/pompeo-turkey-needs-to-rejoin-nato.

Leave a Reply