Πέραν των Μακρόν, Ορούτς Ρεΐς και Αγίας Σοφίας

Μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές εδώ οι γραμμές το Ορούτς Ρεΐς και τα συνοδευτικά του πλοία Ataman και Cengiz Han παρέμεναν στο λιμάνι της Αττάλειας – σε μια εξέλιξη που παρά τα όσα γράφτηκαν, αναπαρήχθησαν ή συζητήθηκαν δεν οδήγησε σε ένα θερμό επεισόδιο νοτίως του Καστελόριζου. Αν απομονώσουμε από τη μεγάλη εικόνα του ανταγωνισμού ισχύος της περιοχής τους συμβολισμούς, τον συναισθηματισμό -κάθε φορά που Ελλάδα και Τουρκία φτάνουν σε σημείο θερμής αντιπαράθεσης- και τον ευσεβοποθισμό, αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως η Τουρκία με τη στρατηγική της προσέγγιση ως προς τον αναθεωρητισμό της στην Ανατολική Μεσόγειο, από την Κύπρο μέχρι τη Συρία και τη Λιβύη, έχει δημιουργήσει ένα momentum η έκβαση του οποίου έχει διαχωρίσει ουσιαστικά το Κυπριακό από τα ελληνοτουρκικά. Τι σημαίνει αυτό όμως πρακτικά;

Το Καστελόριζο

Συντηρώντας την ένταση νοτίως του Καστελόριζου, η Τουρκία επιχειρεί και να αποστείλει τα ισχυρά μηνύματα της αναθεωρητικής της πολιτικής στην περιοχή αλλά και να εμπλέξει την Αθήνα σε έναν διαπραγματευτικό διάλογο – που υπό το βάρος των ενεργειών της και της πρόσληψής τους σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο θα της προσθέσει υπεραξία στον τρόπο με τον οποίο, δυνητικά, θα προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου. Η Τουρκία του Ερντογάν όχι μόνο διδάχτηκε από την κρίση του Barbaros στο Καστελόριζο το 2018, αλλά, πανέξυπνα, δεσμεύει μια περιοχή νοτίως του συμπλέγματος του 28ου παράλληλου για να «παίξει» κινούμενη στα όρια μιας νοητής μέσης γραμμής -που αποτελεί και την κύρια διαφωνία σε μια μελλοντική οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών Ελλάδας – Τουρκίας. Η Άγκυρα ωστόσο έστειλε κι ένα ισχυρότερο μήνυμα στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στα κράτη της περιοχής: Προβοκάροντας την Ελλάδα γνωρίζει ότι για μια σειρά από λόγους, σε αντίθεση με το Κυπριακό, η διπλωματική εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα θα είναι διαφορετική και θα μπορούσε να οδηγήσει τον διάλογο σε πράξη απτών αποτελεσμάτων. Αυτό διαφάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα δεσμεύτηκε ουσιαστικά ενώπιον του Βερολίνου, στο πλαίσιο των back channels της διπλωματικής επικοινωνίας που έθεσε εκεί για μη αποστολή ερευνητικού πλοίου στην περιοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου, εντάσσοντας ουσιαστικά τη διεκδίκησή της εκεί σε ένα νέο πακέτο με την Ελλάδα.

Αυτό ακριβώς δείχνει να συμβαίνει παράλληλα με μια αναπροσαρμογή της πάγιας μεθόδου της για «πακετοποίηση ελληνοτουρκικών / Κυπριακού», εξέλιξη που καταδεικνύει: α) ότι όντως εννοεί την αλλαγή του στάτους κβο στο Κυπριακό μετά το Κραν Μοντανά (σειρά έκνομων γεωτρήσεων) σε μια λύση εκτός πλαισίου ομοσπονδίας. Σε αυτό το σημείο η Τουρκία είναι σαν να λέει στην Αθήνα «ελάτε να λύσουμε τις διαφορές μας και αν οι Ελληνοκύπριοι θέλουν ας ακολουθήσουν, αν όχι ας μιλήσουν με την ‘ΤΔΒΚ’», και αφαιρεί στην πράξη το μαξιλάρι ασφαλείας του στάτους κβο ως προς τη διαπραγματευτική ισχύ της ΚΔ, β) ότι είναι σε θέση να αναγνώσει ότι ένα πιθανό breakthrough στα ελληνοτουρκικά (π.χ. στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας) θα τη βοηθήσει να κερδίσει το blame game στο Κυπριακό, καθιστώντας την ελληνοκυπριακή πλευρά ουσιαστικά τον μη συνεργάσιμο δρώντα της περιοχής ή δημιουργώντας νευρικότητα μεταξύ ακόμη Αθήνας και Λευκωσίας, και γ) ότι διασκεδάζει τις εντυπώσεις σε σχέση με τον τρόπο που αντιδρούν οι διεθνείς εταίροι της Ελλάδας (και της Κύπρου), με τις ΗΠΑ να μιλούν για «αμφισβητούμενες περιοχές», τη Γερμανία να μην επιθυμεί, με ένα μπλοκ χωρών, κυρώσεις, τη Γαλλία να κρατά πιο αμυντική στάση, τη Ρωσία να σιωπά κ.ο.κ.

Η Σύρτη κρίνει τα του Μακρόν

Οι έκνομες ενέργειες της Τουρκίας σε Κύπρο και Ελλάδα δείχνουν να έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ιδιάζουσα πρόσληψη του Παρισιού για δυναμικό γεωπολιτικό comeback στην Ανατολική Μεσόγειο – ως υποσυστήματος που αναδύεται στην περιοχή τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, πέραν των συμβολισμών της στήριξης του Γάλλου Προέδρου Μακρόν σε Κύπρο και Ελλάδα, καθίσταται σαφές πως η πολιτική του Παρισιού δείχνει να μην μπορεί να παραγάγει απτά αποτελέσματα – όσο εχθρικά κι αν διατείνεται εναντίον της Τουρκίας του Ερντογάν. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα τόσο στις συγκρούσεις της Συρίας όσο και στο αναδυόμενο περιβάλλον σύγκρουσης της Λιβύης, με τη μάχη της Σύρτης να κρίνει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις Τουρκίας – Γαλλίας όσο και τα όρια στρατηγικής σύμπλευσης Γαλλίας – Ρωσίας στην εν λόγω κρίση, η οποία δημιουργεί αναταράξεις στο ευρωατλαντικό επίπεδο. Λίγους μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές και την αλλαγή παραδείγματος εκεί, η γαλλική εξωτερική πολιτική στην περιοχή των χωρών ΜΕΝΑ δείχνει να διακατέχεται από μια πλήρη σύγκλιση των συμφερόντων του Παρισιού και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων – ως ενός κράτους που αντιτίθεται τόσο γεωπολιτικά όσο και ιδεολογικά (πολιτικό ισλάμ vs ισλαμική μοναρχία) στην Τουρκία του Ερντογάν.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο εδράζεται και η πολιτική παραδοξότητα της γεωπολιτικής προσέγγισης και του οράματος Μακρόν να καταστεί η Γαλλία, στη μετα-Brexit εποχή, γεωπολιτική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα παράδοξα εδράζονται: α) Στην εγγενή αντίφαση μεταξύ Λιβύης και Συρίας στη γαλλική εξωτερική πολιτική. Οι ισλαμιστές μαχητές που αντιμετωπίζει ο LNA στη Λιβύη και που στηρίζει η Τουρκία υπήρξαν την περίοδο 2013-2015 οι μαχητές που στήριξε η Δύση (μεταξύ αυτών και η Γαλλία) για να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ. β) Το όραμα του Μακρόν για μείωση της επιρροής της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο στη βάση μιας ευέλικτης νοτιομεσογειακής ένωσης. Αλήθεια, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν τον ίδιο τρόπο πρόσληψης των ενεργειών της Τουρκίας στην περιοχή; Μια πρόχειρη ματιά στο τραπεζικό σύστημα της Ισπανίας ή στο Λιβυκό δίνει μια πρώτη απάντηση. Ακόμη και στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού η γαλλική εξωτερική πολιτική δείχνει να κάνει τον ίδιο στρατηγικό διαχωρισμό με την Τουρκία. Ας παρεμβαίνει το Βερολίνο για την αποκλιμάκωση των εντάσεων στην πρώτη περίπτωση κι ας αποτελεί η Κύπρος το πεδίο εκδήλωσης του γεωπολιτικού ενδιαφέροντος των Ηλυσίων. Σε αυτό το τελευταίο δεν πρέπει να ξεχνάμε και την εγγύτητα του Λιβάνου – παραδοσιακής επιρροής της Γαλλίας στην περιοχή. Αν στους επόμενους μήνες ο Λίβανος μπει στη δίνη ενός σκληρού και κατακερματισμένου πολέμου, ξανά, η γεωπολιτική παρουσία της Γαλλίας στην Κύπρο θα εξυπηρετεί μια τεράστια διαχείριση κρίσης εκεί. Ας το έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας σε Ελλάδα και Κύπρο.

Πέραν των συμβολισμών

Με το σημείο εστίασης να χάνεται συχνά εν μέσω των ενεργειών της Τουρκίας σε κινήσεις υψηλού συμβολισμού όπως η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού, αυτό που οφείλουμε να κατανοήσουμε είναι πως ενώπιόν μας βρίσκεται η Τουρκία του Ερντογάν η οποία δείχνει να εισέρχεται στην τελική ευθεία ενός άλλου μεγάλου συμβολισμού: Της υλοποίησης ενός γεωπολιτικού οράματος το οποίο αφορά είτε το Αφρίν της Συρίας είτε την Τρίπολη της Λιβύης, είτε τη ρωσοτουρκική προσέγγιση σε επιμέρους ζητήματα ασφάλειας στην περιοχή. Αυτό το γεωπολιτικό όραμα της Τουρκίας του Ερντογάν δημιουργεί ένα άλλο ιδιαίτερο παράδοξο: Ενώ στοιχειοθετεί σοβαρές απειλές για την Κύπρο και την Ελλάδα κι ενώ στρέφεται εναντίον του Διεθνούς Δικαίου, οι τελευταίες αποτυγχάνουν, διαχρονικά, να το επισημάνουν ή να το καταστήσουν σαφές στους στρατηγικούς τους εταίρους, στην ΕΕ και διεθνώς, εμμένοντας σε μια σειρά αφηγημάτων τα οποία εδράζονται συχνά στη δημιουργία πολιτικού και οικονομικού κόστους σε μια χώρα που στρατηγικά δείχνει να είναι απαραίτητη τόσο για τη Δύση όσο και για την ΕΕ.

Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται φυσικά και η παραδοσιακή απόκλιση των στρατηγικών στόχων της ΕΕ ή των επιμέρους ισχυρών συμφερόντων των δρώντων της που αδυνατούν να καταλήξουν στο ποια ακριβώς σχέση επιθυμούν να έχουν με την Άγκυρα στο επίπεδο των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η μεγάλη αυτή εικόνα των προβληματικών σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας ή ΗΠΑ – Τουρκίας δείχνει στην παρούσα φάση να συμπαρασύρει, περισσότερο από τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό ως ένα χρονίζον άλυτο ζήτημα διεθνών σχέσεων της περιοχής ως ενός είδους «ιδιάζουσας παράπλευρης απώλειας» με τις ίδιες τις ελληνοκυπριακές πολιτικές ελίτ να μην καταλήγουν, ανοικτά και με παρρησία, να διαχειριστούν αυτό το «βίαιο» σοκ της αλλαγής του στάτους κβο στο οποίο προχώρησε η Τουρκία μετά το 2017 – είτε καταπατώντας την κυπριακή ΑΟΖ είτε, ανοίγοντας, οσονούπω, το Βαρώσι. Ανακόλουθη η Τουρκία στο δίπολο παραβιάσεων / εμπλοκής στον διάλογο αλλά κι ανακόλουθη η Λευκωσία στο τι θέλει να επιτύχει στρατηγικά στο επίπεδο του εθνικού προβλήματος.

Αντί επιλόγου

Κακά τα ψέματα, αλλά ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας -σε οποιαδήποτε μορφή στρατιωτικής αντιπαράθεσης στο Αιγαίο ή στην Κρήτη- είναι ένα σενάριο που ακόμη κι αν επαληθευτεί, λόγω συνθηκών, υπάρχει ο τρόπος να εκτονωθεί. Το βιώσαμε στην ελληνοτουρκική κρίση του 1987 αλλά και στα τραγικά γεγονότα του Ιανουαρίου του 1996 στα Ίμια αλλά και στην πυραυλική κρίση του 1998 με τους S-300. Αυτό που ωστόσο πρέπει να κατανοήσουμε είναι πως κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες ενός ελληνοτουρκικού θερμού επεισοδίου (μίας ώρας, ενός 24ώρου -δεν έχει σημασία-) για την Κύπρο, δεδομένων των ιδιαιτέρων συνθηκών που απορρέουν από την τουρκική στρατιωτική κατοχή και την ύπαρξη της πράσινης γραμμής (γραμμή κατάπαυσης του πυρός). Αυτή ακριβώς αποτελεί και τη βασική στρατηγική προτεραιότητα της Λευκωσίας. Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Γαλλία ή το Ισραήλ θα σώσουν την Κυπριακή Δημοκρατία από τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Και ενώπιόν μας έχουμε τρεις επιλογές. Σύγκρουση ή διάλογο για λύση του Κυπριακού με ή χωρίς ΔΔΟ. Αν επιλέξουμε το πρώτο, το να πολεμήσουμε την Τουρκία για να απελευθερώσουμε την ημικατεχόμενη πατρίδα μας φαντάζει μη ρεαλιστικό. Το να προκαλέσουμε δε οικονομικό και πολιτικό κόστος τέτοιο ώστε η Τουρκία να σταματήσει τις ενέργειές της, φαντάζει επίσης εξαιρετικά δύσκολο. Αυτό που επιμένει είναι μόνο η διευθέτηση του Κυπριακού. Ας πούμε ευθαρσώς τι θέλουμε. Πριν βρεθούμε ενώπιον μιας νέας τραγωδίας.

Του Γιάννη Ιωάννου

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης” στις 26/07/2020.

Leave a Reply