Επιτηδευμένα ή από σύμπτωση, ο Ερντογάν προσέφυγε και πάλι στην αγαπημένη του – από το 2013 – χειρονομία: την παλάμη με τα τέσσερα δάχτυλα, όταν κάλεσε την Ελλάδα και τους φίλους της, δηλαδή τους περιφερειακούς ανταγωνιστές της Τουρκίας (ήτοι την Αίγυπτο του Σίσι, το Ισραήλ, τη Γαλλία, την Κύπρο, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα) να μελετήσουν τις στρατιωτικές και διπλωματικές επιχειρήσεις της κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Ένας χρόνος για κάθε δάχτυλο λοιπόν. Ποια ωστόσο είναι η προέλευση της χειρονομίας αυτής και τι συμβολίζει; Επιπλέον, γιατί ο Ερντογάν φέρεται να την χρησιμοποιεί κάθε λίγο και λιγάκι, θα λέγαμε σχεδόν καταχρηστικά;
Το σύμβολο είναι εμπνευσμένο από το όνομα του τζαμιού Rābi’a al-‘aduiyya στο νέο Κάιρο, όπου έλαβε χώρα η σφαγή των συγκεντρωμένων οπαδών του ανατραπέντος Προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι στις 14 Αυγούστου του 2013, δηλαδή έναν περίπου μήνα μετά το πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Άμπντ αλ-Φαττάχ αλ-Σισι, Υπουργό Αμύνης της ανατραπείσας ισλαμιστικής, πλην δημοκρατικά εκλεγμένης, αιγυπτιακής κυβέρνησης. Η αραβική λέξη Rābi’a είναι τακτικός αριθμός γένους θηλυκού και σημαίνει «τέταρτη», ενώ το ομώνυμο τζαμί ονομάστηκε έτσι ένεκα της Rābi’a μιας επιφανούς μουσουλμάνας από τη Βασόρα του σημερινού Ιράκ που έζησε περί τα μέσα του 8ου μ.Χ. αιώνα και ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειάς της. Επομένως, συμπτωματικά επελέγη ο αριθμός τέσσερα που οδήγησε στην γέννηση της χειρονομίας, χωρίς να υπάρχει κάποιο βαθύτερο ιδεολογικό υπόστρωμα που να συντείνει στην εξήγηση της επιλογής αυτής.
Ως προς την πατρότητά της δεν είναι σαφές αν χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τους Αιγύπτιους την επαύριο των γεγονότων στην πλατεία του τζαμιού ή από συμπαθούντες των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Τουρκία. Πλάνα από συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στο Κάιρο τον Σεπτέμβριο του 2013 δείχνουν διαδηλωτές να φέρουν πλακατ με το σύμβολο που τους ήταν ήδη γνωστό (βλ. φωτο πιο κάτω), ενώ άλλες πηγές αναφέρουν πως ο Ερντογάν χαιρέτησε για πρώτη φορά το πλήθος με την χειρονομία αυτή κατά την διάρκεια εκδήλωσης στην Προύσσα στις 17 Αυγούστου του ίδιου έτους σε μια ένδειξη αλληλεγγύης προς τον Πρόεδρο Μόρσι και τους διωκώμενους Αδελφούς Μουσουλμάνους (βλ. 2η φωτό πιο κάτω). Έκτοτε παρατηρήθηκε και το φαινόμενο πολλών παικτών τουρκικών ομάδων να χαιρετούν κατά αυτόν τρόπο, αφιερώνοντας τα γκολ τους στους μάρτυρες της πλατείας Rābi’a.


Άλλωστε κατά τη διάρκεια της βραχύβιας διακυβέρνησης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο (2012–2013) σφυρηλατήθηκαν οι δεσμοί των δύο χωρών φτάνοντας σε άνευ προηγουμένου επίπεδα θέρμης, ενώ και το κυβερνών κόμμα των Αδελφών Μουσουλμάνων ονομάστηκε Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης κατά τα πρότυπα του τουρκικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης[1]. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σταθερή στρατηγική του AKP σε σχέση με τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης, η οποία βασίστηκε στον προσεταιρισμό των ντόπιων ισλαμιστικών δυνάμεων μέσω της εκφοράς ενός λόγου περί «καταπιεσμένων λαών» που ζητούσαν να απελευθερωθούν από τα δικτατορικά δεσμά. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου αποτελούσαν την ιδεατή περίπτωση για τη διεύρυνση των γεωπολιτικών ερεισμάτων της Τουρκίας. Παράλληλα τo Κατάρ ήταν και παραμένει ο μεγάλος χορηγός της στρατηγικής αυτής.
Σε κάθε περίπτωση, η πλέον επίσημη εκδοχή σχετικά με την πατρότητα θέλει το κιτρινόμαυρο σύμβολο της Rābi’a να έχει δημιουργηθεί από μια ομάδα Τούρκων φιλοϊσλαμιστών ακτιβιστών με προεξάρχουσα την σχεδιάστρια και νυν υπάλληλο του TRT, Saliha Eren. Το γεγονός αυτό δίνει επιπρόσθετα επιχειρήματα στα μίντια και τα think tanks του αντιτουρκικού και αντιϊσλαμιστικού στρατοπέδου να ισχυριστούν πως ο Μόρσι και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υπήρξαν υποκινούμενοι από την Τουρκία κι εργάζονταν για τα συμφέροντά της (φυσικά και από το Κατάρ). Δε λείπουν οι ενδελεχείς έρευνες που αφορούν στο που και ποιοι καταφεύγουν στην επίμαχη χειρονομία, ενώ κάποιοι αναλυτές στις χώρες του Κόλπου φαίνεται να πιστεύουν πως τα τέσσερα δάχτυλα της Rābi’a συμβολίζουν τις τέσσερις χώρες Αίγυπτος – Σ. Αραβία – Εμιράτα – Μπαχρέιν που συμμετέχουν στον αποκλεισμό του Κατάρ. Το εμπάργκο αυτό βέβαια επιβλήθηκε το 2017, τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα που σχολιάζουμε.
Ωστόσο, παρά την κοινή θα λέγαμε τουρκο-αιγυπτιακή αφετηρία του συμβόλου, φαίνεται πως η χρησιμοποίησή του και τα σημαινόμενα που το συνοδεύουν διαφοροποιήθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Το σύμβολο συνεχίζει να χρησιμοποιείται μετά μανίας από τη διασπορά των εξόριστων Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία έχει εδώ και χρόνια τη βάση της στην Τουρκία. Για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους παραμένει συνυφασμένο με το άδοξο τέλος του “Allende του Ισλαμισμού” και αναπαράγει μια κουλτούρα αλληλεγγύης και αντίστασης σε αυτή την δεύτερη πολύ δύσκολη φάση που διέρχεται το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων στον Αραβικό Κόσμο (η πρώτη ήταν μετά το 1954 και έως το 1970 με τον Νάσερ). Παρόλα αυτά, η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως κάποια στιγμή, όπως άλλωστε συνέβη και κατά το παρελθόν[2], οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι θα επανέλθουν στο προσκήνιο και η Rābi’a θα αποτελεί το σημαντικότερο πολιτικό τους κεφάλαιο επί του οποίου θα προσπαθήσουν να χτίσουν τις νέες τους κοινωνικές συμμαχίες. Εκτός και αν λησμονηθεί σκοπίμως στο πλαίσιο μιας μελλοντικής εθνικής συμφιλίωσης, η οποία φαντάζει αδύνατη όσο είναι ο Σίσι στο πηδάλιο της εξουσίας.
Από την άλλη το ΑΚP έχει τουρκοποιήσει την Rābi’a. Το σημείο καμπής για τον «ιδεολογικό επαναπατρισμό» του συμβόλου ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιούλη του 2016. Από εκείνη τη στιγμή το ιδίωμα της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης στους Αιγύπτιους Αδελφούς μετατράπηκε σε ιδίωμα εθνικής περηφάνιας κι αντίστασης του τουρκικού λαού κατά όσων επιβουλεύονται την δημοκρατία και την ελευθερία του. Παρά τις αντιδράσεις των συγκυβερνώντων Γκρίζων Λύκων περί του ξένου χαρακτήρα του συμβόλου, το ΑΚP έχει ενσωματώσει πλήρως στο πολιτικό του λεξιλόγιο την Rābi’a και την έχει εμφυσήσει στη συνείδηση των ψηφοφόρων του, όπως προκύπτει σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του Προέδρου Ερντογάν. Η υιοθέτηση του συνθήματος ένας λαός, μια σημαία, μιας πατρίδα, ένα κράτος (Tek Millet, Tek Bayrak, Tek Vatan, Tek Devlet) για κάθε ένα από τα τέσσερα δάχτυλα είναι ενδεικτική της συνεχιζόμενης τουρκοποίησης της Rābi’a.
Στη βάση της – επιχειρούμενης τα τελευταία χρόνια και με ακόμη μεγαλύτερη ορμή μετά το πραξικόπημα – ισλαμοεθνικιστικής σύνθεσης και ηγεμονίας στην τουρκική πολιτική σκηνή ο Ερντογάν του 2020, πιο αυταρχικός και μεγαλομανής από αυτόν του 2013, επιβεβαιώνει μέσω της χειρονομίας τους δεσμούς του με το ακροατήριο του και παράλληλα υπενθυμίζει σε εχθρούς και φίλους τη συνοχή του μπλοκ Κατάρ – Τουρκίας – Τρίπολης – Αδελφών Μουσουλμάνων. Ενός συνασπισμού για την διατήρηση και την υπεράσπιση του οποίου η τουρκική διπλωματική και στρατιωτική μηχανή πράγματι επένδυσε πολλά κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, όπως δήλωσε στις πρόσφατες δηλώσεις του.
[1] Kourgiotis, Panos. Salafism as a tool of Saudi Arabian post – Arab Spring diplomacy. Hemispheres Studies on Cultures and Societies. (2016)31: 13 – 21.
[2] Για την ιστορική εξέλιξη του κινήματος αναλυτικά, Κουργιώτης, Πάνος, Η πρώτη νιότη του Ισλαμισμού: ανακαλύπτοντας τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τον κόσμο της (1928 – 1948) (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος, 2016).
Του Πάνου Κουργιώτη, Δρ. Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ – Αραβολόγου ΠΑΜΑΚ