Site icon Geopolitical Cyprus

Η Ελλάδα από το 2020 στο 2021-Μέρος 2ο: Οικονομική Κρίση

ATHENS, GREECE - 2016/02/12: A flag raise during demonstration against pension reforms in Greece.Farmers from all over Greece demonstrate in Syntagma Square in Athens against the new pension reforms that Greek goverment plans. (Photo by George Panagakis/Pacific Press/LightRocket via Getty Images)

Advertisements

Το Geopolitical Cyprus σε συνεργασία με τον Δρ. Βασίλειο Καρακάση παρουσιάζει μια σειρά τεσσάρων κειμένων που προβαίνουν σε μια αποτίμηση τεσσάρων διαφορετικών κρίσεων που αντιμετωπίσε η Ελλάδα το 2020 και ενδέχεται να συνεχίσει να αντιμετωπίζει το 2021. Πιο κάτω μπορείτε να διαβάσετε το 2ο Μέρος που ασχολείται με την οικονομική κρίση.

H διαχείριση κρίσεων συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι διακυβέρνησης σε κάθε χώρα και σε κάθε κοινότητα.  Διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας κρίσης όταν θεμελιώδεις αξίες που συντηρούν μια κοινωνία, πχ. ασφάλεια, παιδεία, ευημερία, υγεία, περιβάλλον, δικαιοσύνη, τίθενται υπό μία πραγματική απειλή. Το πώς την αντιλαμβάνονται και πώς τη διαχειρίζονται οι εκάστοτε ηγεσίες παράγει μαθήματα, παραστάσεις και εικόνες οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν μια στρατηγική κουλτούρα στη διακυβέρνηση. H στρατηγική κουλτούρα βοηθά αυτούς που βρίσκονται σε θέση εξουσίας και αυτούς που τους συμβουλεύουν να μετατρέπουν την αβεβαιότητα, ενδημικό στοιχείο της κρίσης, σε λελογισμένο ρίσκο για την διαμόρφωση πολιτικών και την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Αυτό δεν μας επιτρέπει φυσικά να ταυτίζουμε το ρίσκο με την κρίση. Η απειλή, η αβεβαιότητα και ο επείγων χαρακτήρας είναι βασικά συστατικά της κρίσης. Αυτή η πτυχή πρέπει να ληφθεί υπόψη προτού γίνει μια αποτίμηση των σημαντικότερων, κατά την άποψη του γράφοντος τουλάχιστον, κρίσεων που κλήθηκε να διαχειριστεί η παρούσα ελληνική κυβέρνηση στη διάρκεια του παρελθόντος annus horribilis.

Οι υπό διερεύνηση κρίσεις εδώ είναι οι εξής τέσσερις: η υγειονομική, η δημοσιονομική, η προσφυγική και οι εντάσεις με τη Τουρκία. Το παρόν κείμενο αφορά στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης.


Εισαγωγή

Θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθεί πως μια προσδοκώμενη διαδικασία μαζικού εμβολιασμού τείνει να καταστεί το σημαντικότερο εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής στην ανθρωπότητα. Για μια χώρα όπως η δική μας, η προσδοκία αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν ληφθεί υπόψη ότι μόλις το καλοκαίρι του 2018, μετά από μία οκταετία διεθνούς αυστηρής επιτήρησης και περιπετειών, η Ελλάδα, έχοντας ολοκληρώσει επιτυχώς το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, ατένιζε αισιόδοξη προς την έξοδο στις αγορές. Βέβαια, το πόση αισιοδοξία μπορεί να έχει απομείνει με τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις λόγω της χρόνιας εφαρμογής προγραμμάτων λιτότητας και συρρίκνωσης του ΑΕΠ, ραγδαίας αύξησης ανεργίας, ανισοτήτων και κόκκινων δανείων, είναι διαφορετικό ζήτημα[1].  Μια οικονομία που άρχισε δειλά δειλά να πατάει στα πόδια της ύστερα από ένα «υφεσιακό» τσουνάμι βρέθηκε το 2020 στον «κυκλώνα» μιας πανδημίας της οποίας οι οικονομικές συνέπειες είναι προς το παρόν μη εξιχνιάσιμες. Ως συνέχεια του προηγηθέντος κειμένου πάνω στη διαχείριση τεσσάρων κρίσεων εκ μέρους της Ελλάδας, στην παρούσα ανάλυση θα γίνει μία σύντομη αποτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης αλλά και της διαχείρισής τους.

Προτού υπεισέλθουμε στο εγχείρημα αυτό, οφείλουμε να τονίσουμε ότι, εν αντιθέσει προς την εικόνα της πραγματικής οικονομίας, η κατάσταση στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα φαίνεται λιγότερο μελανή (προς το παρόν τουλάχιστον). Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, μετά από θετική αξιολόγηση της Moody’s και την αποδοχή τους στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας[2] από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) χαίρουν, προς το παρόν τουλάχιστον, ζήτησης στην αγορά ομολόγων. Το ελληνικό δημόσιο μπορεί να αντλεί χρήματα με χαμηλά επιτόκια από την έκδοση των ομολόγων αυτών. Τα ποσά αυτά, εν συνδυασμώ με τα 183,5 εκατομμύρια από τις επενδυτικές πρωτοβουλίες της Κομισιόν για την οικονομική διαχείριση του κορωνοϊού θα φανούν απαραίτητα στη χρηματοδότηση των δαπανών προς την αντιμετώπιση της πανδημίας[3]. To διακύβευμα είναι κατά πόσο μια «ανάσα» στον χρηματοπιστωτικό τομέα θα μεταφραστεί σε «οξυγόνο» για την πραγματική οικονομία που ασφυκτιά από τα αναγκαστικά κλεισίματα επιχειρήσεων.

Οι φόβοι για την πραγματική οικονομία

Η Τράπεζα της Ελλάδας αναμένει πτώση 10% του ΑΕΠ για το 2020 (έναντι 7,8% στην υπόλοιπη ευρωζώνη, βάσει των στοιχείων της Κομισιόν για το τρίτο τρίμηνο του 2020)[4]. Ένας από τους κυριότερους λόγους για την αναμενόμενη ύφεση, είναι ο μειωμένος τζίρος σε λιανεμπόριο, εστίαση και τουρισμό[5]. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο τα μέτρα-ακορντεόν (άνοιξε-κλείσε) που ελήφθησαν το τελευταίο εξάμηνο για πολλές επιχειρήσεις θα αποδειχθούν ευεργετικά για τη βιωσιμότητά τους. Ο αντιπρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών εξέφρασε ανοιχτά τον φόβο του για τον κίνδυνο να μην ανοίξει ποτέ ξανά το 25% των καταστημάτων. Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο διαχειρίζονται ένα δίλημμα μεταξύ προστασίας δημοσίας υγείας και συνέχισης της οικονομικής δραστηριότητας (business as usual). Ποιος θα περίμενε ότι τα δύο αυτά σκέλη θα κατέληγαν να είναι αντικρουόμενα μεταξύ τους; Όλα θα κριθούν εκ του αποτελέσματος.

Πέρα από την αναμενόμενη πτώση του ΑΕΠ, ελλοχεύει ο κίνδυνος η ανεργία να πάρει την ανιούσα. Βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του 2020 (που εμπερικλείει την εν γένει προσοδοφόρα τουριστική περίοδο) φαίνεται ότι η ανεργία ανήλθε στο 16,2% (έναντι 8,3% στην υπόλοιπη Ευρωζώνη). Καθώς το μέγεθος της ανεργίας μετριάζεται προς το παρόν από τα υφιστάμενα προγράμματα επιδοτήσεων και κατάρτισης όπως και «ευέλικτα» σχήματα μερικής απασχόλησης,  υπάρχει ο φόβος μήπως ο αριθμός αυτός φτάσει τα όρια επί εποχής μνημονίων (στα επίπεδα του 28%). Μεγάλο ερωτηματικό εν προκειμένω αποτελεί η εφαρμογή της «ρήτρας» διατήρησης του ίδιου αριθμού προσωπικού στις πληττόμενες επιχειρήσεις ιδιαίτερα αυτές που είχαν και έχουν κλείσει με εντολή δημόσιας αρχής, και, φυσικά, αν αυτές οι επιχειρήσεις καταφέρουν να διατηρήσουν αυτό το προσωπικό και μετά το πέρας της πανδημίας.

Κόκκινα δάνεια

Η κατάσταση στην αγορά επιδεινώνεται έτι περισσότερο από τη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των πληγεισών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα αυτών που υπέστησαν πτώση τζίρου της τάξης του 20%-30%. Είναι αμφίβολο κατά πόσο η περαιτέρω δανειοδότηση μέσω του προγράμματος «Γέφυρα» ή -του πολύ λιγότερο πιθανού- κουρέματος των (ληξιπρόθεσμων) χρεών τους[6] θα αποδειχθεί πιο αποδοτική. Με το πρόγραμμα «Ηρακλής» η κυβέρνηση προχώρησε και προχωρά στη τιτλοποίηση των κόκκινων δανείων[7] και την κατανομή τους στις τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας: Εθνική, Alpha Bank και Eurobank και Πειραιώς. Ενώ οι κινήσεις αυτά αποσκοπούσαν στην «θωράκιση» του τραπεζικού συστήματος, δεν γνωρίζουμε εάν ο στόχος αυτός επιτευχθεί.

Παραδείγματος χάρη, το Νοέμβριο του 2020, η Πειραιώς, λόγω οικονομικών ζητημάτων, προέβη σε μετατροπή ορισμένων εκ των ομολόγων της σε μετοχές που πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), σηματοδοτώντας προσωρινά την επανα-κρατικοποίησή της. Η εξέλιξη αυτή  προκάλεσε τη μήνη μερίδας της αντιπολίτευσης για τη χορήγηση δημοσίου χρήματος σε θεωρούμενους κακοδιαχειριστές και μάλιστα δίχως δημόσιο έλεγχο. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος παρουσιάζεται εξαιρετικά ανήσυχος για το μέγεθος των κόκκινων δανείων στις τέσσερις τράπεζες και τις ενδεχόμενες συνέπειες στην αμφισβήτηση των κεφαλαίων τους. Η κατάσταση είναι ήδη βεβαρημένη δοθέντος ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων έχει παραμείνει σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εν συγκρίσει προς τον σταθμισμένο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Νέος Πτωχευτικός Νόμος και αντιδράσεις

Στα τέλη Οκτωβρίου 2020 η κυβέρνηση πέρασε το νέο Πτωχευτικό Νόμο με στόχο να «προληφθεί» η αφερεγγυότητα των οφειλετών μέσω ενός νέου αυτοματοποιημένου εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών για φυσικά και νομικά πρόσωπα. Σε περίπτωση που το χρέος των οφειλετών δεν χριστεί βιώσιμο ούτε επιδεκτικό ρύθμισης, τότε αυτοί θα απαλλάσσονται του χρέους κηρύσσοντας πτώχευση αφού προηγουμένως θα έχουν προχωρήσει σε ρευστοποίηση της περιουσίας τους. Ένας πιστοποιημένος διαχειριστής αφερεγγυότητας, διορισμένος από το αρμόδιο δικαστήριο, θα αναλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και προβαίνει στη ρευστοποίησή τους. Μετά την κήρυξη πτώχευσης, τα ευάλωτα νοικοκυριά παραμένουν στην κατοικία τους πληρώνοντας ενοίκιο για 12 χρόνια επιδοτούμενο από το κράτος ενώ μετά το πέρας της μίσθωσης θα μπορούν να το επαν-αγοράσουν στη τρέχουσα εμπορική τιμή.

Η χρονική συγκυρία, ο τρόπος με τον οποίο ψηφίστηκε και το περιεχόμενο του νόμου προκάλεσαν τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Ένας από τους λόγους των αντιδράσεων είχε να κάνει καθαρά με το θεσμικό πλαίσιο και την απουσία προηγουμένου θεσμικού διαλόγου με τους κοινωνικούς φορείς και δίχως τη συγκρότηση Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής στην οποία να συμμετέχει το δικηγορικό σώμα. Εις ό,τι αφορά στο περιεχόμενο, επιφυλάξεις εκφράζονται για τη νομική φύση του αρμόδιου φορέα που αναλαμβάνει και εποπτεύει την απόκτηση και επανεκμίσθωση ακινήτων. Η αντιπολίτευση κατηγορεί το Νόμο ως «αντικοινωνικό» διότι εξισώνει φυσικά πρόσωπα με επιχειρήσεις. Επίσης, λόγω των περιουσιακών και εισοδηματικών κριτηρίων που θέτει για τον χαρακτηρισμό οφειλετών ως ευάλωτων, ο νόμος αφήνει μεγάλη μερίδα εξ αυτών απροστάτευτη ιδιαίτερα εις ό,τι αφορά την 1η κατοικία. Ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου έκρουσε τον κώδωνα για δημιουργία «στρατιάς αστέγων».

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις περιπτώσεις, υφέρπει ο κίνδυνος η πανδημία και η διαχείρισή της να έχουν δυσμενέστερες επιπτώσεις στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού σε σύγκριση με τα εύπορα, με συνέπεια να μεγεθύνουν τις υφιστάμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, όπως έγινε και κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου γίναμε μάρτυρες ενός φαινομένου που αντανακλά και τις προϋπάρχουσες οικονομικές ανισότητες. Στα πλαίσια αναγκαστικής τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης, εκπαιδευτικοί και εργαζόμενοι/εργοδότες αντιμετώπισαν ένα ψηφιακό χάσμα όσον αφορά στην άνιση πρόσβαση σε ψηφιακά μέσα και ψηφιακές δεξιότητες εις επίπεδο νοικοκυριού και μελών, και ως προς τον βαθμό της ψηφιακής ωριμότητας σε επίπεδο χώρας. Όπως προκύπτει από μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα καθηγητών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, η πανδημία προκάλεσε μια μεταβολή ως προς τη χρήση των ψηφιακών μέσων σ’ ένα ευρύτατο φάσμα της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας.

Τί δέον γενέσθαι

Για τη διαχείριση των απροσδιόριστων ακόμα οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας υπάρχουν προτάσεις οι οποίες παρατίθενται με εξαιρετική επιφύλαξη ως προς την δυνατότητα υλοποίησής τους. Χωρίς (πιο) ξεκάθαρη εικόνα των επιπτώσεων εκ της πανδημίας και της ρευστότητας του διεθνούς περιβάλλοντος, η παράθεση προτάσεων δεν είναι χρηστικής αξίας.

Σε μια ρηξικέλευθη δέσμη προτάσεων για τα δεδομένα της ορθόδοξης μονεταριστικής πολιτικής της ευρωζώνης, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, προτεραιοποίησε

  1. την εξασφάλιση βασικού εισοδήματος για τα εκατομμύρια ανθρώπων που έχασαν, χάνουν και θα χάσουν τη δουλειά τους στην ΕΕ
  2. την ανάγκη αύξησης του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων των εταιρειών καθ’ όλη τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης
  3. την κινητοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα για την παροχή βοήθειας στην πραγματική οικονομία και
  4. το δανεισμό με μηδενικό κόστος από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να σώσουν θέσεις εργασίας.

Οι ηγέτες της ΕΕ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εφάρμοσαν μερικώς κάποιες εκ των εισηγήσεων αυτών παρά τις σφοδρές αντιδράσεις κάποιων χωρών (πχ Ολλανδία). Η Ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε με τις απαραίτητες συμμαχίες να στηρίξει περαιτέρω την υλοποίηση των προτάσεων Ντράγκι.

Πέραν αυτού, η Ελλάδα, αξιοποιώντας τα δικά της ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, δύναται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον ενεργειακό σχηματισμό της ΕΕ έως το 2030 που αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Green Deal). Αυτό προκύπτει από ανάλυση του BloombergNEF (BNEF), βάσει της οποίας η Ελλάδα έχει επιταχύνει την «απολιγνιτοποίησή» της με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας να καθίσταται πιο συμφέρουσα μέσω νέων αιολικών ή φωτοβολταϊκών σταθμών παρά μέσω λειτουργίας νέων εργοστασίων φυσικού αερίου ή λιγνίτη. Για την περαιτέρω οργάνωση δράσεων των κυβερνητικών και περιφερειακών παιχτών, τη διαφάνεια αυτών, τον σχεδιασμό και επίτευξη ρεαλιστικών στόχων και την ενεργοποίηση και λοιπών κοινωνικών και οικονομικών φορέων και τη προσέλκυση συναφών επενδύσεων η Ελλάδα θα έπρεπε να σκεφτεί την υιοθέτηση ενός κλιματικού νόμου-πλαισίου.

Επ’ ευκαιρία των δυνατοτήτων που προσφέρει η τηλεργασία, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση σχέδιο νόμου προβλέποντας έκπτωση φόρου 50% εισοδήματος σε όσα φυσικά πρόσωπα – μισθωτούς ή ελεύθερους επαγγελματίες – είχαν φύγει στο εξωτερικό και επιστρέφουν για να εργαστούν με έδρα την Ελλάδα. Η λογική πίσω από αυτό το φορολογικό κίνητρο συνίσταται στην προσέλκυση «ψηφιακών μεταναστών» που είχαν φύγει κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης. Μια αντίστοιχη (αλλά διαφορετική) πρωτοβουλία κεφαλαιοποιήθηκε επικοινωνιακά με τον όρο Rebrain Greece ως πολιτική τερματισμού του Brain Drain που υπέστη η χώρα λόγω της φυγής μεγάλου τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της. Το μεγαλύτερο διακύβευμα εν προκειμένω δεν είναι οικονομικό αλλά δημογραφικό: σύμφωνα με μια έκθεση της Dianeosis, μέχρι το 2050, ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί κατά 800.000 έως και 2,5 εκατομμύρια ενώ ένας στους τρεις κατοίκους θα είναι άνω των 65 ετών.

Αν και το σκεπτικό γίνεται αντιληπτό, τίθενται ζητήματα άνισης μεταχείρισης του υπάρχοντας εργατικού και επιστημονικού δυναμικού που ζει στη χώρα και υπέμενε τη κρίση στη διάρκεια της παρελθούσης δεκαετίας. Πέραν τούτου, υπάρχουν και άλλες αντενδείξεις οι οποίες φέρνουν στην επιφάνεια συστημικά και θεσμικά ζητήματα για το πως λειτουργεί η οικονομία. Ο Παγκόσμιος Δείκτης Ανταγωνιστικότητας στην Προσέλκυση Ταλέντων (GTCI), που καταμετρά τις προοπτικές εργασίας σε κάθε χώρα, κατατάσσει την Ελλάδα στην 81η θέση από 132 χώρες ως προς την προσέλκυση «ταλαντούχου δυναμικού»[8]. Επιπροσθέτως, έρευνα του Eurofound που ασχολείται με τις συνθήκες εργασίας, δείχνει ότι η Ελλάδα υπολείπεται άλλων χωρών της ΕΕ στο να δημιουργεί εύρωστες συνθήκες εργασίας με οικονομικά οφέλη και προοπτικές για τους εργαζομένους. To φορολογικό, επομένως, είναι σύμπτωμα και αντανακλά άλλες πτυχές που χρήζουν εκ βάθους διαχείρισης.

Μείζον διακύβευμα εν προκειμένω είναι κατά πόσο θα ενσωματωθεί η ψηφιακή τεχνολογία στην καθημερινή εργασία και κατά πόσο θα απορροφηθούν οι κοινωνικές ανισότητες από τον μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας λόγω της ενσωμάτωσης αυτής. Τα πράγματα πάντως είναι επιδεκτικά βελτιώσεων, εφόσον υπάρξει πρόοδος στην περαιτέρω ψηφιοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η τελευταία πτυχή χρήζει, ωσαύτως, περαιτέρω προσοχής. Βάσει της IMD World Digital Competitiveness (WDC), η οποία ιεραρχεί τις χώρες κατά το πόσο υιοθετούν τις νέες τεχνολογίες για το μετασχηματισμό των (δια)κυβερνητικών πρακτικών και των επιχειρηματικών μοντέλων, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 53η θέση μεταξύ 63 χωρών παγκοσμίως και στην 38η θέση μεταξύ 40 ευρωπαϊκών.

Η θέση αυτή δεν κολακεύει μια χώρα ΟΟΣΑ της οποίας τα πανεπιστημιακά τμήματα πληροφορικής παράγουν αξιόλογο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό στον τομέα αυτό. Από την άλλη, το πρόσφατο άνοιγμα του πρώτου γραφείου της Amazon Web Services, η προσδοκώμενη κατασκευή τριών data centers από τη Microsoft και η εξαγορά της Lamda Helix, του μεγαλύτερου παρόχου data centers στη Νοτιοανατολική Ευρώπη από την Digital Realty ίσως να αντιστρέψουν αυτή την εικόνα. Η προσπάθεια ψηφιοποίησης της οικονομικής δραστηριότητας, που ίσως είναι και αναπόφευκτη, θα πρέπει να εξελιχθεί με το απαιτούμενο κοινωνικό πρόσημο, δηλαδή τη συρρίκνωση του προαναφερθέντος ψηφιακού χάσματος στη τηλεκπαίδευση.

Εν κατακλείδι

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, η διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας πρέπει να στοχεύσει σε συγκεκριμένες πολιτικές εισηγήσεις, των οποίων η χρονική προτεραιότητα πραγματοποίησης ποικίλει. Πέρα από τον μαζικό εμβολιασμό, επείγουσας σημασίας κρίνεται η διαχείριση των κόκκινων δανείων, των επιπτώσεων του νεο-θεσπισθέντος πτωχευτικού νόμου και της αυξημένης ανεργίας. Επίσης, η πολιτεία οφείλει να εστιάσει άμεσα στη σμίκρυνση του ψηφιακού χάσματος και στην εύρεση μίας βιώσιμής πολιτικής εις ό,τι αφορά στους πληγέντες κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση, τόσο η τωρινή όσο και μέλλουσες κυβερνήσεις καλούνται να εστιάσουν στρατηγικά στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης και να αυξήσουν, στο βαθμό που είναι αυτό δυνατό, τις δαπάνες σε έρευνα και τεχνολογία. Δίχως αυτά τα προαπαιτούμενα ο στρατηγικός μετασχηματισμός της οικονομίας θα τεθεί εν αμφιβόλω. Βασικοί πυλώνες αυτού του μετασχηματισμού αποτελούν η ισότιμη πρόσβαση στη ψηφιακή γνώση, η έμπρακτη εμπιστοσύνη στο υπάρχον δυναμικό της χώρας, η πάταξη της μαύρης εργασίας (που αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνο του) και ένα πιο σταθερό φορολογικό σύστημα το οποίο θα μειώνει το κόστος της αβεβαιότητας για εργοδότες και εργαζομένους στο εργασιακό και επιχειρησιακό περιβάλλον.

Όλες οι παραπάνω προτάσεις, όμως, προϋποθέτουν μακροχρόνια συναίνεση και παραμερισμό του άμεσου πολιτικού κόστος για να ευδοκιμήσουν. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν θεωρούνται αυτονόητες ιδιαίτερα για ένα πολιτικό που ενδεχομένως δει τα οφέλη της υλοποίησης τέτοιων εισηγήσεων να καρπώνονται εκλογικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολλοί εκ των πολιτικών μας μπορεί να αναλογίζονται τη ρήση του Κέυνς: In the long run we are all dead. Πέραν αυτού, η εμπειρία έχει δείξει ότι τέτοιες εισηγήσεις δεν συνεπάγονται και την εφαρμογή τους. Σε τελική ανάλυση, πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, όπως έλεγε ο Μπίσμαρκ.

Του Δρ. Βασιλείου Π. Καρακάση, Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Leiden και Διευθυντή του Sen Foundation of Research & Education on International Cooperation


[1] Πέραν αυτού, η αισιοδοξία είναι ακόμα πιο συγκρατημένη αν αναλογιστεί κανείς τη λίστα δεσμεύσεων για υψηλά πλεονάσματα μέχρι το 2060 που καλούνται να πετύχουν οι μέλλουσες ελληνικές κυβερνήσεις.

[2] Pandemic Emergency Purchase Programme

[3] Συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος SURE (προοριζόμενου για την κάλυψη αποζημιώσεων ειδικού σκοπού σε εργαζόμενους και την κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών)

[4] Ήδη πριν την εξάπλωση του ιού στην ελλαδική επικράτεια, η χώρα παρουσίαζε το τελευταίο τρίμηνο του 2019 βραδύτερη ανάπτυξη εν σχέσει προς τις προβλέψεις του προηγούμενου προϋπολογισμού, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία που παρουσίασε η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Αυτή η μικρότερη του αναμενομένου ανάπτυξη προκάλεσε ερωτηματικά δεδομένου ότι ο τζίρος και τα έσοδα από τον τουρισμό -της «βαριάς βιομηχανίας», δηλαδή, της χώρας- έσπασαν κάθε ρεκόρ για αυτή τη δεκαετία.

[5] Με τη πτώση των εσόδων για τον τουρισμό να αγγίζει το 80% σε σχέση με το 2019

[6] Αν και αμφιβάλλω κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ενέκρινε τη 2η λύση ούσα κάπως επιφυλακτική για τη 1η

[7] Μη εξυπηρετούμενων δανείων και χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων

[8] Με ό,τι αυτό συνεπάγεται βάσει των μεταβλητών του δείκτη αυτού

Exit mobile version