Η Ελλάδα από το 2020 στο 2021-Μέρος 4ο: Οι εντάσεις με την Τουρκία

Το Geopolitical Cyprus σε συνεργασία με τον Δρ. Βασίλειο Καρακάση παρουσιάζει μια σειρά τεσσάρων κειμένων που προβαίνουν σε μια αποτίμηση τεσσάρων διαφορετικών κρίσεων που αντιμετωπίσε η Ελλάδα το 2020 και ενδέχεται να συνεχίσει να αντιμετωπίζει το 2021. Πιο κάτω μπορείτε να διαβάσετε το 4ο Μέρος που ασχολείται με τις εντάσεις με την Τουρκία.

H διαχείριση κρίσεων συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι διακυβέρνησης σε κάθε χώρα και σε κάθε κοινότητα. Διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας κρίσης όταν θεμελιώδεις αξίες που συντηρούν μια κοινωνία, πχ. ασφάλεια, παιδεία, ευημερία, υγεία, περιβάλλον, δικαιοσύνη, τίθενται υπό μία πραγματική απειλή. Το πώς την αντιλαμβάνονται και πώς τη διαχειρίζονται οι εκάστοτε ηγεσίες παράγει μαθήματα, παραστάσεις και εικόνες οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν μια στρατηγική κουλτούρα στη διακυβέρνηση. H στρατηγική κουλτούρα βοηθά αυτούς που βρίσκονται σε θέση εξουσίας και αυτούς που τους συμβουλεύουν να μετατρέπουν την αβεβαιότητα, ενδημικό στοιχείο της κρίσης, σε λελογισμένο ρίσκο για την διαμόρφωση πολιτικών και την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Αυτό δεν μας επιτρέπει φυσικά να ταυτίζουμε το ρίσκο με την κρίση. Η απειλή, η αβεβαιότητα και ο επείγων χαρακτήρας είναι βασικά συστατικά της κρίσης. Αυτή η πτυχή πρέπει να ληφθεί υπόψη προτού γίνει μια αποτίμηση των σημαντικότερων, κατά την άποψη του γράφοντος τουλάχιστον, κρίσεων που κλήθηκε να διαχειριστεί η παρούσα ελληνική κυβέρνηση στη διάρκεια του παρελθόντος annus horribilis.

Οι υπό διερεύνηση κρίσεις εδώ είναι οι εξής τέσσερις: η υγειονομική, η οικονομική-δημοσιονομική, η προσφυγική και οι εντάσεις με τη Τουρκία. Το παρόν κείμενο ολοκληρώνει τη σειρά και αφορά στις εντάσεις με την Τουρκία.


Εν αναμονή (;) του 62ου γύρου διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το Τουρκικό ερευνητικό πλοίο Τσεσμέ διενεργεί υδρογραφικές έρευνες σε περιοχές που εμπίπτουν στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Ο φόβος των περισσοτέρων είναι μήπως το 2021 αποβεί έτος προέκτασης των προκλήσεων και των εντάσεων που βιώσαμε το 2020.

Αφήνοντας έξω από την παρούσα ανάλυσή μας την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση του Μαρτίου, θα μπορούσαμε συνοψίζοντας να εντάξουμε τις εντάσεις με την Τουρκία σε 3 διαδοχικές φάσεις: του Ιουλίου, του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου. Αυτές συνδέονται με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου που οριοθέτησε τις θαλάσσιες ζώνες μεταξύ Τουρκίας και Λιβυκής κυβέρνησης (GNA) με ορισμένες από τις διατάξεις του να αντίκεινται σε βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και να αμφισβητούν κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας[1] και Κυπριακής Δημοκρατίας[2]. Αφότου περιγράψουμε τις τρεις φάσεις, θα παρουσιαστεί το πλαίσιο στο οποίο έλαβαν αυτές χώρα και θα γίνει μία αποτίμηση της εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης διαχείρισής τους.

Οι κρίσεις

Η κρίση του Ιουλίου 2020

Στις 21 Ιουλίου 2020, η Τουρκική κυβέρνηση εξέδωσε NAVTEX για σεισμικές έρευνες από το Oruç Reis στα νότια και ανατολικά του Καστελλόριζου συνοδευόμενο από 15 ναυτικές μονάδες που εξέρχονταν της ναυτικής βάσης Aksaz. Η ενέργεια αυτή ερμηνεύθηκε από την ελληνική πλευρά ως «διάτρητη πράξη» με σκοπό την κλιμάκωση της κρίσης. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε καθεστώς αυξημένης επιφυλακής, η δε ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε δική της NAVTEX (στην οποία απάντησε η Τουρκία με δική της νέα anti-NAVTEX) και προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας προς το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, καταγγέλλοντας στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τον ΟΗΕ τον παράνομο χαρακτήρα των διεκδικήσεων της Τουρκίας.

Mε τη τουρκική NAVTEX εν ισχύι, κατεγράφη στα τέλη Ιουλίου τάση επιστροφής των μονάδων του Τουρκικού πολεμικού ναυτικού στις βάσεις τους. Το ενδιαφέρον μετατοπιζόταν φαινομενικά από το στρατιωτικό στο διπλωματικό πεδίο, όπου η Γερμανία (και όχι μόνο) ανελάμβανε πρωτοβουλίες επανεκκίνησης του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο εκπρόσωπος και σύμβουλος της Τουρκικής προεδρίας εξέφρασε τη διάθεση της χώρας του να διακόψει προσωρινά τις επιχειρήσεις έρευνας στην Ανατολική Μεσόγειο προκειμένου να μεσολαβήσει «διάλογος χωρίς προϋποθέσεις» ανάμεσα στις δύο χώρες[3].

Με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης, η Καγκελάριος της Γερμανίας[4], συνομίλησε τηλεφωνικά με τον Έλληνα Πρωθυπουργό Μητσοτάκη και τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν[5]. Παράλληλα, ο επικεφαλής του Γραφείου Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων του State Department προέτρεψε, τις τουρκικές αρχές να μη προχωρήσουν σε επιχειρήσεις που θα κλιμάκωναν τις εντάσεις. Την επόμενη μέρα, σύμφωνα με πληροφορίες της Καθημερινής, ελληνικές στρατιωτικές πηγές ανέφεραν ότι υπήρξε προειδοποίηση προς τις αρμόδιες τουρκικές αρχές τα καλώδια του Oruç Reis να μην ακουμπήσουν την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Σε τέτοιο ενδεχόμενο η Τουρκία θα έφερε «ακέραιη και κατ’ αποκλειστικότητα» την ευθύνη για ό,τι θα ακολουθούσε.

Παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές, τις ημέρες εκείνες, η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε, για πρώτη φορά μετά από 86 χρόνια, χιλιάδες μουσουλμάνων (μεταξύ αυτών και τον Τούρκο Πρόεδρο όπως και κορυφαίους υπουργούς της κυβέρνησής του) να κατακλύζουν την Αγία Σοφία για την πρωινή προσευχή μετά την αυθαίρετη, βάσει καταγγελιών της UNESCO, μετατροπή του νομικού της καθεστώτος όπως και μετέπειτα της Μονής της Χώρας από Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε τζαμιά.

Η κρίση Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2020

Με άγνωστο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τον χρονικό ορίζοντα επανέναρξης των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδας-Τουρκίας και υπό το βάρος διαχείρισης τυχόν τετελεσμένων επί τη βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου, , o Έλληνας Υπ. Εξ ταξίδεψε στις 6 Αυγούστου στο Κάιρο και κατέληξε σε συμφωνία τμηματικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Με στόχο να διεμβολίσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η συμφωνία αυτή επιστέγασε πολυετείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Ο καθορισμός της μέσης γραμμής ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών έγινε από τον 26ο μεσημβρινό (σημείο Ε στο χάρτη) νοτίως της Κρήτης, έως τον 28ο μεσημβρινό (σημείο Α) νοτίως της Ρόδου.

Πηγή: «Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για την Οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των Δύο Κρατών», Διεύθυνσης Ωκεάνιων Υποθέσεων και του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ 24.12.2020 https://www.un.org/Depts/los/LEGISLATIONANDTREATIES/PDFFILES/TREATIES/GRCEGY.pdf (ανακτηθέν στις 13.2.2021)

Ορισμένες διατάξεις άφηναν το περιθώριο μελλοντικής οριοθέτησης της ΑΟΖ και με άλλα γειτονικά κράτη. Αδιευθέτητη όμως έμεινε, προς το παρόν, η περιοχή με συντεταγμένες ανατολικότερα του 28ου μέχρι τον 30ο μεσημβρινό παρά το γεγονός ότι το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας επιτρέπει στην Ελλάδα να ασκήσει κυριαρχικά δικαιώματα πάνω σε αυτή. Εικάζεται ότι οι διαπραγματεύσεις για συνολική διευθέτηση συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση της Αιγύπτου.

Η αντίδραση της Τουρκίας εναντίον της συμφωνίας ήταν αναμενόμενη. Μετά τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου περί ακυρότητας της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, η Τουρκική κυβέρνηση εξέδωσε NAVTEX με τις οποίες «εξουσιοδοτούσε» το Oruç Reis να ξεκινήσει σεισμικές έρευνες σε περιοχές πάνω στις οποίες η Ελλάδα έχει κυριαρχικά δικαιώματα. Το ερευνητικό ξεκίνησε από το σημείο της περιοχής εκείνης που άφηνε αδιευθέτητη η ελληνοαιγυπτιακή τμηματική οριοθέτηση των ΑΟΖ: λίγο ανατολικότερα από τον 28ο μεσημβρινό[6] και σε απόσταση 110 νμ νότια του Καστελλόριζου. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες NAVTEX που, όπως αναδεικνύει σχηματικά ο χάρτης της Καθημερινής, επέτρεψαν στο Oruç Reis να κινηθεί σταδιακά βορειότερα μέχρι και σε απόσταση 6,5 νμ δυτικά του συμπλέγματος της Μεγίστης (πιο συγκεκριμένα της Ρω) και 12 νμ ανατολικά της Ρόδου. Όπως αναφέρει το defence-review το Oruç Reis συνοδευόταν από ένα (τουλάχιστον) τουρκικό υποβρύχιο, από φρεγάτες και κορβέτες ενώ οι θέσεις τους είχαν διαμορφωθεί περιμετρικά αυτού έτσι ώστε να εμποδίσουν τυχόν ελληνική αντίδραση που θα παρεμπόδιζε την πόντιση καλωδίων.

Πηγή: Βασίλης Νέδος 23.10.2020, «Τριβές διαρκείας με Άγκυρα», Καθημερινήhttps://www.kathimerini.gr/politics/561128296/trives-diarkeias-me-tin-agkyra/ (Ανακτηθέν στις 18.1.2021)

Το σύνολο σχεδόν του ελληνικού στόλου παρατάχθηκε με μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού με στόχο να εποπτεύσουν τις κινήσεις του αντίστοιχου τουρκικού. Ο τρόπος παράταξης των δύο πολεμικών ναυτικών άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος που θα οδηγούσε εν δυνάμει σε θερμό επεισόδιο[7]. Ο Τούρκος Πρόεδρος απείλησε ότι «ακόμα και την πιο μικρή επίθεση που μπορεί να γίνει σε ένα πλοίο μας, δεν θα την αφήσουμε αναπάντητη».

Την ώρα των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο έντονη ήταν και η κινητικότητα στο διπλωματικό παρασκήνιο για την προσπάθεια αποκλιμάκωσης. Στα τέλη Αυγούστου, ο Γερμανός Υπ.Εξ ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο επισκεπτόμενος Αθήνα και Άγκυρα χωρίς οι επισκέψεις αυτές να οδηγήσουν σε άμεσο τερματισμό των NAVTEX. Παράλληλα, με ανάρτησή του στο twitter, o Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ανακοίνωνε ότι Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν για την έναρξη τεχνικών συνομιλιών στο πλαίσιο NATO. Η είδηση διαψεύστηκε από την Αθήνα καθώς θεωρήθηκε άσκοπη η οιαδήποτε έναρξη διαλόγου ενόσω εξακολουθούσαν οι τουρκικές NAVTEX. H τουρκική πλευρά εκφράστηκε θετικά για την ανακοίνωση του Γενικού Γραμματέα εμμένοντας στην ανάγκη διαλόγου «χωρίς προϋποθέσεις».

Η στρατιωτική έκφανση της δεύτερης κρίσης «έληξε» ανεπίσημα στις 13 Σεπτεμβρίου όταν η Τουρκία δεν προχώρησε σε ανανέωση της NAVTEX. Η φαινομενική αποκλιμάκωση αποδόθηκε σε τουρκική τακτική ελιγμού ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στα τέλη Σεπτεμβρίου. Βασική επιδίωξη πίσω από την προσχηματική κίνηση «καλής θέλησης» ήταν η αποφυγή επιβολής οικονομικών κυρώσεων, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία κατά την οποία ο αμερικανικός οίκος αξιολογήσεων Moody’s υποβάθμιζε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας στο Β2 από Β1, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, τη μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας αλλά και τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στις αρχές Οκτωβρίου, η Έκτακτη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, κατέληξε σε κείμενο συμπερασμάτων σύμφωνα με τα οποία η ΕΕ θα προχωρούσε σε κυρώσεις μόνο στην περίπτωση που ανανεώνονταν «μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις οι οποίες θα παραβίαζαν το διεθνές δίκαιο». Δεν υπήρξαν, όμως, κάποιες συγκεκριμένες αναφορές για πιθανές κυρώσεις κατά της Τουρκίας[8]. Παράλληλα, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ γνωστοποίησε τη συμφωνία Ελλάδας και Τουρκίας για τη δημιουργία στρατιωτικού μηχανισμού αποτροπής εμπλοκών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο μηχανισμός αυτός θα περιλάμβανε τη δημιουργία ανοιχτής γραμμής η οποία θα διευκόλυνε την αποκλιμάκωση της έντασης σε θάλασσα και αέρα, μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά εις μάτην…

Η κρίση Οκτωβρίου-Νοεμβρίου

Ένα μήνα σχεδόν μετά τη λήξη της τελευταίας NAVTEX, εκδόθηκε νέα NAVTEX που έφερνε το Oruç Reis 7,5 νμ από τις ακτές του Καστελλόριζου[9]. Οι ανανεώσεις NAVTEX στην ίδια περιοχή διατηρήθηκαν μέχρι τα τέλη του Νοεμβρίου, δέκα μέρες πριν τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο και μάλλον προσχηματικά στην προσπάθεια αποφυγής επιβολής κυρώσεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των αρχηγών κρατών της ΕΕ επέβαλε «επιδερμικές» κυρώσεις σε βάρος προσώπων που εμπλέκονται στις τουρκικές δραστηριότητες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (και την κυπριακή ΑΟΖ). Αντιθέτως οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν μια σειρά σημαντικών κυρώσεων στο πλαίσιο της νομοθεσίας CAATSA, κατά της Προεδρίας της Τουρκικής Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB) και τεσσάρων αξιωματούχων[10].

Δυσαρέσκεια προκάλεσε στην Ελληνική κυβέρνηση η εφεκτικότητα της ΕΕ να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία για τις έκνομες δραστηριότητές της στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι δεν διαμορφώθηκε το πλέγμα συμμαχιών μεταξύ χωρών ΕΕ που θα συναινούσαν σε μια τέτοια κίνηση. Πέραν αυτού, διαπιστώθηκε ότι η λογική των κυρώσεων είναι καθαρά προληπτικού χαρακτήρα. Στόχος τους είναι να αναπροσαρμόσει ο πιθανός λήπτης των κυρώσεων τη συμπεριφορά του χωρίς αυτές να εφαρμοστούν. Αν εφαρμοστούν σημαίνει ότι ο λήπτης δεν έχει αλλάξει συμπεριφορά (άρα είναι αναποτελεσματικές) και έτσι οι κυρώσεις από διαπραγματευτικός μοχλός πίεσης μετατρέπονται σε οικονομικό βάρος για αυτούς που καλούνται να τις εφαρμόσουν (damage control). Στα πλαίσια ενός ορθολογικού δρώντος για να καταστεί αποτελεσματική η επιβολή κυρώσεων, κοινώς να αλλάξει συμπεριφορά ο πιθανός λήπτης, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: (α) η απειλή να θεωρείται αξιόπιστη και (β) ο λήπτης να θεωρεί ότι το οικονομικό κόστος βαρύνει τον ίδιο περισσότερο από τον επιβάλλοντα. Δεδομένης της κοινότητας ευρωτουρκικών οικονομικών συμφερόντων και του ρόλου της Τουρκίας στη διαχείριση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, η πλάστιγγα δεν γέρνει υπέρ της ΕΕ στο να προβάλλει αξιόπιστα απειλές προς την Τουρκία. Αντίθετα, οι ΗΠΑ φέρονται διατεθειμένες να επωμιστούν το οικονομικό (αν όχι και γεωπολιτικό) βάρος της επιβολής αμυντικών κυρώσεων στη Τουρκία (χωρίς βέβαια οι κυρώσεις αυτές να συνδέονται με τις ενέργειες της Τουρκίας στην περιοχή).

«Γαλάζια Πατρίδα» και το «κενό εξουσίας» στην Αν. Μεσόγειο

Οι κατά τα άνω κρίσεις συνδέονται με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου. Πολλοί στρατιωτικοί και γεωπολιτικοί αναλυτές ερμήνευσαν το μνημόνιο ως την πτυχή ενός ευρύτερου Τουρκικού σχεδίου προβολής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο με το οποίο η Τουρκία θα:

  1. «νομιμοποιούσε» τις διεκδικήσεις της στην περιοχή (σε θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας έκτασης 462,000 τχμ)
  2. αποκτούσε διαπραγματευτικό μοχλό πίεσης στο τι μέλει γενέσθαι εις ό,τι αφορά στη διαχείριση των υδρογονανθράκων στην περιοχή
  3. έθετε την (ήδη οικονομικά και τεχνικά προβληματική) βιωσιμότητα του αγωγού East-Med εν αμφιβόλω.

Η συμφωνία αυτή, λοιπόν, συνδέεται με την υλοποίηση του ναυτικού δόγματος που φέρει την κωδική ονομασία «Γαλάζια Πατρίδα».  Η ανάδυση του δόγματος αυτού, αν και απότοκου εσωτερικών διεργασιών στη γείτονα εδώ και δεκαετίες, συμπίπτει με τη σταδιακή ή τη μερική απαγκίστρωση του παραδοσιακού «περιφερειακού ηγεμόνα» στην Ανατολική Μεσόγειο, των ΗΠΑ (χωρίς ποτέ φυσικά να υποτιμάται ο σημαντικός ρόλος που εξακολουθούν να παίζουν). Ιδιαίτερα από το 2016 και έπειτα, οι εντάσεις με τη γείτονα δεν αποτελούν ασύνηθες φαινόμενο. Το πλαίσιο, όμως, διαφέρει ριζικά εν σχέσει με τις κρίσεις του παρελθόντος (1976, 1987, 1996), γιατί τότε η Ουάσιγκτον διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση και την αποκλιμάκωσή τους. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, ο Αμερικανικός παράγων δεν έχει, φαινομενικά τουλάχιστον, την ίδια ενεργό παρουσία στη διαχείρισή τους. Αυτό αντανακλά εν μέρει και τη «σταδιακή απαγκίστρωση».

Η τελευταία οδηγεί σε ένα κενό εξουσίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό το κενό επείγονται οι περιφερειακοί δρώντες να καλύψουν για να εξασφαλίσουν την «επιβίωσή» τους σε ένα ασταθές περιβάλλον (βλέπε επιπτώσεις εκ των Αραβικών εξεγέρσεων, κρίσεις σε Συρία και Λιβύη και προσφυγική-μεταναστευτική κρίση). Μέσα από αυτό το «συστημικό πρίσμα» της κάλυψης του «κενού εξουσίας» και με αφορμή (όχι απαραίτητα αιτία) την ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, προχώρησαν Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος-Ισραήλ σε αμυντικές και ενεργειακές συνεργασίες που δεν συμπεριλαμβάνουν προς το παρόν τη Τουρκία λόγω αντικρουόμενων, μέχρι στιγμής, συμφερόντων. Η τελευταία, μέσω των προλεχθεισών ενεργειών αλλά και συνεχών επενδύσεων στην αμυντική της βιομηχανία προχωρά σε προβολή ισχύος με διττό σκοπό. Από τη μία θέλει να περάσει ξεκάθαρο το μήνυμα ότι κανένας ενεργειακός σχεδιασμός δεν μπορεί να υλοποιηθεί αν δεν παράσχει η ίδια την έγκρισή της. Από την άλλη, θέλει να αυξήσει το κόστος πραγμάτωσης των σχεδιασμών αυτών σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστούν οικονομικά ασύμφοροι για τις προμνημονευθείσες χώρες. Σε αυτή βάση μπορεί κάποιος να καταλάβει τη λογική πίσω από το τουρκολιβυκό μνημόνιο αλλά και τις ενέργειες που ακολούθησαν.

Αποτίμηση διαχείρισης εντάσεων από ελληνική διπλωματία & ελληνικές ένοπλες δυνάμεις

Επικαλούμενο επιχειρησιακά δεδομένα, το defence-review ανέφερε πως στη διάρκεια των εντάσεων το ελληνικό πολεμικό ναυτικό ανταπεξήλθε επιτυχώς στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο καθώς τα ελληνικά υποβρύχια πέτυχαν πολλαπλούς εντοπισμούς τουρκικών υποβρυχίων τόσο με εναέρια μέσα όσο και με πλοία της Διοίκησης Φρεγατών του Αρχηγείου Στόλου. Οι ένοπλες δυνάμεις έδειξαν ετοιμότητα παρά τις επιπτώσεις εκ της δεκαετούς δημοσιονομικής κρίσης που κλήθηκαν να διαχειριστούν, όπως την έλλειψη αεροσκαφών με συστήματα αυτοπροστασίας, τα παλιά πλοία, τα λιγοστά ελικόπτερα και drones εν σχέσει με τις υφιστάμενες επιχειρησιακές ανάγκες. Οι εντάσεις με τη Τουρκία φαίνεται να λειτούργησαν αφυπνιστικά για την πολιτική ηγεσία που προχώρησε στην άμεση σχετικά αγορά αεροσκαφών Rafale από τη Γαλλία ενώ εκκίνησε παράλληλα τον εκσυγχρονισμό του στόλου.

Η υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου κινητοποίησε έντονα την ελληνική διπλωματία το 2020:

  1. διευθετήθηκαν συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο (έστω και ημιτελώς) μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις και επίπονους συμβιβασμούς για τα εθνικά μας συμφέροντα.
  2. υπεγράφησαν ρήτρες αμυντικής συμφωνίας με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, συσφίχθηκαν οι σχέσεις με Γαλλία ενώ σημαντική θεωρήθηκε η πολυήμερη επίσκεψη του πρώην Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Πομπέο, στη χώρα μας.
  3. θεσμοθετήθηκαν περαιτέρω οι ενεργειακές συνεργασίες με Κυπριακή Δημοκρατία, Αίγυπτο, Ισραήλ, Ιταλία μέσω του EastMed Gas Forum (στο οποίο δεν συμμετέχει η Τουρκία, ενώ από το 2021 θα αποτελεί μέλος η Γαλλία)
  4. αναζητήθηκε η διεθνοποίηση των ελληνικών θέσεων μέσω του νέο-θεσπισθέντος EuroMed7, στο οποίο συμμετέχουν οι εφτά χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου[11].

Είναι, όμως, αμφίβολο κατά πόσο οι κινήσεις αυτές επαρκούν προκειμένου να «αναγκαστεί» η Τουρκία να αλλάξει συμπεριφορά.

Tο μείζον διακύβευμα που προέκυψε στη διαχείριση των εντάσεων ήταν κατά πόσο παραβιάστηκε η ελληνική κόκκινη γραμμή: έκανε το τουρκικό ερευνητικό σεισμογραφικές έρευνες εντός ελληνικών υδάτων ή όχι; Σε επικοινωνιακό επίπεδο, τα μηνύματα που εξέπεμψε η ελληνική πλευρά ήταν μάλλον αντιφατικά. Τον Αύγουστο του 2020 και ενώ εκτυλισσόταν η δεύτερη φάση των εντάσεων, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, ανέφερε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι η Τουρκία κατάφερε να πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας[12] παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις από την κυβέρνηση. H δήλωση αυτή, όμως, τον οδήγησε σε παραίτησή του. Στην εκκίνηση της τρίτης φάσης των εντάσεων ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης σε τηλεοπτική του συνέντευξη είπε μεταξύ άλλων:

η [ελληνική] κόκκινη γραμμή είναι η εθνική κυριαρχία, και όταν λέμε εθνική κυριαρχία εννοούμε αυτονοήτως τα εθνικά χωρικά ύδατα τα οποία σήμερα είναι προσδιορισμένα στα έξι ναυτικά μίλια. Οι εύκολοι λεονταρισμοί για την επέκταση μονομερώς στα δώδεκα μίλια που αποτελεί ένα δικαίωμα της ελληνικής Πολιτείας και το οποίο θα ασκήσει σε χρόνο τον οποίο η ίδια θα επιλέξει, δεν είναι ένα θέμα το οποίο μπορεί να τεθεί εν θερμώ. Είναι υποχρέωσή μας να αναδείξουμε την υποκρισία της Τουρκίας και να την απομονώσουμε διπλωματικά.

Είναι προφανές ότι υπό το βάρος των συνεχών τουρκικών απειλών η βιωσιμότητα των διερευνητικών συνομιλιών είναι αβέβαιη. Άλλωστε, η διαπραγμάτευση είναι εξαιρετικά ασύμφορη όσο η «διπλωματία των κανονιοφόρων» έχει τα ηνία. Το ερώτημα για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση αλλά και κάθε άλλη στη θέση της είναι πως μπορεί κάποιος να διαχειριστεί μια κατάσταση συνεχιζόμενης αβεβαιότητας και απειλής. Η αύξηση της αμυντικής ισχύος και η στρατηγική απομόνωσης της Τουρκίας έχουν λογική αλλά δεν αποτελούν επαρκείς συνθήκες για την ομαλή συμβίωση με τη γείτονα. Είναι σημαντικό η Ελλάδα μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία να έχουν συν-διαμορφώσει ένα ξεκάθαρο μακροπρόθεσμο στρατηγικό πλαίσιο για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η προοπτική της ένταξης (αν όντως υπήρχε ποτέ) εξασθενεί μέρα με την ημέρα. Ποια checks and balances μπορούν να δημιουργηθούν έτσι ώστε η συνεχιζόμενη συμπεριφορά της Τουρκίας να επιφέρει ουσιαστικό κόστος στην ίδια αλλά και κέρδος εφόσον πειστεί να κατευνάσει τη διαχρονική στρατηγική των συνεχών εντάσεων;

Του Δρ. Βασιλείου Π. Καρακάση, Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Leiden και Διευθυντή του Sen Foundation of Research & Education on International Cooperation


[1] Το Ελληνικό Υπ.Εξ τελώντας εν γνώσει των τουρκο-λιβυκών διαπραγματεύσεων είχε δώσει διορία στον τότε πρέσβη της Λιβυκής κυβέρνησης, Mohamed al-Menfi για την παράδοση του κειμένου της συμφωνίας. Μετά την εκπνοή της διορίας αυτής και από τη στιγμή που ο τότε Λίβυος πρέσβης αρνήθηκε να ανταποκριθεί, η ελληνική κυβέρνηση τον απέλασε χαρακτηρίζοντάς τον ως persona non grata. Στο βιβλίο του Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο ο Ζήνωνας Τζιάρρας διερωτάται μήπως η απέλαση του πρέσβη συνιστούσε βεβιασμένη ενέργεια με κίνδυνο να υπονομευθεί ο ρόλος της Ελλάδας στην ειρηνευτική διαδικασία για τη Λιβύη διευκολύνοντας έτι περαιτέρω τη «δορυφοροποίηση» της τελευταίας από την Τουρκία.  Σημειωτέον ότι ο Mohamed al-Menfi από τις 5 Φεβρουαρίου έχει οριστεί Μεταβατικός Πρόεδρος του Συμβουλίου Προεδρίας της Λιβύης μέχρι τις εκλογές που προβλέπονται για τον Δεκέμβριο του 2021.

[2] Η νομιμότητά του επικρίθηκε όχι μόνο από τις δύο θιγόμενες χώρες, αλλά και από γειτονικά κράτη (Αίγυπτος, Ισραήλ) καθώς και την ΕΕ.

[3] Τέλη Ιουλίου, το ερευνητικό πλοίο Barbaros, μετά από έκδοση NAVTEX, συνοδευόμενο δε από ένα τουρκικό πολεμικό και ένα υποστηρικτικό πλοίο, εισερχόταν εντός των οικοπέδων 2,3 και 13 της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας (ενώ βρισκόταν για «ερευνητικούς σκοπούς» από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι το Μάιο του 2020).

[4] Η οποία είχε αναλάβει τον Ιούλιο την εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ

[5] Δημοσίευμα της Bild, που ανέφερε ότι μεσολάβησή της αποσόβησε μια βέβαιη σχεδόν ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών, αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από την ελληνική πλευρά.

[6] Το ανατολικό σύνορο της τμηματικής οριοθέτησης Ελλάδας-Αιγύπτου

[7] Σύμφωνα με πληροφορίες του ελληνικού τύπου, στις 12 Αυγούστου η τουρκική φρεγάτα Kemal Reis που συνόδευε το Oruç Reis μεταξύ Κύπρου και Κρήτης, προέβη σε έναν επικίνδυνο ελιγμό με αποτέλεσμα την πρόσκρουσή της στην ελληνική φρεγάτα «Λήμνος» που επόπτευε τις κινήσεις του τουρκικού στολίσκου στην περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές o κυβερνήτης της «Λήμνος», παρατηρώντας το Κεμάλ Ρέις να προσεγγίζει με ταχύτητα από αριστερά, προσπάθησε αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση και έδωσε εντολή για συνέχιση της ευθείας πορείας με αποτέλεσμα η πλώρη της ελληνικής φρεγάτας να καρφωθεί στο δεξί πρυμναίο τμήμα του Kemal Reis. Το εν λόγω περιστατικό παρά το ότι αποδόθηκε εκ μέρους της ελληνικής πλευράς σε ατύχημα ανέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τον βαθμό εντάσεων που επικρατούσαν στην περιοχή.

[8] Το γιατί επεξηγείται αναλυτικά στο κείμενο του Μιχάλη Διακαντώνη στο Foreign Affairs

[9] Η έκδοση μιας NAVTEX την περίοδο 27-29.10 για ασκήσεις με πραγματικά πυρά σε περιοχή νοτιονατολικά του νησιού άφησε εκτεθειμένο τον ΓΓ του ΝΑΤΟ που είχε δηλώσει ότι Ελλάδα και Τουρκία είχαν αποφασίσει να ακυρώσουν τις στρατιωτικές ασκήσεις τους ανήμερα των εθνικών τους εορτών.

[10] Σύμφωνα με τις κυρώσεις αυτές η Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία (α) χάνει πρόσβαση σε δανεισμό από αμερικανικά ή διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, (β) απαγορεύονται οι εξαγωγές οπλικών συστημάτων τα οποία έχουν αμερικανικής προέλευσης συστήματα και υπό-συστήματα, ενώ (γ) παγώνουν τα περιουσιακά στοιχεία στελεχών της και επανέρχεται το καθεστώς της βίζας.

[11] Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Μάλτα

[12] Γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ

Leave a Reply