GeoInsight: Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ βάζει τον διάλογο ΗΠΑ-Τουρκίας σε ράγες

Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες συνέπεσε με την πρώτη, από αναλήψεως καθηκόντων, επίσημη περιοδεία του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν στην Ευρώπη. Μπορεί, σε Ελλάδα και Κύπρο, να εστιάσαμε στις συναντήσεις του Τούρκου Προέδρου, Ερντογάν, με τον Αμερικανό Πρόεδρο, τον Έλληνα πρωθυπουργό Μητσοτάκη και τους ηγέτες των μεγάλων χωρών μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ (Γαλλία και Γερμανία) ωστόσο η μεγάλη εικόνα της Συνόδου –καθώς και της παρουσίας Μπάιντεν στην Ευρώπη- εδράζεται σε τρεις δυναμικούς άξονες:

  • Σε μια ομαλή επάνοδο της ευρωατλαντικής προσέγγισης ως προς τον συντονισμό ΗΠΑ-ΕΕ σε ζητήματα στρατηγικής συνεργασίας στους τομείς της άμυνας, της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής. Διαδικασία εν πολλοίς αναμενόμενη ιδίως μετά την θητεία Τραμπ.
  • Στην προτεραιοποίηση –και την συν αυτώ επικαιροποίηση- των στρατηγικών απειλών του ΝΑΤΟ, δυναμική που ενέταξε στο κάδρο και τις στρατηγικές προσλήψεις της Ουάσινγκτον για το ποια κράτη αποτελούν εστία απειλής για την Συμμαχία. Η Κίνα και η Ρωσία αποτελούν, συνεπώς, τις μεγάλες προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής –στην θητεία Μπάιντεν.
  • Στην ενδυνάμωση της νατοϊκής εταιρικής σχέσης με τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου –στα πλαίσια της πάγιας προσέγγισης για τον ατλαντικό προσανατολισμό και την τελική τους ένταξη στις δομές της Συμμαχίας, κρατών όπως η Ουκρανία και η Γεωργία

Η Ανατολική Μεσόγειος (ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, Λιβύη, κοκ) μπορεί μεν να αποτελεί ένα νέο αναδυόμενο υποσύστημα ενδιαφέροντος (και για τις ΗΠΑ) ωστόσο αυτό που κατέστη σαφές από τα «μικρά-μικρά» της Συνόδου του ΝΑΤΟ είναι πως οι προκλήσεις της περιοχής αποτελούν μάλλον ξεχωριστές, μικρότερες, ενότητες εντός ενός νέου σχεδιασμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην κορυφή των προτεραιοτήτων της οποίας είναι κράτη όπως η Ρωσία, το Ιράν και φυσικά η Κίνα. Υπό αυτό το βάρος, η Τουρκία και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις αποκτούν εξαιρετική σημασία. Δεδομένης και της φάσης την οποία διανύουν μετά το 2016.

Στις Βρυξέλλες χθες είδαμε πάντως μια πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν δεν ήταν όπως οι αντίστοιχες του προκάτοχου, του πρώτου, Τραμπ. Τον Αμερικανό Πρόεδρο πλαισίωνε ολόκληρη η ομάδα (Blinken, Austin, Sullivan, Sloat, Satterfield, Boyd). Ακριβώς η ίδια εικόνα επικρατούσε και στην πλευρά του Τούρκου Προέδρου (Cavusoglu, Akar, Celik, Mercan, Altun, Kalin). Πράγμα που αν μη τι άλλο σηματοδοτεί το τι θα ακολουθήσει. Διάλογος σε όλο το εύρος των ζητημάτων που άπτονται των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας.

Tο endgame του Ερντογάν

Για τον Ερντογάν ο στόχος σε μακρο-επίπεδο είναι: α) η διατήρηση ενός πλέγματος σχετικά καλών σχέσεων με τη Δύση (περιλαμβανομένων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ), και (κατ’ επέκταση) β) η αποφυγή της επιβολής των οποιωνδήποτε νέων μέτρων/κυρώσεων από ΗΠΑ και ΕΕ. Σε μεσο-επίπεδο, ο στόχος είναι, μεταξύ άλλων, α) η διαχείριση της επικείμενης Συνόδου της ΕΕ, και β) η διατήρηση ενός ευνοϊκού (αλλά δυναμικού) status quo στην Ανατολική Μεσόγειο (Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, Λιβύη, κτλ). Σε μικρο-επίπεδο ο Ερντογάν ενδιαφέρεται για την αλλαγή της στάσης Μπάιντεν (αν και αυτό σχετίζεται και με τα ανωτέρω), αλλά και με τις δυναμικές στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Αυτό που γίνεται για άλλη μια φορά αντιληπτό είναι η δυνατότητα της Τουρκίας να ρυθμίζει ή να διαχειρίζεται την απομόνωσή της, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Παρά τα πρόδηλα προβλήματα που υπάρχουν, ο Ερντογάν συμφώνησε με τον Μακρόν τη δημιουργία οδικού χάρτη για την ομαλοποίηση των διμερών τους σχέσεων – και συνεργασία σε Συρία και Λιβύη. Με τον Τζόνσον συζήτησε την ενίσχυση των εμπορικών και αμυντικών δεσμών. Με τη Μέρκελ την βελτίωση των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Με τον Μητσοτάκη την αποκλιμάκωση και τον διάλογο. Ακόμα και η Ελλάδα, εξ ανάγκης, προτίμησε την οδό της προσωρινής ηρεμίας και αποκλιμάκωσης. Με τί εχέγγυα και απαιτήσεις θα πάει η Κύπρος άραγε στην επόμενη Σύνοδο της ΕΕ (24-25 Ιουνίου);

Μπορεί, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις Ερντογάν, να μην υπήρξε πρόοδος (breakthrough) στα καυτά ζητήματα των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων (π.χ. S-400, Κουρδικό), αλλά είναι εμφανές ότι τα πράγματα κινούνται προς την κατεύθυνση της διαμερισματοποίησης. Κάτι που επεδίωκε ο Ερντογάν εξ αρχής. Της παγίωσης δηλαδή μιας νέας κατάστασης πραγμάτων, όπου η Τουρκία και οι ΗΠΑ ξεφεύγουν από το πλαίσιο της παραδοσιακής στρατηγικής σχέσης (που χαρακτηριζόταν από εμπιστοσύνη) και εισέρχονται σε μια νέα δυναμική ρύθμισης των επί μέρους ζητημάτων ανταγωνισμού ή κοινού οφέλους. Η μεγάλη πιθανότητα να αναλάβει σημαντικό ρόλο η Τουρκία στο Αφγανιστάν με την αποχώρηση των Αμερικανών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα συνεργασίας. Η διαχείριση του ζητήματος των S-400 είναι ένα ουσιαστικό παράδειγμα ανταγωνισμού.

Το Μέλλον των Σχέσεων

Σίγουρα οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ δεν θα επιστρέψουν στην πρότερή τους κατάσταση. Αυτό όμως δεν είναι νέο, ισχύει εδώ και χρόνια. Και μέχρι να αλλάξει η ηγεσία στην Τουρκία (ή ακόμα και τότε) δεν πρέπει να αναμένουμε ριζικά θετικές αλλαγές. Οι στρατηγικές ανάγκες των ΗΠΑ παραμένουν αλλά, όπως αναφέραμε και στο παρελθόν, με δεδομένη τη φιλοσοφία του Μπάιντεν που είναι σαφώς διαφορετική και τη θεσμική μνήμη που αναπτύχθηκε στην Ουάσιγκντον τα τελευταία χρόνια, αυτές οι ανάγκες – σε σχέση με την Τουρκία – δεν θα εξυπηρετηθούν με κάθε κόστος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σκοπός του Ερντογάν είναι να κερδίσει χρόνο με τακτικισμούς και έμμεσες προσεγγίσεις για να μειώσει το κόστος που επιβάλλεται στην Τουρκία και να αυξήσει το όφελος, το οποίο συνήθως εξαργυρώνει εκλογικά.

Πιο σημαντικά, ο Ερντογάν αντιλήφθηκε εδώ και καιρό ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός μπορεί να επιβιώσει μόνο αν περνά μέσα από (εργαλειοποιεί) τους δυτικούς θεσμούς. Διότι αυτοί παρέχουν – υπό προϋποθέσεις – τη νομιμοποίηση και ενίοτε το άλλοθι ή την ασπίδα προστασίας. Δήλαδή δεν είναι οξύμωρο, από γεωπολιτικής άποψης, το ότι ο Ερντογάν προσεγγίζει τη Δύση σχεδόν ταπεινωμένος. Πρόκειται για την έκφραση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής και κοσμοθεωρίας που θέλει την Τουρκία να χρησιμοποιεί το Δυτικό σύστημα (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ούτως ώστε να το αντικαταστήσει, και στοιχειοθετείται στο βιβλίο του Νταβούτογλου “Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες”.

Εν κατακλείδι, την επόμενη περίοδο θα πρέπει να παρακολουθούμε όχι μόνο το τι διαμείβεται μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας (σε τεχνικό επίπεδο), αλλά και τις πολιτικές ισορροπίες εντός της Τουρκίας οι οποίες – με ορίζοντα το 2023 – δύνανται να είναι καθοριστικές για την εξέλιξη των αμερκιανο-τουρκικών σχέσεων.

Των Γιάννη Ιωάννου & Ζήνωνα Τζιάρρα

Leave a Reply