Είναι δεδομένο, ότι η ιστορία δεν μπορεί επαρκώς να καλυφθεί σε μερικά τηλεγραφικά σημεία. Πόσο μάλλον η ιστορία περίπλοκων και πολύπλοκων γεωπολιτικών χώρων όπως είναι το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Θεωρούμε όμως σκόπιμο και αναγκαίο, 20 χρόνια μετά τα δραματικά γεγονότα της 11/9, να παραθέσουμε έστω επιγραμματικά κάποια βασικά ιστορικά στοιχεία. Αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως γνωσιολογική βάση για την καλύτερη κατανόηση του πως καταλήξαμε στους πολέμους του Αφγανιστάν (2001) και του Ιράκ (2003), αλλά και των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία και, σε ό,τι αφορά το Αφανιστάν, αυτές τις μέρες.
Αφγανιστάν
Μένοντας στη σχετικά πρόσφατη ιστορία της χώρας, το Αφγανιστάν ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το 1919 από τη Μ. Βρετανία της οποίας και ήταν προτεκτοράτο από το 1879. Η νέα κατάσταση πραγμάτων ήταν πολύ ασταθής με φυλετικές συγκρούσεις και αλλεπάλληλα πραξικοπήματα – ιδαίτερα μεταξύ των Τατζίκων (η 2η μεγαλύτερη ομάδα της χώρας με 27%) και των Παστούν (η μεγαλύτερη ομάδα της χώρας με 40%). Στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου το Αφγανιστάν ζήτησε βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Επί της κυβέρνησης μεταξύ 1955 και 1973, και της επόμενη – που ανήλθε στην εξουσία με πραξικόπημα – μέχρι και το 1978, το Αφγανιστάν γνώρισε κάποιο βαθμό δημοκρατικών ελευθεριών, όπως της έκφρασης και της ένταξης των γυναικών στον εργασιακό χώρο, καθώς και κάποια οικονομική αναπτυξη. Οι κυβερνήσεις παρέμειναν ωστόσο εν πολλοίς αυταρχικές και συντηρητικές.
Το 1978 η κυβέρνηση άλλαξε εξαιτίας ενός κουμουνιστικού πραξικοπήματος. Η νέα κυβέρνηση εφάρμοσε αυστηρά μετρα και καταπίεσε τη μουσουλμανική θρησκεία με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν τοπικές εξεγέρσεις. Εκείνη την περίοδο η Σοβιετική Ένωση στήριζε τη (φιλο-κουμουνιστική) κυβέρνηση και οι ΗΠΑ τις εξεγέρσεις. Ωστόσο η Σοβιετική Ένωση ζήτησε από το καθεστώς να αλλάξει τις αντιδημοφιλείς πολιτικές του για να μειωθούν οι αντιδράσεις. Η κυβέρνηση αρνήθηκε και οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν το 1979 υπό τον φόβο ότι οι ΗΠΑ θα εκμεταλλεύονταν την αστάθεια της χώρας για να προωθήσουν τους δικούς τους στόχους.
Οι Σοβιετικοί εγκαθίδρυσαν ένα νέο καθεστως που ήταν φιλοϊσλαμικό και υιοθέτησε μια διαφορετική πολιτική. Η χώρα όμως βρισκόταν ήδη σε χάος. Οι Αμερικανοί στήριζαν τους Μουτζχεντίν, διάφορες ομάδες Τατζίκων και άλλων που ήταν εξόριστοι στο Πακιστάν και υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία και άλλους. Τελικά οι Σοβιετικοί αποχώρησαν το 1989 – μετά από το δικό τους «Βιετνάμ» – αφήνοντας πίσω μια φιλοσοβιετική κυβέρνηση. Ωστόσο οι Μουτζαχεντίν συνέχισαν να προελαύνουν στην απουσία των Σοβιετικών. Εν τέλει κατέλαβαν την Καμπούλ το 1992 και ανακήρυξαν το Ισλαμικό Εμιράτο. Ωστόσο ήταν μεταξύ τους διχασμένοι και μετά την κατάληψη της Καμπούλ ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες.
Βλέποντας το χάος που επικρατούσε στην Καμπουλ και τις εμφύλιες συγκρούσεις, μια ομάδα σπουδαστών ισλαμικής θεολογίας (οι Ταλιμπάν) στην Κανταχάρ, αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Με τη βοήθεια κάποιων πακιστανικών κύκλων και στόχο να εφαρμόσουν τη Σαρία (δηλ. τον Ισλαμικό Νόμο) στη χώρα, κατέλαβαν πρώτα την Κανταχάρ και προέλασαν προς την Καμπούλ. Η αντίσταση που βρήκαν ήταν ισχνή. Έκαναν συμμαχίες με τοπικούς παράγοντες και δέχτηκαν στις τάξεις τους ξενους μαχητές. Υπολογίζεται ότι γύρω στις 100 χιλιάδες Πακιστανοί εκπαιδεύτηκαν και πολέμησαν μαζί τους μεταξύ 1994 και 2001.

Ο γνωστός πλέον Σαουδάραβας Οσάμα Μπιν Λάντεν ήταν ένας από τους χρηματοδότες τους, έχοντας προηγούμένως (τη δεκαετία του 1980) στηρίξει ομάδες Μουτζαχεντίν κατά τη σοβιετική εισβολή. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί Ταλιμπαν υπήρξαν προηγουμένως Μουτζαχεντίν. Μέχρι το 2000 οι Ταλιμπάν κατάφεραν να ελέγξουν το 90% του Αφγανιστάν. Οι Αμερικανοί κατηγόρησαν τους Ταλιμπαν ότι έδιναν καταφύγιο στην Αλ Κάιντα και στον Μπιν Λάντεν ο οποίος ήταν ύποπτος για τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 1998 στο Ναιρόμπι της Κένυας και το Νταρ ες Σαλάαμ της Τανζανίας. Επιπλέον, την ίδια περίοδο τα Ηνωμένα Έθνη επέβαλαν κυρώσεις στους Ταλιμπάν.
Μετά τις επιθέσεις της 9/11, οι Αμερικανοί ήταν βέβαιοι ότι ένοχος ήταν ο Μπιν Λάντεν και απαίτησαν από τους Ταλιμπαν να τον παραδώσουν. Οι Ταλιμπαν αρνήθηκαν και οι ΗΠΑ με τους συμμάχους τους επενέβησαν. Tον Οκτώβριο έγινε η επίθεση. Mέχρι τον Νοέμβριο οι Ταλιμπαν εκκένωσαν την Καμπουλ και μαζί με την Αλ Καιντα κατέφυγαν στο Πακιστάν.
Ιράκ
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή στα του Ιράκ αξίζει να γίνει μέσα από το πρίσμα του Σαντάμ Χουσεΐν, του ισχυρού άνδρα και τελευταίου ηγέτη του Ιράκ (μέχρι την εισβολή του 2003).
Ο Σαντάμ ανήλθε στην εξουσία ως δεύτερος τη τάξη το 1968 μέσα από το μπααθικό πραξικόπημα του Αχμέτ Χασαν Αλ Μπακρ. Το Μπάαθ ήταν ένα κόμμα/πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε το 1947 στη Συρία και απέκτησε ιρακινό παράρτημα το 1951. Ιδεολογικά ήταν ένα μίγμα αραβικού εθνικισμού, παναραβισμού, αραβικού σοσιαλισμού και αντι-ιμπεριαλισμού. Από το 1968 μέχρι το 1979 που ανέλαβε επίσημα την εξουσία της χώρας, ο Σαντάμ Χουσέιν διοίκησε – υπό τον πρόεδρο αλ Μπακρ αλλά με μεγάλη ελευθερία κινήσεων – με σιδηρά πυγμή για να καταστείλει τις διαφορές φυλετικές, θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις που υπήρχαν στο Ιράκ.

Ταυτόχρονα όμως εθνικοποίησε τους φυσικούς πόρους της χώρας, διώχνοντας τα διεθνή συμφέροντα, και κατάφερε να φέρει τεράστια οικονομική ανάπτυξη, να δημιουργήσει κράτος πρόνοιας, να στείλει τον ηλεκτρισμό σχεδόν σε κάθε πόλη του Ιράκ, να καταπολεμήσει τον αναλφαβιτισμό σε σημαντικό βαθμό και να δημιουργήσει δημόσιο σύστημα υγείας. Βραβεύτηκε μάλιστα από την UNESCO για το γεγονός ότι βελτίωσε το επίπεδο ζωής του Ιράκ.
Τα πράγματα ξεκινούν να αλλάζουν όταν το Ιράκ υπογράφει το 1972 μια συμφωνία φιλίας με τη Σοβετική Ένωση και οι Αμερικανοί ξεκινούν να εξοπλίζουν τους Κούρδους. Το δε 1979 αλλάζει το καθεστώς του Ιράν μετά από την ισλαμική επανάσταση και σιιτικές οργανώσεις στο Ιράκ θέλουν να εξάγουν την επανάσταση και στη χώρα (σσ. οι σιιτες στο Ιράκ είναι πλειοψηφία). Ο Αγιατολλάχ Χομεϊνι που ανέλαβε την εξουσία στη νεα Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ήταν από το 1964 εξόριστος στο Ιράκ όπου και είχε προστριβές με τον Σαντάμ λόγω των αντιστασιακών του – εξ αποστάσεως – δράσεων. Το 1978 ο Σαντάμ έδιωξε τον Χομεϊνί στην Γαλλία και τον επόμενο χρόνο αυτός ανέλαβε την εξουσία στο Ιράν.
Μετά την Ισλαμική Επανάσταση ανέκυψαν προβλήματα μεταξύ Ιράν και Ιράκ για το υδάτινο σύνορο-ποταμό Shatt al Arab μεταξύ Ιράν και Ιράκ. Τελικά το 1980 το Ιράκ εισέβαλε στο Ιράν και οι δύο χώρες οδηγήθηκαν σε ένα καταστροφικό πόλεμο 8 ετών που καταρράκωσε τις οικονομίες τους και όχι μόνο. Αν και το αποτέλεσμα ήταν αδιέξοδο (και ο πόλεμος ονομάστηκε ως ίσως ο πιο μάταιος του 20ου αιώνα) ο Σαντάμ δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους του, που ήταν να καταλάβει ένα κομμάτι του Ιράν. Αντιθέτως, το Ιράν έκανε κάποιες μικρές εδαφικές καταλήψεις. Πολλές χώρες υποστήριξαν το Ιράκ έμμεσα ή άμεσα, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης, της Γαλλίας και της Κίνας.
Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο αποδυνάμωσης του Ιράκ, το οποίο μέχρι τότε ήταν ίσως η ισχυρότερη χώρα της περιοχής. Το τέλος του πολέμου δημιούργησε εντάσεις μεταξύ Ιράκ και Κουβέιτ όταν ο Σαντάμ ζήτησε από το τελευταίο να ακυρώσει το ιρακινό χρέος των 30 δις δολλαρίων που συσσώρευσε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εν τέλει ο Σαντάμ ξεκίνησε να υποστηρίζει πως ιστορικά το Κουβέιτ ήταν μέρος του Ιράκ και εισέβαλε στη χώρα νομίζοντας – στη βάση λανθασμένων πληροφοριών – ότι θα τον υποστήριζαν οι ΗΠΑ.
Ως γνωστόν οι ΗΠΑ επενέβησαν στρατιωτικά υπερ του Κουβέιτ με την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» και οδήγησαν τον Σαντάμ στην ήττα. Αυτό ήταν και το δεύτερο στάδιο αποδυνάμωσης του Ιράκ. Μετά τον πόλεμο, η δραματική κατάσταση της χώρας δημιούργησε πρόσφορο έδαφος στο οποίο οι εσωτερικές εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις εντάθηκαν οδηγώντας σε εμφύλιους πολέμους ενώ τα Ηνωμένα Έθνη επέβαλαν κυρώσεις στη Βαγδάτη. Από τότε οι Αμερικανοί κατηγορούσαν τον Σαντάμ ότι ανέπτυσσε Όπλα Μαζικής Καταστροφής σε παραβίαση της εκεχειριάς με το Κουβέιτ και των κυρώσεων.
Μετά την 11/9 η προεδρία Μπους συνέχισε να κατηγορεί τον Σαντάμ ότι ήταν ένας επικίνδυνος δικτάτορας που ανέπτυσσε διάφορα είδη Οπλων Μαζικής Καταστροφής – περιλαμβανομένων χημικών και πυρηνικών όπλων. Για μια δεκαετία οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να τον ανατρέψουν και τον χαρακτήριζαν ως απειλή για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια. Παρά το γεγονός ότι, το 2002, με την άδεια του Σαντάμ παρατηρητές του ΟΗΕ ερεύνησαν στο Ιράκ για Όπλα Μαζικής Καταστροφής χωρίς αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί και κάποιοι σύμμαχοι πραγματοποίησαν την εισβολή το 2003.
Επίλογος
20 χρόνια μετά, ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» φαντάζει ως ένα τεράστιο λάθος, παρά το γεγονός ότι ο πόνος, η φόρτιση, η πολιτική ανάγκη και η τα αισθήματα ανασφάλειας που τον πυροδότησαν είναι απολύτως κατανοητά. Ωστόσο, ο συναισθηματισμός και ο λαϊκισμός δεν ήταν ποτέ καλός σύμβουλος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πόσο μάλλον αποφάσεων με τόσο τεράστιο κόστος. Μόνο στο Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί ξόδεψαν 1 τρις δολλάρια και έχασαν πέραν των 3000 Αμερικανών στο έδαφος. Το κόστος και οι απώλειες φυσικά για το Αφγανιστάν – όπως και για το Ιράκ – ήταν πολλαπλάσιες. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι, όπως στην περίπτωση της επιστροφής των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, έτσι και στο Ιράκ οι Αμερικανοί δημιούργησαν τις συνθήκες για την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (με πρώτη εμφάνιση το 2006-2007) και τη δορυφοριοποίηση της Βαγδάτης από το Ιράν. Όλα τα παραπάνω αποτελέσματα είναι τα ακριβώς αντίθετα των αρχικών στόχων της Ουάσιγκτον.
Του Ζήνωνα Τζιάρρα
Για περισσότερα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα δείτε:
Πρώτες σκέψεις για το Αφγανιστάν