Όπως έχει αναλυθεί πολλάκις, η τουρκική εξωτερική πολιτική των τελευταίων 20 χρόνων απέκτησε μεγάλη ανεξαρτησία από τις επιταγές της Δύσης σε σχέση με το παρελθόν. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, τα τουρκικά και αμερικανικά ή ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα συγκρούστηκαν και συγκρούονται ακόμα. Ωστόσο, αντίθετα με τη διαδομένη άποψη ότι η Τουρκία επιθυμεί να εγκαταλείψει πλήρως τη Δύση, αυτό που η Άγκυρα επιδιώκει δεν είναι την αποκοπή της από το δυτικό σύστημα ασφάλειας ή τους δυτικούς θεσμούς (όπως π.χ. το ΝΑΤΟ και η ΕΕ).
Σκοπός της είναι μάλλον να επαναδιαπραγματευτεί και να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της εντός της Δύσης. Ταυτόχρονα επιθυμεί να αναδειχθεί σε μια μεγάλη ευρασιανική-μεσανατολική δύναμη που θα διαδραματίζει τον ρόλο του «τρίτου πόλου» μεταξύ της Δύσης, αφενός, και των μεγάλων δυνάμεων της Ευρασίας και της Ασίας αφετέρου – κυρίως της Ρωσίας και της Κίνας.
Αυτή η προσέγγιση πυροδοτείται τόσο από τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η μετάβαση του διεθνούς συστήματος προς τον πολυπολισμό, όσο και από τις ιδιαίτερες υλικές και ιδεολογικές επιδιώξεις του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και πιο συγκεκριμένα του Ερντογάν. Ο ρυθμιστικός ρόλος της Ρωσίας για παράδειγμα στη Συρία – που ήταν αποτέλεσμα των διεθνών συστημικών μεταβολών – έδωσε στην Άγκυρα την ευκαιρία να συνδιαλλαγεί μαζί της και να προωθήσει πολλούς (όχι όλους) από τους δικούς της στόχους, ενίοτε σε κόστος των αμερικανικών συμφερόντων.
Αυτό το μοτίβο το είδαμε να επαναλαμβάνεται σε διάφορες περιπτώσεις. Η Τουρκία εκμεταλλεύεται τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει σε διάφορα μέτωπα της ευρύτερης γειτονιάς της καθιστώντας τον εαυτό της τόσο μέρος του προβλήματος όσο και μέρος της λύσης. Η δράση της, συνεπώς, της επιτρέπει να έχει μια θέση στο «τραπέζι των διαπραγματεύσεων» μαζί με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, προσδίδοντάς της και έναν ρυθμιστικό ρόλο.
Το ερώτημα που πάντοτε ταλάνιζε τους αναλυτές είναι το κατά πόσο η Τουρκία θα καταφέρει να διατηρήσει αυτό τον επιτήδειο ρόλο του «τρίτου πόλου». Η εύκολη απάντηση, βεβαίως, είναι ότι οι ισορροπίες ήτανε πάντοτε εύθραυστες. Η σχέση Τουρκίας-Ρωσίας είχε μεν στρατηγικό αλλά όχι συμμαχικό χαρακτήρα. Συνεχίζει να εξαρτάται από τη σχέση Τουρκίας-Δύσης και Δύσης-Ρωσίας. Από την άλλη, η ρωσο-τουρκική σχέση διέψευσε επανειλημμένα όσους αναλυτές προέβλεπαν ήδη από το 2015 την κατάρρευσή της κάθε φορά που ξεσπούσε μια κρίση π.χ. στη Συρία ή τη Λιβύη. Σε κάποιο βαθμό, ο λόγος έγκειται στην αβεβαιότητα και τις μεταβατικές δυναμικές του διεθνούς συστήματος που δημιουργούν την ανάγκη διαμερισματοποίησης των σχέσεων και τάσεις ανοχής, ενώ επιτρέπουν και την εξερεύνηση των ορίων και των δυνατοτήτων του κάθε δρώντα μέχρι τη στιγμή που θα προκύψει (εάν προκύψει) μια πιο σταθερή διεθνής συστημική δομή.
Το στοίχημα της Ευρασίας
Έφτασε όμως η στιγμή τα όσα λαμβάνουν χώρα στις μικροκλίμακες ή τα (υπο)περιφερειακά επίπεδα του πολυπολισμού να υπερχειλίσουν και να δοκιμαστούν στο μακροεπίπεδο του διεθνούς συστήματος – δηλαδή, σε επίπεδο υπερδυνάμεων και ηγεμονίας. Ίσως για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπάρχουν τόσο έντονες πιέσεις στο «status quo» της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς τάξης. Και αυτές εκφράζονται, μεταξύ άλλων, στο νοητό όριο Ευρώπης και Ασίας, μέσα από μια κατά τα άλλα «παλιά» κρίση, ένα ζήτημα που είναι εδώ και καιρό ανοιχτό – το Ουκρανικό.
Φυσικά το πρόβλημα υπερβαίνει κατά πολύ την ίδια την Ουκρανία και έχει να κάνει αφενός με την προσπάθεια του ΝΑΤΟ να επεκταθεί στο «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσίας και, αφετέρου, με τη δυναμική άρνηση της Ρωσίας να δεχτεί τον στρατηγικό έλεγχο της Δύσης σε χώρες-κλειδιά που βρίσκονται στον «ζωτικό της χώρο». Αυτές περιλαμβάνουν την Ουκρανία, την Πολωνία, τις χώρες της Βαλτικής, τη Γεωργία, κτλ. Μετά τον πόλεμο της Γεωργίας του 2008 και την ουκρανική κρίση του 2014-2015, η τρέχουσα κρίση φέρνει το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία πολύ κοντά σε μια πολεμική σύρραξη ευρείας κλίμακας.
Το διακύβευμα είναι και για τα δύο μέρη πολύ μεγάλο, ιδιαίτερα για τη Ρωσία η οποία, εκτός του ότι προσλαμβάνει την επέκταση της Δύσης ως υπαρξιακό πρόβλημα, θέλει να διεκδικήσει έναν μεγαλύτερο και πιο δυναμικό ρόλο στο διεθνές σύστημα. Οι δε ΗΠΑ προσπαθούν να επαναδιεκδικήσουν τα όσα έχουν απωλέσει με την υποχώρησή τους τα τελευταία 15 χρόνια. Η μεγάλη εικόνα της διαπραγμάτευσης Ρωσίας-ΗΠΑ που, ως συνήθως, συμβαίνει παράλληλα με την αύξηση της έντασης σε τακτικό επίπεδο, εμπεριέχει ακριβώς τη διάσταση του επαναπροσδιορισμού των ορίων της κάθε δύναμης στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή. Από την Ευρώπη μέχρι την Ασία και από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική.
To litmus test του τουρκικού εγχειρήματος
Εν μέσω αυτών των τεκτονικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων, η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρά διλήμματα – ενδεχομένως και αδιέξοδα – ακριβώς διότι η ιδιότητα του «τρίτου πόλου» δεν μπορεί πλέον λειτουργήσει όπως θα ήθελε.
Σε αντίθεση με τη στάση της σε σωρεία άλλων ζητημάτων, η Άγκυρα διατηρεί μια καθαρά φιλοδυτική στάση στο θέμα της Ουκρανίας. Έχει για παράδειγμα ταχθεί επανειλημμένα ενάντια στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και έχει υποστηρίξει τους Τατάρους της Κριμαίας και τα δικαιώματά τους εμπράκτως (με επενδύσεις και αναπτυξιακά έργα) μέσα από συμφωνίες που υπέγραψε με την κυβέρνηση της Ουκρανίας. Εξάλλου, η Τουρκία έχει προχωρήσει στην πώληση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (Drones/UAV) στην Ουκρανία.
Επιπλέον, η Μαύρη Θάλασσα αποτελεί έναν χώρο όπου οι σφαίρες επιρροής της Ρωσίας και της Τουρκίας (και του ΝΑΤΟ) συγκρούονται. Για τη Ρωσία, ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας δεν αφορά μόνο την ασφάλεια και την ισορροπία δυνάμεων στην εν λόγω περιοχή, αλλά και τη δυνατότητά της να διασφαλίζει την έξοδό της στα ζεστά νερά της Μεσογείου στο πλαίσιο των προσπαθειών της για μια πιο ευρεία προβολή ισχύος στο εξωτερικό.
Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν πάντοτε αυτά τα στοιχεία για να διατηρήσουν την Τουρκία κάπως κοντά στο Δυτικό στρατόπεδο. Σε ΝΑΤΟϊκό επίπεδο η συνεργασία συνέχισε να είναι αγαστή απέναντι στην κοινή απειλή της Ρωσίας. Εδώ που έχουμε φτάσει, όμως, τα πράγματα για την Τουρκία δεν είναι απλά. Δεν μπορεί εύκολα να μεταπηδήσει στο Δυτικό στρατόπεδο, όχι μόνο διότι δεν θέλει αλλά και διότι οι σχέσεις εξάρτησης που έχει αναπτύξει με τη Ρωσία καθιστούν την μετωπική αντιπαράθεση Άγκυρας-Μόσχας πολύ επικίνδυνη για την Τουρκία, πόσο μάλλον σε μια συγκυρία που είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την οικονομία της.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Τουρκία εισάγει σχεδόν το 50% του φυσικού της αερίου – που χρησιμοποιείται κυρίως για σκοπούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θέρμανσης – από τη Ρωσία. Παράλληλα, η Ρωσία έχει αναλάβει την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας Άκουγιου στην Τουρκία. To 2019 οι εισαγωγές της Τουρκίας από τη Ρωσία ανήλθαν στα 16.4 δις δολάρια, ενώ οι εξαγωγές προς την Ρωσία στα 4.28 δις δολάρια. Η Τουρκία παραμένει επίσης ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού σιταριού παρότι τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να διαφοροποιήσει τις εισαγωγές κάνοντας ανοίγματα στην Ουκρανία και την ΕΕ. Το ίδιο πράττει και αναφορικά με τις εισαγωγές ενέργειας μειώνοντας σταδιακά την εξάρτησή της από τη Ρωσία. Η Τουρκία έχει επιπλέον αγοράσει από την Ρωσία τους πυραύλους S-400 και εξαρτάται από τη Ρωσία για τη διαχείριση των ζητημάτων του συριακού και λιβυκού πολέμου, μεταξύ άλλων.
Από τα πιο πάνω ενδεικτικά στοιχεία αντιλαμβάνεται κανείς το κόστος που θα είχε η διάρρηξη των ρωσο-τουρκικών σχέσεων ή μια σοβαρή κρίση σε αυτές. Φυσικά η Τουρκία θα προσπαθήσει να διατηρήσεις τις εύθραυστες ισορροπίες. Ωστόσο, οι εντατικοποιημένες προσπάθειες της Δύσης να απομακρύνουν την Τουρκία από τη Ρωσία δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες στην Άγκυρα τη στιγμή που η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση και ο Ερντογάν δέχεται ισχυρές πιέσεις στο εσωτερικό από την αντιπολίτευση. Δεδομένου ότι η πολιτική του επιβίωση μέχρι και το 2023 – για τα «εγκαίνια» της «Νέας Τουρκίας» – είναι αυτή τη στιγμή ο πρωταρχικός του στόχος, ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται στην εξαιρετικά λεπτή θέση να πρέπει – εν μέσω της ουκρανικής κρίσης – να πλησιάσει τις ΗΠΑ χωρίς να διακινδυνεύσει τη συναλλακτική του σχέση με τη Ρωσία, η οποία για την τελευταία λειτουργεί ευνοϊκά και ως προς τους τριγμούς που δημιουργεί εντός της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας.
Πάντως η Τουρκία, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει εδώ και καιρό προχωρήσει σε μια μερική αναδίπλωση στην εξωτερική πολιτική, προσπαθώντας να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με κράτη όπως η Ελλάδα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, κτλ. Σε σχέση με το τελευταίο υπάρχουν μάλιστα αναφορές ότι η Τουρκία αποστασιοποιείται από τη Χαμάς την οποία και υπέθαλψε παντοιοτρόπως από το 2006 και εντεύθεν. Κάτι παρόμοιο φαίνεται να προσπαθεί ο Ερντογάν και με τους εξόριστους στην Τουρκία Αδελφούς Μουσουλμάνους – και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ευρύτερα – προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις του με την Αίγυπτο. Πέρα από τη συζήτηση για το κατά πόσο αυτή η στροφή είναι ειλικρινής – αν και μάλλον κρίνεται τακτικιστικής φύσης – αυτό που αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά είναι ότι τα περί τουρκικής απομόνωσης ήταν ανέκαθεν υπερβολές και ότι η Τουρκία διατηρεί τη δυνατότητα να ρυθμίζει, έστω μερικώς, τις διεθνείς της σχέσεις.
Επίλογος
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της ευρασιανικής κρίσης είναι πολύ σοβαρότερο από τις περιφερειακές σχέσεις της Τουρκίας καθώς, όπως προαναφέρθηκε, αφορά στο μακροεπίπεδο της διεθνούς πολιτικής και τη μεγάλη εικόνα των συστημικών ανακατατάξεων. Το αποτέλεσμα φυσικά παραμένει αβέβαιο, διότι τέτοια είναι η φύση του διεθνούς συστήματος αυτή τη στιγμή. Είτε η Τουρκία καταφέρει να διατηρήσει τον ρόλο του «τρίτου πόλου» είτε όχι, η μετάβαση της Τουρκίας προς μια μετα-ερντογανική εποχή δεν είναι πολύ μακριά. Συνεπώς, οι οποιεσδήποτε τουρκικές επιτυχίες ή αποτυχίες στη διαχείριση αυτών των τάσεων θα βρεθούν σύντομα υπό την πίεση νέων εσωτερικών πραγματικοτήτων.
Εάν αυτή η ακροσφαλής κατάσταση που επικρατεί στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας, με το σενάριο ενός πολέμου περιορισμένης κλίμακας και διάρκειας να είναι πολύ πιθανό στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, καταλήξει σε κάποιου είδους «διευθέτηση γιγάντων», τότε η Τουρκία θα μπορούσε να παίξει κάλλιστα – τόσο κατά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, όσο και στη νέα τάξη πραγμάτων – έναν ρόλο γεφυρωτικό αλλά όχι μη διεκδικητικό. Σκοπός της είναι να καταστεί πυλώνας της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, χωρίς να θεωρείται από τις άλλες δυνάμεις «δούρειος ίππος» ή κράτος-ταραξίας (spoiler). Αυτό θα ολοκλήρωνε, υπό μια έννοια, και τις πολυετείς προσπάθειές της για επαναπροσδιορισμό του ρόλου της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Το κατά πόσο η Τουρκία δύναται να πετύχει κάτι τέτοιο θα φανεί μόνο από τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα.
Του Ζήνωνα Τζιάρρα
Διαβάστε περισσότερα για την τουρκική εξωτερική πολιτική:
- Ζήνωνας Τζιάρρας, Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο (Αθήνα: Παπαζήση, 2020).
- Zenonas Tziarras, Turkish Foreign Policy: The Lausanne Syndrome in the Eastern Mediterranean and Middle East (Cham: Springer, 2022)
- Ζήνωνας Τζιάρρας, 8+2 Μύθοι για την Τουρκική Εξωτερική Πολιτική (Λευκωσία: Geopol Publishing, 2022)