Οι απόψεις του John Mearsheimer, για χρόνια γνωστές, έγιναν τώρα δημοφιλείς στις ιδεολογικές συγκρούσεις με αφορμή το Ουκρανικό. Πιο κάτω δεν αναλύεται ολόκληρο το έργο του, ούτε το ποιος είναι ο Mearsheimer. Μοιράζομαι όμως κι εγώ κάποιες σκέψεις ως διεθνολόγος που “ανήκει” στη Σχολή του Ρεαλισμού, όπως και ο Mearsheimer, μολονότι του Νεοκλασικού Ρεαλισμού.
Τηλεγραφικά, ο Ρεαλισμός ως θεωρητική σχολή των Διεθνών Σχέσεων – και ως Πολιτική Θεωρία, αν θέλετε, από την εποχή του Θουκυδίδη – αναπτύχθηκε στη σύγχρονη του μορφή (στα μέσα του 20ου αιώνα) ως Κλασικός Ρεαλισμός από συγγραφείς όπως ο Hans Morgenthau και εξελίχθηκε αργότερα από την εκδοχή του Δομικού Ρεαλισμού (ή Νεορεαλισμού). Μια βασική διαφορά μεταξύ των δύο, είναι ότι ενώ ο πρώτος λαμβάνει υπόψη τον άνθρωπο (και την ανθρώπινη του φύση) και το πως τα πολιτικά συστήματα – ως αντανάκλαση της ανθρώπινης φύσης – επηρεάζουν την κρατική συμπεριφορά (state behaviour) στο πλαίσιο ενός άναρχου διεθνούς συστήματος, ο δεύτερος (ο Νεορεαλισμός) μεταχειρίζεται το κράτος ως «μαύρο κουτί» (black box) το οποίο δεν χρειάζεται να ανοίξει (δηλαδή να αναλυθεί εσωτερικά) ώστε να ερμηνευθεί και να προβλεφθεί η διεθνής συμπεριφορά του. Διότι αυτή επηρεάζεται πρώτα και κύρια από την εκάστοτε δομή του άναρχου διεθνούς συστήματος με ό,τι αυτή συνεπάγεται (ισορροπίες ισχύος, διλήμματα ασφάλειας, συμμαχίες, απειλές, κτλ.). Πατέρας της Σχολής του Δομικού Ρεαλισμού ήταν ο Kenneth Waltz.
Από εκεί και ύστερα ο Νεορεαλισμός εξελίχθηκε (ή διασπάστηκε) μέσα από τη δημιουργία δύο παρακλαδιών: 1) τον Αμυντικό Ρεαλισμό και 2) τον Επιθετικό Ρεαλισμό. Και οι δύο ωστόσο παραμένουν «δομικοί ρεαλισμοί» ως προς την οντολογική (και επιστημολογική) τους προσέγγιση, δηλαδή του κράτους ως «μαύρου κουτιού» και κυρίαρχου δρώντα στις διεθνείς σχέσεις, και του διεθνούς συστήματος ως άναρχου. Ο Waltz μαζί με τον μεταγενέστερο (και θεωρητικό της Ισορροπίας των Απειλών) Stephen Walt (σσ. άλλος ο Waltz, άλλος ο Walt) ανήκουν στους αμυντικούς ρεαλιστές. Ο πολυσυζητημένος Mearsheimer ήρθε να αμφισβητήσει κάποιες θεωρητικές αρχές του Αμυντικού Ρεαλισμού, εισαγάγωντας το παρακλάδι του Επιθετικού Ρεαλισμού (με το βιβλίο η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων/The Tragedy of Great Power Politics).
Εν ολίγοις, ο Αμυντικός Ρεαλισμός υποστηρίζει ότι τα κράτη επιδιώκουν πρωταρχικά την ασφάλεια και επιβίωσή τους και ότι η διεθνής τους συμπεριφορά κατά κανόνα είναι υπέρ της διατήρησης του status quo (εξού και ο «αμυντικός» ρεαλισμός). Αντιθέτως, ο Mearsheimer υποστηρίζει ότι τα κράτη – κυρίως οι Μεγάλες Δυνάμεις – ως εγωιστικοί δρώντες που τείνουν να φοβούνται τις κινήσεις άλλων κρατών επιδιώκουν την μεγιστοποίηση της ισχύος τους προς τον σκοπό της επιβίωσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι μεταξύ Αμυντικού και Επιθετικού Ρεαλισμού, ενώ τα κίνητρα (drivers) εξωτερικής πολιτικής είναι εν πολλοίς τα ίδια, το αποτέλεσμα της διεθνούς συμπεριφοράς παρουσιάζεται εκ διαμέτρου αντίθετο. Ο Νεοκλασικός Ρεαλισμός (που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1990) ήρθε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο (και μεταξύ Κλασικού και Νεο-Ρεαλισμού), αλλά αυτή είναι συζήτηση για μια άλλη φορά.
Ο Mearsheimer λοιπόν με εκτενές άρθρο του στο Foreign Affairs από το 2014 και σε μεταγενέστερες ομιλίες του και άρθρα αναλύει, χωρίς ξεκάθαρες θεωρητικές αναφορές παρά μόνο στο ότι το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν ήταν ποτέ πραγματική εγγύηση κατά ενός νέου πολέμου, το γιατί η Δύση φταίει για το Ουκρανικό. Εξιστορεί όλα ή σχεδόν όλα τα στάδια της κρίσης όπως εκτυλίχθηκαν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, καταλήγοντας, εν ολίγοις, στο ότι η προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ – που εκμεταλλεύτηκε την τότε αδυναμία της μεταψυχροπολεμικής Ρωσίας – ήταν ο παράγοντας που εξώθησε τη Ρωσία να εμπλακεί ενεργητικά στο Ουκρανικό, αρχής γενομένης με την προσάρτηση της Κριμαίας – που θα γινόταν δυνητικά βάση του ΝΑΤΟ. Και στο ότι το 2014 δεν ήταν το τέλος της σύγκρουσης. Η επιμονή της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ θα είχε και άλλες επιπτώσεις.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Προσωπικά συμφωνώ με την ανάλυση του Mearsheimer, τα έχω πει πολλές φορές δημοσίως και έχω δεχτεί τις ανάλογες αντιδράσεις. Το πρόβλημα είναι πως ο Mearsheimer παρακάμπτει, εν μέρει, την ίδια του την θεωρία ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει και τις αδυναμίες της. Παρακάμπτει την θεωρία του διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις αναθεωρητικές τάσεις – μεγιστοποίησης της ισχύος – της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης, και αποκαλύπτει τις αδυναμίες της διότι λόγω θεωρητικού πλαισίου δεν αποδίδει σημασία στα ζητήματα ιδεολογίας και ταυτότητας εντός Ρωσίας, τα οποία σε συνάρτηση με το συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα έχουν μεγάλη επίδραση στην κρατική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, πως γίνεται να μην λαμβάνεται υπόψη ότι περί το 80% των κατοίκων της Κριμαίας είναι ρωσόφωνοι και διάκεινται φιλικά προς τη Ρωσία; Ναι, η Κριμαία πολύ πιθανόν να κατέληγε ΝΑΤΟϊκή βάση. Μήπως όμως η δημογραφία (και η ιστορία) της δεν έπαιξε ρόλο στους υπολογισμούς του Πούτιν, ή και στον τρόπο με τον οποίο έγινε η προσάρτηση;
Δεύτερον, μήπως η Κριμαία για τη Ρωσία δεν έχει και γεωστρατηγική αξία – την αξία του είδους που αναζητεί μια Μεγάλη Δύναμη που θέλει να μεγιστοποιήσει την ισχύ της; Δεν δίνει στην Ρωσία τη δυνατότητα ελέγχου στρατηγικών λιμανιών και τεράστιου χώρου στη Μαύρη Θάλασσα και κατ’ επέκταση στα Στενά του Κέρτς και στην Αζοφική; Τρίτον, γιατί η απόσχιση αρχικά έγινε στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ; Μήπως οι ταυτοτικοί παράγοντες δεν έπαιξαν ρόλο; Τέταρτον, γιατί παρότι το Κίεβο θεωρείται το κέντρο βάρους της ρωσικής επέμβασης, το ενδιαφέρον εστιάστηκε κυρίως στην κατάληψη όλης της ουκρανικής ακτογραμμής αλλά και σε σημεία στρατηγικά για την οικονομία όπως το Χάρκοβο (που βρίσκεται ακόμα υπό κλοιό); Τί θα έλεγε ο Mearsheimer στο βιβλίο του; Κάθε κράτος που θέλει να μεγιστοποιήσει την ισχύ του γίνεται αναθεωρητικό και, ενίοτε, επεκτατικό. Γιατί; Διότι, όπως πάντοτε στην ιστορία, ψάχνει για πόρους, στρατηγικό βάθος, και επιρροή. Δεν μπορείς να μεταπηδήσεις καθεστώς στην κατάταξη της διεθνούς ισχύος χωρίς αυτά. Τα ίδια έκαναν και οι Αμερικάνοι (σε μεγαλύτερη κλίμακα φυσικά), τα ίδια κάνουν και οι Κινέζοι, και οι Τούρκοι, και οι Ιρανοί, κτλ. Όταν μιλάμε για Διεθνή Θεωρία, πρέπει να μπορούμε να αντιληφθούμε πως αυτή η θεωρία βρίσκει εφαρμογή, όχι μόνο σε μια περιπτωσιολογία αλλά γενικότερα (πάντοτε με τις ελλείψεις της). Και η Ρωσία δεν είναι μοναδική (unique) περίπτωση.
Ορίστε λοιπόν και ένα Νεοκλασικό Ρεαλιστικό σχήμα: Η διεθνής συμπεριφορά δεν καθορίζεται, ούτε μόνο από τη δομή του διεθνούς συστήματος, ούτε μόνο από τις απόψεις του οποιουδήποτε ηγέτη. Υφίσταται πάντοτε μια διάδραση μεταξύ των δύο η οποία ελέγχεται ή όχι αναλόγως πολιτικού συστήματος και επιτρεπτικού (ή όχι) διεθνούς περιβάλλοντος. Και το αποτέλεσμα στη διεθνή συμπεριφορά δεν είναι πάντοτε το Α ή το Β. Μπορεί να είναι το Γ και το Δ ή ένας συνδυασμός των παραπάνω. Συνεπώς: Το ΝΑΤΟ και η Δύση έχουν ευθύνες, προσωπικά διαφωνώ με την επέκτασή του και έχω γράψει στο παρελθόν την άποψή μου. Αλλά τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Και στον (Επιθετικό) Ρεαλισμό, τα κράτη αντιδρούν μεν στην ανασφάλεια και τις προσλήψεις των απειλών αλλά αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα επεκτατική δράση. Ιδιαίτερα εφόσον η Ρωσία, παρά την επέκταση του ΝΑΤΟ, δεν απειλήθηκε ποτέ στην πράξη (δεν δέχτηκε ποτέ επίθεση) – αν και αυτή είναι η επικρατούσα άποψη στη Μόσχα – ενώ συνέβαλε (όπως και οι ΗΠΑ) στην επιδείνωση των ρωσο-δυτικών σχέσεων τα τελευταία 15 περίπου χρόνια. Σε όλο αυτό, για να είμαστε σωστοί, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι προσλήψεις ασφάλειας των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής έναντι της Ρωσίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Υπό αυτό το πρίσμα, απολύτως αναγκαία και θεμιτή η ανάλυση του ιστορικού πλαισίου και των σημείων εξέλιξης της κρίσης, διότι τίποτα στη διεθνή πολιτική δεν αποτελεί παρθενογένεση. Κατανοητή – και σωστή – και η πολιτική χροιά των παρεμβάσεων του Mearsheimer ο οποίος ασκεί κριτική σε ένα κατεστημένο το οποίο υπηρέτησε έμμεσα ή άμεσα. Ατελής και μη σφαιρική όμως η προσέγγιση του Mearsheimer – ιδιαίτερα εφόσον παραβιάζει τα θεωρητικά αξιώματα του ίδιου του συγγραφέα – αμελώντας να ερμηνεύσει και τον ρωσικό ρόλο.
Φυσικά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Mearsheimer δεν επιδοκίμασε ποτέ την ρωσική εισβολή (ή την προσάρτηση της Κριμαίας και τις αποσχίσεις), ούτε τα δικαιολόγησε. Τοποθέτησε αυτές τις δράσεις σε ένα πλαίσιο αίτιων και αιτιατών (όπως αναλύθηκε εν συντομία πιο πάνω). Το προβληματικότερο της υπόθεσης είναι πως οι αναλύσεις του Mearsheimer χρησιμοποιούνται σήμερα από άτομα π.χ. της μαρξιστικής ή μεταμοντέρνας σχολής για να υποστηρίξουν το ότι δικαιολογούν την ρωσική εισβολή. Δηλαδή άτομα που θεωρητικά και ιδεολογικά – όπως είναι καταγραμμένο στη βιβλιογραφία – αντιμετώπιζαν τον όποιο Mearsheimer ως έναν «λευκό», «privileged», «αγγλοσάξωνα», «αμοραλιστή», «ανιστόρητο» θεωρητικό του δυτικού ιμπεριαλισμού, σήμερα τον εργαλειοποιούν για τη νομιμοποίηση των θέσεών τους. Και, από την άλλη, οι έχοντες δυτικό-ΝΑΤΟϊκά κολλήματα, που κάποτε διάβαζαν Mearsheimer στο πτυχίο και θαύμαζαν, βάλθηκαν να τον αποδομήσουν ως έναν «άχρηστο» διεθνολόγο. Προσωπικά δεν έχω ούτε είδωλα, ούτε ινδάλματα ανθρώπινα. Αλλά η ακύρωση – ή η υπεραπλούστευση και εργαλειοποίηση – λόγω ιδεοληψίας ένός ανθρώπου που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων – πιθανόν επειδή δεν γίνεται αντιληπτό το έργο του – δεν τιμά κανέναν.
Του Ζήνωνα Τζιάρρα