Τζιάρρας: Η Άγκυρα αμφισβητεί τη δυτική κυριαρχία [Συνέντευξη]

Συνέντευξη που δόθηκε στη Νικολέττα Κουρούσιη.

«Αδόκιμος και ανακριβής» είναι ο χαρακτηρισμός που προβάλλεται για την Τουρκία ως «επιτήδεια ουδέτερη» για τη στάση της στο Ουκρανικό, υποστηρίζει ο διεθνολόγος Δρ Ζήνωνας Τζιάρρας. Σε συνέντευξή του στον «Φ» εξηγεί ότι η Άγκυρα έχει ακολουθήσει καθαρά φιλοδυτικές ενέργειες, που έχουν και αποτελεσματικότητα ως προς τις προσπάθειες για διάλογο και αποκλιμάκωση της κρίσης και οι οποίες εμπίπτουν στη στρατηγική αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Επισημαίνει ότι η αυτονομία από τη Δύση, που επιδιώκει η Τουρκία, την ώρα που εκ των πραγμάτων είναι ενσωματωμένη στους δυτικούς θεσμούς, αποτελεί απλώς ένα βήμα προς τον σκοπό της περαιτέρω αμφισβήτησης της δυτικής κυριαρχίας ή της λεγόμενης διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, σε συνεργασία με άλλα κράτη, που επιδιώκουν ίδιους ή παρόμοιους στόχους.

Τονίζει ακόμη ότι η Τουρκία έχει καταφέρει να αναδειχθεί ως ένας σημαντικός –μολονότι δύσκολος –εταίρος, κεφαλαιοποιώντας τη γεωστρατηγική θέση, την αυξανόμενη εθνική ισχύ και τη διευρυμένη εξωτερική δράση της, ενώ σημειώνει ότι «οι δύο πόλοι της σύγκρουσης αποδέχονται τον ενδιάμεσο ρόλο της, τον οποίον είναι πιθανόν να καταφέρει να διατηρήσει», χωρίς να αποκλείει ότι θα γίνουν δυσκολότερα τα πράγματα για την Άγκυρα αν βαθύνει περισσότερο η ρήξη μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ. 

Προειδοποιεί ότι ενδεχόμενη επανεκλογή Ερντογάν, με φόντο και τη νέα διεθνή τάξη,που αναδύεται λόγω του Ουκρανικού, ενδέχεται να δημιουργήσει νέες πιέσεις για τη διευθέτηση των ανοιχτών ζητημάτων της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ υπογραμμίζει ότι σε κάθε περίπτωση η Λευκωσία πρέπει να επαγρυπνεί, εξαιτίας των ραγδαίων μεταβολών στην Ανατολική Μεσόγειο και τον κόσμο.

Καταληκτικά αναφέρει ότι «εδώ και 60 χρόνια δικαιολογούμε τις αδυναμίες μας, λέγοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα «νεαρό» κράτος» και στέλνει το μήνυμα ότι «όσα χρόνια κι αν περάσουν, αν οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου δεν σοβαρευτούν, το κράτος θα παραμείνει «νεαρό» – στην καλύτερη περίπτωση».

-«Επιτήδεια ουδέτερη» έχει χαρακτηριστεί η Τουρκία για τη στάση που κρατά στο θέμα της Ουκρανίας. Ένας χαρακτηρισμός που της αποδόθηκε και για την πολιτική που ακολούθησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεωρείτε ότι ιστορικά έχει μια συνέχεια ο τρόπος που η Άγκυρα συμπεριφέρεται στο διπλωματικό πεδίο;

-H σημερινή συγκυρία δεν έχει καμία σχέση με την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε η Τουρκία παρέμεινε, όντως, επιτήδεια ουδέτερη μέχρι το τέλος. Έχοντας την καταστροφική και τραυματική εμπειρία του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, όπου – ως Οθωμανική Αυτοκρατορία – πολέμησε με τις Κεντρικές Δυνάμεις, εντάχθηκε στον Β’ΠΠ στο πλευρό των Συμμάχων τον Φεβρουάριο του 1945 μόνο αφότου το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Στην Ευρώπη, ο πόλεμος τελείωσε τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί επίσης, ότι μέχρι εκείνη την περίοδο η Τουρκία, μολονότι φιλοδυτική επί της αρχής, διατηρούσε μια εν πολλοίς απομονωτική και επιφυλακτική εξωτερική πολιτική. Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και το εντεινόμενο αίσθημα ανασφάλειας για τη σοβιετική απειλή, μεταξύ άλλων, οδήγησαν την Τουρκία στην ιστορική απόφαση να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ το 1952. Ως αποτέλεσμα εμπεδώθηκε και θεσμοποιήθηκε ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, και χωρίς φυσικά να λείπουν οι εξαιρέσεις.

Η στάση της Τουρκίας στο Ουκρανικό είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του 1945. Σήμερα, ο χαρακτηρισμός του «επιτήδειου ουδέτερου» είναι αδόκιμος και ανακριβής.

Φυσικά, η Τουρκία δεν εφάρμοσε τις κυρώσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, για λόγους που έχουν να κάνουν με την οικονομική κρίση εντός της χώρας, αλλά και την προσπάθειά της να παίξει έναν μεσολαβητικό ρόλο, στο πλαίσιο της αυτονόμησης του διεθνούς της ρόλου. Ωστόσο, η Τουρκία καταδίκασε εξαρχής την προσάρτηση της Κριμαίας και την απόσχιση του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ. Πριν από τον πόλεμο είχε αυξήσει τις εισαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία μειώνοντας τις αντίστοιχες από τη Ρωσία, ενώ Άγκυρα και Κίεβο είχαν υπογράψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ήδη από το 2021 πώλησε μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Ουκρανία, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι έστειλε και άλλα εν μέσω του πολέμου. Τέλος, ψήφισε κατά της Ρωσίας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και έκλεισε τα στενά του Βοσπόρου/Δαρδανελλίων, καθώς και τον εναέριό της χώρο για ρωσικά αεροσκάφη, που ταξιδεύουν προς τη Συρία. Μάλιστα, η Τουρκία έχει πράγματι καταφέρει να φέρει στο τραπέζι των συνομιλιών την Ρωσία και την Ουκρανία. Αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά ενός – επιτήδεια – ουδέτερου κράτους, αλλά καθαρά φιλοδυτικές κινήσεις, οι οποίες μάλιστα έχουν και αποτελεσματικότητα ως προς τις προσπάθειες για διάλογο και αποκλιμάκωση. Εμπίπτουν φυσικά και στην στρατηγική αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

-Αναφέρατε ότι η στάση της Τουρκίας στο Ουκρανικό είναι σχετική με την επιθυμία να αναδειχθεί ως ανεξάρτητος ή αυτόνομος στρατηγικός παράγοντας στο διεθνές σύστημα. Μιλήστε μας για τους στρατηγικούς στόχους της.

-Καταρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η ύπαρξη κάποιων στρατηγικών στόχων δεν τους καθιστά κατ’ ανάγκη εφικτούς, oύτε όμως και ευκαταφρόνητους, διότι και μόνο η προσπάθεια επίτευξής τους μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. 

Πέραν από την φιλοδοξία της να προβάλει την ισχύ της με διάφορους τρόπους στον πρώην οθωμανικό χώρο και να αναδειχθεί από υπερπεριφερειακή έως και μεγάλη δύναμη, η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να συμμετάσχει στη διαμόρφωση μιας νέας διεθνούς τάξης, που δεν θα κυριαρχείται από τη Δύση. Παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες, σε αυτό συναινούν τα ιδεολογικά ρεύματα τόσο του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ όσο και του Ευρασιανισμού. Σύμφωνα π.χ. με τον Νταβούτογλου και τον Ερντογάν, αυτή η νέα τάξη πρέπει να είναι με όρους ισχύος και πολιτισμικούς πιο πλουραλιστική, συμμετοχική, πολυπολική και πολυπολιτισμική. Και αυτό πρέπει να βρίσκει έκφραση στους θεσμούς της διεθνούς διακυβέρνησης, με πρώτο και κύριο τον ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας. 

Συνεπώς η αυτονομία από τη Δύση που επιδιώκει η Τουρκία, ενώ είναι εκ των πραγμάτων ενσωματωμένη στους δυτικούς θεσμούς, αποτελεί απλώς ένα βήμα προς τον σκοπό της περαιτέρω αμφισβήτησης της δυτικής κυριαρχίας – ή της λεγόμενης διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Πάντα σε συνεργασία με άλλα μη δυτικά ή αντιδυτικά κράτη, που επιδιώκουν ίδιους ή παρόμοιους στόχους.

-Βλέπουμε ότι παρά τις τεταμένες περιόδους με τη Δύση, η Τουρκία έχει καταφέρει  να «ισορροπήσει» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Ποιοι παράγοντες εκτιμάτε ότι συνέβαλαν σε αυτό;

-Η Τουρκία έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τη γεωστρατηγική θέση, την αυξανόμενη εθνική ισχύ και τη διευρυμένη εξωτερική δράση της σε συνάρτηση με τις μεταβολές στο διεθνές σύστημα, οι οποίες αφενός έχουν δημιουργήσει κενά ισχύος (άρα ευκαιρίες) και αφετέρου έχουν καταστήσει την Τουρκία πιο σημαντικό – μολονότι πιο δύσκολο – εταίρο εν μέσω μιας τουλάχιστον μερικής αμερικανικής υποχώρησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία πολλές φορές δημιουργεί προβλήματα για να παρουσιαστεί αργότερα ως η λύση. Τοιουτοτρόπως αποκτά διαπραγματευτικά χαρτιά, που χρησιμοποιεί στις συναλλακτικές της σχέσεις με άλλα κράτη, καθώς και τη δυνατότητα διαμόρφωσης της εκάστοτε γεωπολιτικής ατζέντας (agenda setting capacity). 

-To γεγονός ότι η σύγκρουση μεταξύ Μόσχας και Δύσης μεγαλώνει, θεωρείτε ότι αναπόφευκτα θα επηρεάσει και τη στάση της Άγκυρας ως μέλους του ΝΑΤΟ; Θεωρείτε ότι η Τουρκία θα καταφέρει να ελίσσεται μέσα σε ένα ολοένα και πιο ασταθές διεθνές περιβάλλον;

-Απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να δώσει η στάση τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας, οι οποίες αντιμετωπίζουν κάποια διλήμματα και κάποιες αδυναμίες. Οι μεν ΗΠΑ αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα του τουρκικού ρόλου έναντι της Ρωσίας, αλλά και αναφορικά με τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης. Εκτιμούν επίσης τις φιλοδυτικές κινήσεις της Άγκυρας, αλλά παραμένουν επιφυλακτικές, προσπαθώντας να βρουν τρόπους για να την επαναφέρουν στο δυτικό στρατόπεδο.

Η Ρωσία ενοχλείται σαφώς από τις φιλοδυτικές κινήσεις της Τουρκίας, αλλά ευνοείται από τη μη επιβολή κυρώσεων, βρίσκει διέξοδο από αυτές μέσα από την Τουρκία και θέλει να διατηρήσει τη δυνατότητα εργαλειοποίησής της με τρόπο διασπαστικό εντός του ΝΑΤΟ.

Με λίγα λόγια οι δύο «πόλοι» της σύγκρουσης αποδέχονται τον ενδιάμεσο ρόλο της Τουρκίας και είναι πιθανόν η Τουρκία να καταφέρει να τον διατηρήσει. Δυσκολότερα θα γίνουν τα πράγματα για την Άγκυρα αν βαθύνει περισσότερο η ρήξη μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ. Σε ένα τέτοιο σενάριο, είναι πιθανότερο η Τουρκία να ταχθεί με τον ένα από τους δύο πόλους πιο ξεκάθαρα (μάλλον με τη Δύση), αλλά και πάλι όχι κατ’ ανάγκη.

-Xρονιά εκλογών το 2023 και για την Τουρκία και για εμάς. Πώς εκτιμάτε ότι θα επηρεάσει αυτό τις εξελίξεις στο Κυπριακό; Πώς θα επηρεάσει την τουρκική πολιτική;

-Το βέβαιο είναι ότι μέχρι τις τουρκικές εκλογές (τον Ιούνιο του 2023) δεν πρέπει να περιμένουμε τις οποιεσδήποτε θετικές εξελίξεις στο Κυπριακό ή στα ελληνοτουρκικά. Η κάπως βελτιωμένη εκλογική δυναμική της αντιπολίτευσης και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το ΑΚΡ και ο Ερντογάν δεν θα επιτρέψουν ουσιαστικές κινήσεις σε εθνικά ευαίσθητα θέματα. Μάλλον το αντίθετο: Όπως είδαμε και με τη νέα τουρκική επέμβαση στο βόρειο Ιράκ, ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για να συσπειρώσει εθνικιστικές και συντηρητικές ψήφους. Αυτό δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει και τακτικές κινήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάντως η επανεκλογή Ερντογάν δεν πρέπει να αποκλείεται, αλλά ούτε και νέες κινήσεις επαναπροσδιορισμού του τουρκικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο πριν ή μετά τις εκλογές.

Η επανεκλογή του Ερντογάν, με φόντο και τη νέα διεθνή τάξη, που αναδύεται λόγω του Ουκρανικού, ενδέχεται να δημιουργήσει νέες πιέσεις για τη διευθέτηση των ανοιχτών ζητημάτων της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Λευκωσία πρέπει να επαγρυπνεί

-Βλέπουμε ότι εξομαλύνονται οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ.  Θεωρείτε ότι είναι κάτι που πρέπει να ανησυχήσει τη Λευκωσία;

-H εν λόγω εξέλιξη ήτανε κάτι απολύτως αναμενόμενο. Με δεδομένο ότι το Ισραήλ δεν αντιλαμβάνεται τις εξωτερικές του σχέσεις ως αλληλοαποκλειόμενες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι η ομαλοποίηση των τουρκοισραηλινών σχέσεων θα οδηγήσει σε κάποιου είδους διάρρηξη στις κυπροισραηλινές σχέσεις. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν η στάση του Ισραήλ έναντι της Κύπρου και το βάθος της συνεργασίας να επηρεαστούν αρνητικά, αφού οι υπολογισμοί του Ισραήλ θα είναι αναγκαστικά πιο περίπλοκοι και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αντιλήψεις της Τουρκίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει αποδυνάμωση της συνεργασίας σε τομείς όπως είναι η ασφάλεια και η στρατιωτική συνεργασία. Σε κάθε περίπτωση, η Λευκωσία πρέπει να αγρυπνεί γενικότερα, εξαιτίας των ραγδαίων μεταβολών στην Ανατολική Μεσόγειο και τον κόσμο.

Εργαλεία λαϊκισμού Κυπριακό και εξωτερική πολιτική.

-Πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο σας «8+2 Μύθοι για την Τουρκική Εξωτερική Πολιτική». Αναφέρατε ότι κατά κόρον  εξετάζουμε την τουρκική εξωτερική πολιτική μέσα από τον δικό μας φακό, αγνοώντας τις ευρύτερες εσωτερικές κι εξωτερικές πραγματικότητες της Τουρκίας. Πού οφείλεται αυτό;

-Οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει υιοθετήσει κάποιο στρατηγικό έγγραφο (π.χ. Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας), ούτε έχει θεσμικές δυνατότητες στον τομέα του σχεδιασμού και της στρατηγικής (π.χ. Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και κρατικό ινστιτούτο στρατηγικών μελετών), καθιστά την κυπριακή εξωτερική πολιτική έρμαιο του ιδεολογικού πλαισίου, των ιδεοληψιών, και των μικροπολιτικών ή μικροκομματικών συμφερόντων της εκάστοτε κυβέρνησης.

Έτσι, ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής, όπως και η στρατηγική στο Κυπριακό, καταλήγουν να είναι εργαλεία λαϊκισμού και προεκλογικών εκστρατειών. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές ελίτ ενδιαφέρονται περισσότερο για την εικόνα (και τα πολιτικά οφέλη που αυτή μπορεί να φέρει) παρά για την ουσία, αφήνοντας την τύχη του κράτους στα χέρια της επόμενης προεδρίας – αφού πρώτα καπηλευτούν τα λάθη της προηγούμενης.

Ως εκ τούτου, η εξωτερική πολιτική ασκείται στη βάση μιας επιφανειακής – πολύ συχνά λανθασμένης – ανάγνωσης και κατανόησης της Τουρκίας, χωρίς μια οργανωμένη θεσμική υποστήριξη ή τον συντονισμό των μέσων και των στόχων (δεδομένου ότι όντως υπάρχουν στόχοι). Κινείται δε πάντοτε στη λογική του εφήμερου, «κατακερματίζοντας» τον ιστορικό χρόνο και αποτρέποντας τη δημιουργία στρατηγικού βάθους. Εδώ και 60 χρόνια δικαιολογούμε τις αδυναμίες μας λέγοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα «νεαρό» κράτος. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αν οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου δεν σοβαρευτούν, το κράτος θα παραμείνει «νεαρό» – στην καλύτερη περίπτωση

Σ.Σ: Ο δρ  Ζήνωνας Τζιάρρας είναι διεθνολόγος, συνιδρυτής του Geopolitical Cyprus και συγγραφέας των βιβλίων Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο και 8+2 Μύθοι για την Τουρκική Εξωτερική Πολιτική.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά στον κυριακάτικο “Φιλελεύθερο” την 1η Μαΐου 2022 και ηλεκτρονικά εδώ.

Leave a Reply