Πιο κάτω παρουσιάζεται μεταφρασμένη η βιβλιοκριτική του Νίκου Μουδουρου για το βιβλίο 8+2 Μύθοι για την Τουρκική Εξωτερική Πολιτική του Ζήνωνα Τζιάρρα, όπως δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Cyprus Review. Μπορείτε να διαβάσετε την αγγλική εκδοχή εδώ.
8+2 Μύθοι για την τουρκική εξωτερική πολιτική
Ζήνωνας Τζιάρρας
GeoPol Publishing, Nicosia
February 2022, pp. 102
ISBN: 978-9925-7860-0-8
Πρόλογος:
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι το ζήτημα που απασχολεί ίσως περισσότερο από κάθε άλλο τον ελληνόφωνο χώρο στο επίπεδο της δημοσιογραφικής κάλυψης, της άσκησης της διπλωματίας, τη έρευνας και της ανάλυσης. Η συγκεκριμένη διαπίστωση από τον Ζήνωνα Τζιάρρα στην εισαγωγή του βιβλίου του δεν είναι τυχαία, αφού τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος αντιμετωπίζουν σοβαρά και μακροχρόνια γεωπολιτικά προβλήματα με την Τουρκία. Ωστόσο είναι επίσης γεγονός ότι παρά την σημαντικότητα του θέματος, πολλές φορές οι αναλύσεις για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χαρακτηρίζονται από λανθασμένες ερμηνείες και μύθους που εμπεριέχουν κάποιες βασικές αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά υπάρχουν προσπάθειες ερμηνείας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας που υπερβάλλουν για τις δυνατότητες της κυβέρνησης Ερντογάν. Από την άλλη πλευρά, εμφανίζονται και αναλύσεις που υποτιμούν τις δυνατότητες και το ρόλο της Τουρκίας.
Σε αυτό ακριβώς το δίλημμα των αντιφάσεων προσπαθεί να ανοίξει το διάλογο το βιβλίο του Ζήνωνα Τζιάρρα με τίτλο 8+2 Μύθοι για την τουρκική εξωτερική πολιτική, το οποίο έχει εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις GeoPol στη Λευκωσία. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο τίτλο του κειμένου, η έκδοση αυτή εξετάζει συνοπτικά δέκα βασικούς μύθους, με στόχο να συνεισφέρει στη δημόσια συζήτηση γύρω από το μείζον θέμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Οι περισσότεροι από τους υπό εξέταση μύθους εμφανίζονται συχνά – πυκνά στο δημόσιο διάλογο σε Ελλάδα και Κύπρο. Ένα μικρός αριθμός αυτών σχετίζεται περισσότερο με το πως η ίδια η Άγκυρα επιδιώκει να προωθήσει πτυχές της εξωτερικής της πολιτικής. Η επιλογή των συγκεκριμένων δέκα μύθων από τον συγγραφέα, βασίστηκε σε πιο παραδοσιακά αλλά και σύγχρονα θέματα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, τα οποία εμφανίστηκαν στη διεθνή και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, αλλά και στην επικαιρότητα.
Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας υπογραμμίζει στην εισαγωγή, αλλά και στα συμπεράσματα, το συγκεκριμένο βιβλίο συμπυκνώνει θεματικές ενότητες που θα μπορούσαν από μόνες τους χωριστά να αποτελέσουν βιβλία. Είναι ξεχωριστά ζητήματα που χρειάζονται περαιτέρω ανάλυσης. Από αυτό το σημείο εξάγεται λοιπόν και η σημαντική διάσταση της συνεισφοράς του Ζήνωνα Τζιάρρα. Το συγκεκριμένο κείμενο εκδόθηκε όχι με στόχο να αναλύσει και να απαντήσει ολοκληρωμένα σε όλα τα θέματα που δημιουργεί η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Αντίθετα, στόχος της έκδοσης είναι να θέσει κάποιες νέες βάσεις περιεκτικής συζήτησης για περεταίρω έρευνα που θα στηρίζεται τόσο σε ένα ολοκληρωμένο ιστορικό πλαίσιο, όσο και σε συγκεκριμένα θεωρητικά πλαίσια. Με αυτό τον τρόπο, το κείμενο του Ζήνωνα Τζιάρρα μπορεί να αποτελέσει μια εναρκτήρια προσπάθεια για την αναζήτηση μιας προοπτικής ανάλυσης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας που δεν θα περιορίζεται από τον «ελληνικό ή κυπριακό» φακό, αλλά θα λαμβάνει υπόψη της τις ευρύτερες πραγματικότητες της ίδιας της Τουρκίας, οι οποίες και επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής.
Στο ίδιο ακριβώς επίπεδο θα πρέπει να σημειωθεί η χρησιμότητα της έκδοσης του κειμένου αυτού στην ελληνική γλώσσα. Η θετική συνεισφορά του στις προοπτικές για ένα βαθύτερο και πιο περιεκτικό διάλογο σε σχέση με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, μεγιστοποιείται γιατί η χρήση της ελληνικής γλώσσα φυσιολογικά φέρνει πιο κοντά στην κοινωνία κάποια από τα σημαντικά θέματα που απασχολούν την πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα. Παράλληλα, οι μύθοι που πραγματεύεται το βιβλίο παρουσιάζουν κάποιες αντιφάσεις μεταξύ τους και ακριβώς αυτές οι αντιφάσεις είναι ίσως ένα από τα κυριότερα θέματα μιας μελλοντικής ολοκληρωμένης έρευνας.
Η δομή και το περιεχόμενο
Παρόλο που ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει από την αρχή του βιβλίου ότι η προσπάθεια συζήτησης των μύθων που συνοδεύουν την τουρκική εξωτερική πολιτική είναι συνοπτική, εντούτοις μεριμνά να θέσει ένα γενικότερο πλαίσιο ανάλυσης, το οποίο μπορεί να βοηθήσει στην θεωρητική εμβάθυνση της μελέτης. Σύμφωνα με τον Ζήνωνα Τζιάρρα, η Τουρκία επιδιώκει να γίνει μια μεγάλη δύναμη που να μπορεί να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με άλλες μεγάλες δυνάμεις. Περαιτέρω επιδιώκει όπου μπορεί να αλλάξει το στάτους κβο προς όφελος της. Στο θεωρητικό πλαίσιο του επιθετικού ρεαλισμού, τα προαναφερθέντα αποτελούν και την ουσία του ορισμού του αναθεωρητικού κράτους. Επομένως το βιβλίο αυτό προσπαθεί να επανατοποθετήσει το δημόσιο διάλογο για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας με βασικό προσανατολισμό ότι τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα ο στόχος της Άγκυρας δεν είναι απλά η διασφάλιση της ασφάλειας του κράτους, αλλά πολύ περισσότερο η μεγιστοποίηση της ισχύς του και η βελτίωση της θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας δεν εγκλωβίζει την συζήτηση για τους μύθους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε μια μονοδιάστατη συζήτηση περί αναθεωρητισμού. Αντίθετα αναλόγως του θέματος που προκύπτει στις ενότητες του βιβλίου καταγράφονται σύντομα διαφορετικά θεωρητικά σχήματα που βοηθούν στον εμπλουτισμό των γνώσεων και των εργαλείων ανάλυσης της πολιτικής που προσπαθεί να υλοποιήσει η Άγκυρα διεθνώς, αλλά και περιφερειακά.
Ο πρώτος μύθος που επεξεργάζεται το κείμενο επικεντρώνεται στην αντίληψη που υποστηρίζει ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν αλλάζει ποτέ και ότι ήταν ανέκαθεν αναθεωρητική. Όπως φαίνεται από την ανάλυση, για πάρα πολλές δεκαετίες μετά την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, η βασική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής ήταν η διατήρηση του στάτους κβο με κάποιες σημαντικές εξαιρέσεις όπως η ανεπιτυχής προσπάθεια προσάρτησης της Μοσούλης και η μετέπειτα προσάρτηση της Αλεξαντρέττας. Στο ίδιο πλαίσιο ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η πιο επιθετική πολιτική της Τουρκίας στα ζητήματα του Κυπριακού και του Αιγαίου, ήταν αποτέλεσμα περισσότερο μιας αμυντικής – αντιδραστικής τάσης με επίκεντρο την αντιμετώπιση κατασκευασμένων ή πραγματικών απειλών ενάντια στην ασφάλεια της χώρας. Αντίθετα, όπως υπογραμμίζεται στο βιβλίο την περίοδο του ΑΚΡ καταγράφεται μια πιο ξεκάθαρη προσπάθεια αλλαγής του στάτους κβο μέσα από στρατηγικές επέκτασης της επιρροής της Τουρκίας. Συνεπώς η αντίληψη που προωθεί την τουρκική εξωτερική πολιτική ως μια αναλλοίωτη πολιτική στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου, αφαιρεί την δυνατότητα αξιολόγησης μεγαλύτερων ή μικρότερων κινδύνων που προκαλεί η σημερινή φάση της όντως αναθεωρητικής πολιτικής του Ερντογάν.
Ο δεύτερος μύθος είναι αυτός που ερμηνεύει την τουρκική εξωτερική πολιτική ως χαοτική και χωρίς πλάνο. Ακριβώς εδώ εντοπίζεται και μια από τις σοβαρότερες αντιφάσεις με τον πρώτο μύθο περί της αναλλοίωτης ιστορικής συνέχειας ή ακόμα και με την αντίληψη περί ενός πανίσχυρου τουρκικού κράτους που μπορεί να εφαρμόζει άψογα την στρατηγική του. Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας με το παράδειγμα της πολιτικής της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η Άγκυρα προχωρεί στην αναβάθμιση μέσων όπως η στρατιωτική ισχύς, με στόχο την εξυπηρέτηση μακροπρόθεσμων στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο, ωστόσο αυτή η πολιτική δεν υλοποιείται σε ένα χαοτικό κενό. Αντίθετα αξιοποιεί προηγούμενες προσπάθειες που έγιναν προς την ίδια κατεύθυνση, έστω και αν αυτές ήταν σε ένα διαφορετικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο ή είχαν διαφορετικά αποτελέσματα. Ο τρίτος και τέταρτος μύθος συμπυκνώνονται στην εξής αντίφαση: Από τη μια η τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσιάζεται ως απόλυτα ορθολογική, ενώ από την άλλη πλευρά ο Ερντογάν προωθείται ως ένας εντελώς ανορθολογικός πολιτικός ηγέτης. Ο συγγραφέας επωφελείται από τις μελέτες για την στρατηγική κουλτούρα, μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται η διαλεκτική σχέση μεταξύ των ιδεολογικών κινήτρων της εξωτερικής πολιτικής και των στιγμών της realpolitik. Δηλαδή εκείνων των συγκυριών που δείχνουν ότι η Άγκυρα κατανοεί τους περιορισμούς που το διεθνές περιβάλλον μπορεί να θέτει ενώπιον των δικών της στόχων.
Η συνέχεια των αντιφάσεων καταγράφεται από τον συγγραφέα στην εξέταση του πέμπτου και έκτου στόχου, όπου η Τουρκία παρουσιάζεται ως ένας γίγαντας με γυάλινα πόδια – έτοιμος να καταρρεύσει ή μια χώρα που μπορεί ανενόχλητη να ηγεμονεύσει την περιοχή της. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τζιάρας εξετάζει τις εξελίξεις στο Κουρδικό ως ένα περιφερειακό ζήτημα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι γενικές τάσεις του διεθνούς συστήματος σε συνδυασμό με τις περιφερειακές εξελίξεις δεν συνηγορούν στην πιθανότητα κατάρρευσης του τουρκικού κράτους. Παράλληλα ο συγγραφέας μέσα από την αξιοποίηση των θεωρητικών πλαισίων της ηγεμονίας και του συνδυασμού της σκληρής και ήπιας ισχύος των κρατών, αναφέρει ότι οι προσπάθειες ηγεμόνευσης της Τουρκίας είναι αποτυχημένες. Ωστόσο αυτές οι προσπάθειες δεν θα πρέπει να υποτιμούνται.
Ο έβδομος μύθος είναι αυτός που θεωρεί ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας άλλαξε εξαιτίας της απόρριψης από την Ε.Ε και συνδυάζεται ως αντίφαση με τον δέκατο μύθο που προωθεί την άποψη ότι στην μετά – Ερντογαν εποχή η χώρα θα επιστρέψει στους φιλοδυτικούς της προσανατολισμούς. Σύμφωνα με τον Τζιάρρα οι εναλλακτικές αναζητήσεις πέραν της Ε.Ε υπήρχαν ακόμα και στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογαν. Επομένως ο «αντι-δυτικός» προσανατολισμός δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των εξελίξεων στις ευρωτουρκικές σχέσεις, αλλά έχει ιστορικό βάθος και επηρεάζεται από ευρύτερες ανακατατάξεις. Ακριβώς αυτό είναι και το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με τον Τζιάρρα και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην μετά-Ερντογάν εποχή. Έστω και αν επιδιωχθεί μια πιο ισορροπημένη και ομαλή σχέση με τη Δύση, οι αλλαγές που έχουν επικρατήσει δεν δείχνουν ότι η Τουρκία θα μετατραπεί σε ένα «υπάκουο εταίρο» της Δύσης.
Τέλος ο συγγραφέας εντοπίζει τον όγδοο μύθο που υπογραμμίζει ότι η Τουρκία έχει υπερεξαπλωθεί (κάτι που διανοίγει προοπτικές μιας δραματικής της ήττας) σε συνδυασμό με τον ένατο μύθο που επιμένει ότι η χώρα είναι απομονωμένη. Ο Τζιάρρας επεξηγεί ότι η υπερεπέκταση είναι στοιχείο που χαρακτήριζε την εποχή των αυτοκρατοριών και εξετάζει τις πτυχές του επεκτατισμού της Τουρκίας μέσα από τα όρια που θέτει το σύγχρονο διεθνές σύστημα. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι η απομόνωση της Τουρκίας είναι όντως μια εξέλιξη που ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά την πραξικοπηματική απόπειρα του 2016, ωστόσο αυτή δεν ήταν πρόδηλη σε πολύ κρίσιμα ζητήματα όπως το συριακό και οι αντιπαραθέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι παρά το πλήγμα που δέχτηκαν οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση τα τελευταία χρόνια, είναι γεγονός ότι σε ζητήματα όπως η παρουσία της χώρας εντός Συρίας και οι διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίστηκαν τουλάχιστον με ανοχή από ισχυρές χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Συμπερασματικά:
Το βιβλίο του Ζήνωνα Τζιάρρα αποτελεί μια αξιόλογη συνεισφορά στην προσπάθεια δημιουργίας προϋποθέσεων ενός περιεκτικού επιστημονικού διαλόγου για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Τόσο το μέγεθος του βιβλίου (102 σελίδες) όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζουν ότι δεν πρόκειται για μια ολοκληρωμένη ερευνητική προσπάθεια, αλλά για μια «αρχή» σφαιρικότερης επανατοποθέτησης της μελέτης για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Συνεπώς ως τέτοιο θα πρέπει να αξιολογηθεί. Είναι γεγονός ότι η επιλογή της χρήσης της ελληνικής γλώσσας πολλαπλασιάζει την χρησιμότητα του βιβλίου, αφού η γενική του θεματολογία επικεντρώνεται σε ζητήματα που βρίσκονται σχεδόν μόνιμα στην ελληνόγλωσση επικαιρότητα. Από το περιεχόμενο του βιβλίου μπορεί κάποιος να εντοπίσει διαφορετικές διαστάσεις μιας μελλοντικής ερευνητικής ατζέντας σε σχέση με την εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, η οποία μάλιστα δεν θα περιορίζεται σε ζητήματα αυστηρά ενός «ελληνικού ή κυπριακού» ενδιαφέροντος. Αυτή η διάσταση προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά σε ζητήματα όπως το Κυπριακή ή η αντιπαράθεση στο Αιγαίο. Όπως δείχνει το βιβλίο του Τζιάρρα, οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που θεωρεί η κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Κύπρο. Την ίδια στιγμή πολύ διαφορετικά μπορεί να είναι και τα κίνητρα της Άγκυρας για τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Νίκος Μούδουρος
Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Κύπρου