Ομιλία Ζήνωνα Τζιάρρα στην Εκδήλωση «Μέση Ανατολή και Κυπριακό»

Αξιότιμε κύριε Υπουργέ, αξιότιμοι προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι καλησπέρα. Ευχαριστώ και εγώ με τη σειρά μου τους διοργανωτές για την πρόσκληση να καταθέσω και εγώ τις δικές μου σκέψεις στο πλαίσιο ενός υγιούς, δημοκρατικού και εποικοδομητικού διαλόγου.

Θα ήθελα να πω κάποια πράγματα σήμερα ξεκινώντας από το Γενικό – δηλαδή το Διεθνές Σύστημα – και καταλήγοντας στο Ειδικό – δηλαδή στο περιφερειακό επίπεδο και σε εμάς, την κυπριακή εξωτερική πολιτική και το Κυπριακό.

Διεθνές Σύστημα

Όπως θα γνωρίζετε, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ) αναδείχθηκαν ως η ισχυρότερη υπερδύναμη του πλανήτη και ως εκ τούτου κατάφεραν για περίπου 10 με 15 χρόνια να παίξουν τον ρόλο ενός παγκόσμιου ηγεμόνα, «αστυφύλακα», «παροχέα ασφάλειας», «προωθητή της δημοκρατίας» και, εν πάση περιπτώσει, ενός «σταθεροποιητικού παράγοντα» στο διεθνές σύστημα.

Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από τον γνωστό αναλυτή Charles Krauthammer ως η «μονοπολική στιγμή» των ΗΠΑ, μια στιγμή που συνοδεύτηκε από μεγάλα ανοίγματα αλλά και την έπαρση της μονομέρειας στην εξωτερική πολιτική, με κατ’ εξοχήν παράδειγμα τον πόλεμο του Ιράκ το 2003. Αποτέλεσμα ήταν οι ΗΠΑ να οδηγηθούν σε μια υπερεξάπλωση αναφορικά με τις εξωτερικές τους δραστηριότητες (ιδιαίτερα λόγω των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ) οι οποίες σε συνάρτηση με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007/08 και την σταδιακή ανάδυση νέων δυνάμεων δημιούργησαν μεγάλο κόστος στις ΗΠΑ και ανάγκασαν την Ουάσιγκτον να επαναπροσδιορίσει σιγά-σιγά την εξωτερική της πολιτική.

Από το Διεθνές στο Περιφερειακό – Μέση Ανατολή

Είναι πλέον γνωστό πως η νέα προσέγγιση των ΗΠΑ περιελάμβανε μια προσπάθεια μερικής απεμπλοκής αλλά όχι εγκατάλειψης της Μέσης Ανατολής και μια στροφή προς την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα αμερικανικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την απόσυρση τους από το Ιράκ το 2011 ενώ οι ΗΠΑ ανέλαβαν μόνο περιορισμένο και έμμεσο ρόλο στους πολέμους της Συρίας και της Λιβύης. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η κατάρρευση του Ιράκ δημιούργησε ένα τεράστιο κενό ισχύος στη Μέση Ανατολή το οποίο οι Αμερικανοί κατάφεραν να γεμίσουν μερικώς και προσωρινά.

Όπως ήταν φυσιολογικό, άλλα κράτη της περιοχής, όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και κυρίως το Ιράν, έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν. Δύο κρίσιμα αποτελέσματα της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ ήταν: Πρώτον, το γεγονός ότι το Ιράκ (και συγκεκριμένα η κυβέρνηση της Βαγδάτης), ο πάλαι ποτέ ισχυρότερος πόλος ισχύος και αντίπαλο δέος του Ιράν στην περιοχή, δορυφοριοποίηθηκε από το Ιράν. Και, δεύτερον, το ότι δημιουργήθηκαν οι συνθήκες μέσα από τις οποίες αναδύθηκε και ανδρώθηκε το Ισλαμικό Κράτος, με ό,τι συνέπειες είχε αυτό στη συνέχεια.

Το ξέσπασμα των Αραβικών Εξεγέρσεων και ιδιαίτερα ο πόλεμος στην Συρία προέκυψαν ως προέκταση αυτής της αστάθειας και ως παράγοντες που επιδείνωσαν την κατάσταση ανασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, η συριακή κρίση συγκεκριμένα, επέτρεψε την ενίσχυση του ρόλου κάποιων περιφερειακών και μη περιφερειακών δρώντων, όπως της Τουρκίας, του Ιράν, της λιβανικής Χεζμπολάχ, των Κούρδων, αλλά κυρίως της Ρωσίας η οποία μετά το 2015 επέστρεψε δυναμικά στη Μέση Ανατολή μέσω της εμπλοκής της στην Συρία και απέκτησε ρυθμιστικό ρόλο στις εξελίξεις.

Φτάνοντας στο σήμερα, η εξουδετέρωση του Κασέμ Σουλεϊμανί, διοικητή των ειδικών δυνάμεων Αλ Κούντς των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, πυροδότησε νέες εξελίξεις και φυγόκεντρες δυνάμεις. Χαρακτηριστική είναι η «επιστροφή» που επιχειρείται από τις ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή με την ενίσχυση των εκεί στρατιωτικών τους δυνάμεων την ίδια στιγμή που η νομιμοποίηση της παρουσίας και της εμπλοκής τους στην περιοχή δέχεται σημαντικά πλήγματα, λόγω της στάσης τους έναντι του Ιράν, των Κούρδων της Συρίας αλλά και του Παλαιστινιακού Ζητήματος. Ως αποτέλεσμα, η Μέση Ανατολή μπαίνει σε μια περίοδο βαθύτερης σεκταριστικής κρίσης, με το Ιράν να αποκτά περισσότερη επιρροή στο Ιράκ και την Συρία, και την Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ μαζί με άλλα κράτη να αποτελούν τον ανταγωνιστικό πόλο.

Μέρος της αμερικανικής στρατηγικής είναι να βασιστεί πάνω σε τέτοιους περιφερειακούς δρώντες-αντιπροσώπους για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Γι’ αυτό, μετά και τα τελευταία γεγονότα, είναι πιθανόν να δούμε αυξημένη αμερικανική στήριξη στο ιρακινό Κουρδιστάν. Η ίδια λογική όμως ισχύει και για τις συνέργειες της Ανατολικής Μεσογείου τις οποίες οι ΗΠΑ θα ήθελαν να φέρουν κάτω από την δική τους ομπρέλα για να αντιμετωπίσουν επιρροές τις οποίες θεωρούν ανεπιθύμητες και να δημιουργήσουν μοχλούς πίεσης προς την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Ανατολική Μεσόγειος – Κυπριακή Εξωτερική Πολιτική – Κυπριακό

Μέσα στο πλαίσιο αυτών των ανακατατάξεων και των κενών ισχύος που δημιουργήθηκαν στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα, διαμορφώθηκε και μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία 10 περίπου χρόνια. Η Ανατολική Μεσόγειος προέκυψε ως ένας χώρος με ξεχωριστή γεωπολιτική σημασία και ως ένας – αν θέλετε – «συνδετικός κρίκος» μεταξύ Μέσης Ανατολής και Ευρώπης που αποκτά πλέον ένα διαφορετικό ρόλο και έχει τις δικές του ιδιαίτερες δυναμικές.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως και άλλα κράτη της περιοχής, εν μέρει από ανάγκη και εν μέρει λόγω των ευκαιριών που δημιουργήθηκαν, εκμεταλλεύτηκε τη νέα συνθήκη σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του περιφερειακού της ρόλου. Η συνθήκη αυτή χαρακτηριζόταν από τρείς βασικούς παράγοντες: α. τον μετασχηματισμό της Τουρκίας και την εξέλιξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής η οποία οδήγησε στην διάρρηξη των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ και Τουρκίας-Αιγύπτου, μεταξύ άλλων, β. την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου τόσο στην Κύπρο όσο και στο Ισραήλ και την Αίγυπτο, και γ. την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ό,τι αυτό σήμαινε για το τι μπορούσε να προσφέρει στα κράτη της περιοχής αλλά και στην ίδια την Ένωση.

Αυτή η εξέλιξη της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής – την οποία είδα θετικά – με οδήγησε να την μελετήσω πιο προσεκτικά. Τα τελευταία δύο χρόνια ετοιμάζω και τον πρώτο συλλογικό τόμο, με τη συμμετοχή αξιόλογων επιστημόνων, στην Αγγλική που θα εξετάζει συγκεκριμένα τις διάφορες διαστάσεις της σύγχρονης κυπριακής εξωτερικής πολιτικής (από το 2004 και μετά). Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εξετάζω και την έννοια της «ωριμότητας» στην εξωτερική πολιτική θέλοντας να απαντήσω και στο ερώτημα του αν η κυπριακή εξωτερική πολιτική έχει ωριμάσει. Για να απαντηθεί όμως αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να ορίσουμε την έννοια της «ωριμότητας». Και η μελέτη με οδήγησε στην σύνθεση του εξής ορισμού:

ώριμη εξωτερική πολιτική είναι αυτή που έχει ξεκάθαρα καθορισμένους σκοπούς οι οποίοι συνάδουν με τις ανάγκες, τα συμφέροντα και τις δυνατότητες ενός κράτους. Επιπλέον, μια ώριμη εξωτερική πολιτική έχει μια καλά ζυγισμένη στρατηγική για την εφαρμογή της οποίας ένα κράτος χρειάζεται τους απαραίτητους θεσμούς και μηχανισμούς σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής.

Οι Συντελεστές μιας «Ώριμης» Εξωτερικής Πολιτικής

  1. Ξεκάθαρα Ορισμένοι Σκοποί και Συμφέροντα
  2. Στρατηγικό Πλάνο
  3. Λειτουργικοί Θεσμοί και Κατάλληλες Θεσμικές Δυνατότητες
  4. Υλικές Δυνατότητες (Ισχύς, Μέσα) που να Αντιστοιχούν στους Σκοπούς

Πέρα από τις επιτυχίες των τελευταίων 20 περίπου χρόνων, που σχετίζονται με την ένταξή μας στην ΕΕ, τον καθορισμό ΑΟΖ με τρεις γειτονικές χώρες (Αίγυπτος, Λίβανος, Ισραήλ), την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου, την υιοθέτηση μιας πιο ενεργής διπλωματίας στους κόλπους της ΕΕ και ευρύτερα, την ανάπτυξη καλύτερων διμερών σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή και την προώθηση των τριμερών σχημάτων συνεργασίας, η κυπριακή εξωτερική πολιτική παρουσιάζει ακόμα εμπόδια στην διαδικασία ωρίμανσής της.

Όπως είναι γνωστό, παραδοσιακά διακηρυγμένος στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί η επιδίωξη της επίλυσης του Κυπριακού. Συναφώς, βασικότερος στόχος της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής είναι η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων και συνθηκών προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, ιδιαίτερα από το 2017 και εντεύθεν παρατηρείται μια κάποια αποσύνδεση της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής από τις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού. Στην απουσία μιας υγιούς διαδικασίας διαλόγου η εξωτερική μας πολιτική επικεντρώθηκε σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης και πρόκλησης κόστους στην Τουρκία μη παραλείποντας, εντούτοις, να προβάλει μια θετική ατζέντα. Οι επιδιώξεις αυτής της προσέγγισης στην εξωτερική πολιτική ως προς τους αντικειμενικούς σκοπούς δεν ήταν υπήρξαν ιδιαίτερα ξεκάθαρες.

Για παράδειγμα, δεν αποσαφηνίστηκε με ποιο τρόπο οι – κατά τα άλλα σημαντικές και αναγκαίες – τριμερείς συνεργασίες, οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζονταν λανθασμένα ως συμμαχίες, θα συνέβαλλαν στην ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας και πιο σημαντικά στην διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Εκ του αποτελέσματος, με το τουρκικό ναυτικό να παρεμποδίζει το γεωτρύπανο της ΕΝΙ, και το Yavuz να τρυπά παρανόμως στα θαλασσοτεμάχια 7 και 8 της οριοθετημένης μας ΑΟΖ, φάνηκε ότι δεν κατάφεραν να θωρακίσουν την κυπριακή ΑΟΖ  με οποιοδήποτε τρόπο παρά τις προσδοκίες περί του αντιθέτου. Άρα, σε επίπεδο πρόληψης και αποτροπής, η εξωτερική πολιτική που ακολουθήθηκε δεν απέδωσε σε σχέση με κάποιο στόχο – διακηρυγμένο ή μη – παρόλο που ειδικοί είχαν, για παράδειγμα, προειδοποιήσει για την κάθοδο των τουρκικών γεωτρύπανων από το 2017. Προειδοποιήσεις οι οποίες ενίοτε αντιμετωπίστηκαν  με απαξίωση.

Σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες ακύρωσης των κινήσεων της Τουρκίας ή αποτροπής μιας νέας κλιμάκωσης ισχύουν περίπου τα ίδια. Επιπλέον όμως, ο πήχης των προσδοκιών είχε τοποθετηθεί ψηλά αναφορικά με τη λήψη μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση έναντι της Τουρκίας παρόμοιων με εκείνων που είχαν επιβληθεί στην Ρωσία για το θέμα της Κριμαίας. Η προχθεσινή απόφαση για την επιβολή κυρώσεων σε δύο Τούρκους πολίτες καταδεικνύει για ακόμα μια φορά το υπερβολικό των προβαλλόμενων προσδοκιών παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που είχαν ομολογουμένως καταβληθεί. Προσδοκίες που αργότερα υποβαθμίστηκαν και ρητορικά σε ψευδαισθήσεις. Βέβαια γνωρίζαμε εξαρχής – λόγω του μεγάλου όγκου ερευνητικών, ιστορικών και εμπειρικών συγκριτικών δεδομένων που είναι διαθέσιμα για το θέμα της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων ανά το παγκόσμιο – ότι καμία κύρωση δεν θα ανέτρεπε τις κινήσεις της Τουρκίας.

Η διαμορφωθείσα κατάσταση σήμερα μας βρίσκει ενώπιον μιας αβέβαιης διαδικασίας διαλόγου για την επίλυση του Κυπριακού, υπό την απειλή και τον εξαναγκασμό των τουρκικών ερευνητικών σκαφών και γεωτρύπανων, και μέρος ενός de facto αναδυόμενου διπολικού ανταγωνισμού ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ της αναθεωρητικής Τουρκίας από τη μια και της Ελλάδας, της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Κύπρου από την άλλη που προσπαθούν να εξισορροπήσουν την πρώτη. Με την διαφορά ότι η Κύπρος αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της εξίσωσης που δέχεται τις παραβιάσεις και τις απειλές, ενώ η Τουρκία, παρά τα προβλήματα, διατηρεί σχέσεις ή και διαύλους επικοινωνίας με τα υπόλοιπα κράτη στην προσπάθειά της να δημιουργήσει δυνητικά μια διαφορετική αρχιτεκτονική ασφαλείας στην περιοχή.

Προφανώς και δυστυχώς, το Κυπριακό είναι ένα πρόβλημα το οποίο δεν μπορούμε να λύσουμε από μόνοι μας. Ωστόσο η επίλυση του θα πρέπει να κατέχει κεντρική θέση στον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής καθότι, δυστυχώς, δεν έχουμε την πολυτέλεια – ακόμα – να επιδιώξουμε μια εξωτερική πολιτική ασφάλειας που να είναι εντελώς αποκομμένη από αυτό ή να ξεδιπλώνεται παραγνωρίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ύπαρξή του. Ταυτόχρονα, σε δύσκολες περιόδους όπως αυτή, ακόμα και όταν δεν διαφαίνονται κάποιες προοπτικές έκβασης, θα πρέπει ίσως να εξετάσουμε το κατά πόσο η διαδικασία διαλόγου, από μόνη της ως διαδικασία, μπορεί να λειτουργήσει σταθεροποιητικά και αποτρεπτικά περαιτέρω κλιμάκωσης των τουρκικών ενεργειών.

Επιπλέον, καμία χρονική περίοδος δεν πρέπει να μένει ανεκμετάλλευτη. Χάσαμε χρόνια και δεκαετίες πολύτιμου χρόνου. Η πολιτική-κομματική σκηνή του τόπου είναι στην ουσία κατακερματισμένη αναφορικά με τις υπάρχουσες προσεγγίσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Η ελάχιστη σύγκλιση για το πλαίσιο της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας είναι πολλές φορές επιφανειακή, ενώ κάποιοι διαφωνούν ακόμα και με την ίδια τη βάση λύσης. Οι απόψεις που ακούγονται στον δημόσιο διάλογο είναι σε αριθμό συχνά διπλάσιες του αριθμού των κομμάτων ή και περισσότερες. Εδώ είναι που προκύπτει και η ανάγκη σύστασης ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας το οποίο θα μπορέσει να συνδέσει τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής με τις επιδιώξεις στο Κυπριακό, θα θέσει στόχους, θα σχεδιάσει, θα συντονίσει τους διάφορους θεσμούς του κράτους και θα παρέχει την δυνατότητα για μια μακρόπνοη πολιτική η οποία δεν θα αλλάζει με κάθε πρόεδρο ή δεν θα μεταβάλλεται εύκολα σε περίοδο εκλογών – για παράδειγμα.

Είναι επιτακτική, ακόμα και υπαρξιακή, η ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση για συνεχή και συστηματική διαβούλευση με την κοινωνία αναφορικά με τα θέματα του Κυπριακού και όχι μόνο. Χρειάζεται να γίνουν περισσότερες (κυβερνητικές) δημοσκοπήσεις για επί μέρους ζητήματα των διαπραγματεύσεων, να επικοινωνήσει το κράτος με τις επαρχίες και όχι μόνο με τα αστικά κέντρα. Το κράτος θα πρέπει επιτέλους να δημιουργήσει χώρο και κανάλια επικοινωνίας, ακόμα και με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών αν χρειάζεται, με την κοινωνία των πολιτών. Και κοινωνία των πολιτών δεν είναι μόνο τα κόμματα. Υπάρχουν κινήματα και οργανισμοί που διεξάγουν επιστημονικές έρευνες, που δραστηριοποιούνται με διάφορους τρόπους ή εκπροσωπούν κοινωνικά σύνολα, που έχουν ανησυχίες ή ιδέες. Το Κυπριακό δεν είναι μόνο δύο ηγέτες ή διαπραγματευτές που συνομιλούν, ούτε μερικές τεχνικές επιτροπές. Χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια. Και η κοινωνία χρειάζεται να νιώσει ότι είναι μέρος της προσπάθειας για την επίλυση αυτού του προβλήματος και ότι θα φέρει ευθύνη για την βιωσιμότητά της.

Με την ίδια λογική, το νέο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον επιβάλλει την επαρκή στελέχωση του Υπουργείου Εξωτερικών. Όχι μόνο με διπλωμάτες αλλά και με τεχνοκράτες αναλυτές. Οι δυνατότητες του Υπουργείου στα θέματα Μέσης Ανατολής και Τουρκίας πρέπει να αυξηθούν κατακόρυφα και άμεσα (σε επίπεδο ανάλυσης και γλωσσών, όχι μόνο διπλωματών). Μια ώριμη εξωτερική πολιτική θα φρόντιζε να αναπτύξει τα κατάλληλα μέσα και δυνατότητες πριν επιδιώξει μεγαλύτερα ανοίγματα. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να δημιουργηθεί και μια κρατική δεξαμενή σκέψης οργανικά συνδεδεμένη με το Υπουργείο Εξωτερικών, όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη. Και αναφέρομαι σε κάτι θεσμοθετημένο, όχι κάτι εν πολλοίς άτυπο όπως ήταν στο παρελθόν το Συμβούλιο Γεωστρατηγικών Μελετών.

Σε κάθε περίπτωση, ο τόπος μας έχει να αναμετρηθεί με πολλά και δύσκολα το επόμενο διάστημα – λύσεις-κονσέρβες δεν υπάρχουν. Πρώτα όμως θα πρέπει να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας, και πριν αναμετρηθούμε με οτιδήποτε άλλο, να αναμετρηθούμε με την αλήθεια και τη σωφροσύνη. 

Του Ζήνωνα Τζιάρρα

Leave a Reply