Με αφορμή τη μη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου για (έστω τμηματική) ΑΟΖ και την “ανακάλυψη” από κάποιους δημοσιολόγους των – κατά τα άλλα διαχρονικών – αποκλίσεων μεταξύ των δύο χωρών για τις ΑΟΖ της περιοχής, ξεκίνησε μια παραφιλολογία που επιρρίπτει τις ευθύνες στο “βαθύ κράτος” της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που ελέγχει το αιγυπτιακό Υπουργείο Εξωτερικών.
Είναι κατανοητή η προσπάθεια να διατηρηθεί η εικόνα της καλής συμμάχου Αιγύπτου και του Σίσι επιρρίπτοντας την ευθύνη και στη Μουσουλμανική Αδελφότητα (άρα, βλέπε Τουρκία), πλήν όμως αβάσιμη.
Από τη δημιουργία της το 1928 από τον Hassan al-Banna μέχρι και σήμερα, στη χειρότερη περίπτωση τα μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο κρατούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και υπόκειντο σε βασανιστήρια (επί Νάσερ), και στην καλύτερη περίπτωση δημιούργησαν πολιτικό κόμμα μετά από δεκαετίες στην παρανομία, μπήκαν στη βουλή, και ανήλθαν στην εξουσία για λιγότερο από 1.5 χρόνο το 2012.
H δράση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας υπήρξε ανέκαθεν σε επίπεδο grassroots, δηλαδή κοινωνικό-λαϊκό, μέσα από μια μεθοδολογία δημιουργίας αλληλέγυων κοινοτήτων και παροχής υπηρεσιών και βοήθειας. Ένα στοιχείο εγγενές στα κοινωνικά-πολιτικά ισλαμικά κινήματα και όχι μόνο. Το αποτέλεσμα ήταν βεβαίως η ανάπτυξη μιας πλατιάς κοινωνικής βάσης που υποστήριζε την Αδελφότητα.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει ερείσματα στους κρατικούς μηχανισμούς. Και αυτό παρά την αυξημένη σημασία που απέκτησε τη δεκαετία του 1970 ως αντιπολιτευτικό πολιτικό κίνημα αλλά και – παραδόξως – πιο μετριοπαθές σε σχέση με άλλα ισλαμικά κινήματα, στην προπάθειά της να εξευμενίσει την κυβέρνηση Σαντάτ.
Σε ένα κράτος όπου κυριαρχούσε ο στρατός και η γραφειοκρατία και έχοντας υπόψη τα παραπάνω, όχι μόνο παράδοση αλλά ούτε καν δυνατότητα δεν υπήρχε για άτομα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να παρεισφρήσουν στους κρατικούς θεσμούς. Πόσο μάλλον να δημιουργήσουν ένα δικό τους “βαθύ κράτος”. Αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που η Μουσουλμανική Αδελφότητα ανατράπηκε τόσο εύκολα το 2013. Διότι, σε αντίθεση π.χ. με το ΑΚΡ, δεν κινήθηκε μεθοδικά αλλά βιαστικά και ριζοσπαστικά πυροδοτώντας την αντίδραση ενός συστήματος και μιας γραφειοκρατίας που δε μπορούσε να ελέγξει. Αυτό το μάθημα το ΑΚΡ το άντλησε από το 1997 με το “βελούδινο πραξικόπημα” εναντίον του Ερμπακάν και ο Ερντογάν ήταν αποφασισμένος να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος.
Περαιτέρω, ο έλεγχος ασφαλείας (vetting) που γίνεται στα άτομα που καταλήγουν σε θεσμούς όπως το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν και είναι τόσο διεξοδικός που είναι αδύνατον η Μουσουλμανική Αδελφότητα να το “ελέγχει” όπως κάποιοι εισηγήθηκαν τις τελευταίες μέρες. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στις εκκαθαρίσεις των μελών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στις οποίες προχώρησε ο Σίσι απομάκρυνε από το Υπουργείο Εξωτερικών μόνο 10-15 άτομα τα οποία αναφέρονται ως “sympathizers” και όχι ως Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Μπορεί δηλαδή να ήταν απλώς διαφορετικού πολιτικού φρονήματος – μια πρακτική που χρησιμοποίησε και ο Ερντογάν κατα κόρον με το πραξικόπημα του 2016 ως πρόσχημα.
Άρα, ακόμα και η υποψία για οποιαδήποτε τάση που να είναι υπέρ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας φαίνεται να έχει ξεριζωθεί από το αιγυπτιακό Υπουργείο Εξωτερικών εδώ και καιρό.
Όπως μου ανέφερε και ένας Αιγύπτιος που γνωρίζει, “Αυτά [τα περί Μουσουλμανικής Αδελφότητας] είναι χαζομάρες. Δε συμφωνούμε [με την Ελλάδα] πολύ απλά διότι θέλουμε να διαπραγματευτούμε μεγαλύτερη ΑΟΖ και περισσότερους φυσικούς πόρους. Και αυτό το ζητάνε πολλοί στην Αίγυπτο.”
Του Ζήνωνα Τζιάρρα