Το μακρύ καλοκαίρι Αθήνας και Λευκωσίας

Καθίσταται πλέον ξεκάθαρο πως οι εξελίξεις στο μέτωπο της Ανατολικής Μεσογείου -με φόντο τη Συρία και τη Λιβύη εν παραλλήλω- φέρνουν εγγύτερα την ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμέτωπη με ένα «σαγματικό» σημείο αναφορικά με τις στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην περιοχή. Αυτή η «στιγμή της αλήθειας» είναι εμφανής στην Αθήνα, και στη Λευκωσία κατ’ επέκταση, μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου τον περασμένο Δεκέμβριο, με την Άγκυρα να κινείται πλέον αναθεωρητικά και στο… άλλο άκρο της Μεσογείου, νοτίως της Κρήτης, μετά τις ενέργειές της στην Κύπρο – εντός και εκτός κυπριακής ΑΟΖ.

Η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη σε συνδυασμό με τη μη επαλήθευση της πολιτικής Χαφτάρ, τον οποίο η Αθήνα έσπευσε να στηρίξει διπλωματικά, φέρνουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη στην Ελλάδα έναντι ενός υπαρξιακού διλήμματος: Τι θα συμβεί αν το τουρκικό γεωτρύπανο της TPAO σπεύσει τον Σεπτέμβριο νοτίως της Κρήτης -σε περιοχή ελληνικής κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας- για γεώτρηση; Το ερώτημα είναι  ρητορικό και η «κυπριακή στιγμή» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής οφείλει να απαντήσει το ερώτημα σε σχέση όχι με το αν θα γίνει, αλλά με το πότε. Και πώς το κάθε σενάριο επιβεβαιώνει ή όχι τη σωστή ανάλυση επί της τουρκικής στρατηγικής.

Τι δεν είδαμε

Ο νομπελίστας ποιητής και διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης είχε πει το 1954 το συγκλονιστικό «[…] Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας». Με την ίδια ματιά, αυτό που πρόκειται πιθανόν να συμβεί νοτίως της Κρήτης με την έλευση του «Κανούνι» ή του «Ορούτς Ρεΐς» είναι αυτό που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2018 στο τεμάχιο 3 της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την παρεμπόδιση της γεώτρησης από την Τουρκία της ιταλικής εταιρείας ΕΝΙ. Η Τουρκία προχωρεί με μια μεικτή στρατηγική πολλαπλών μηνυμάτων και αποδεκτών στην Ανατολική Μεσόγειο πως δεν θα αποκλειστεί από την ενεργειακή συνεργασία στην περιοχή.

Η Τουρκία ούτε θα εξωτερικεύσει τα εσωτερικά της προβλήματα, ούτε θα διαλυθεί ή θα καταρρεύσει οικονομικά σύντομα, ούτε θα εξαρτήσει τη στρατηγική της στην Ανατολική Μεσόγειο στη βάση του πώς είναι οι σχέσεις Τραμπ – Ερντογάν την τρέχουσα εβδομάδα, και κυρίως αμφισβητεί πολιτικά, «νομικά» και γεωπολιτικά την ισορροπία ισχύος στην περιοχή. Είτε επεμβαίνοντας δυναμικά στη Συρία και τη Λιβύη είτε εργαλειοποιώντας τους πρόσφυγες, είτε αμφισβητώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών της περιοχής. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έσπευσε βραδέως στην περίπτωση της Λιβύης. Αν υπήρχε ένα… manual του πώς να τα πράξεις όλα λανθασμένα, το ακολούθησε πιστά στην περίπτωση της διπλωματικής στήριξης στον στρατάρχη Χαφτάρ και των διπλωματικών της προσπαθειών με Ιταλία και Αίγυπτο να παραγάγει ένα «dispute», μετά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, ως ισοδύναμο του τουρκολιβυκού μνημονίου δεν δείχνει να κατορθώνει και πολλά – γεγονός που διαφάνηκε και στην περίπτωση της Αιγύπτου αλλά και στον τρόπο με τον οποίο η συμφωνία με την Ιταλία δεν αποτελεί, επί της ουσίας, κάτι τόσο ισχυρό όσο παρουσιάστηκε.

Η μεγάλη εικόνα

Πέραν της συχνής λανθασμένης ανάγνωσης της στρατηγικής της Τουρκίας που προκύπτει από έναν συνδυασμό ετεροπροσδιορισμού, ιδεοληψιών και ευσεβοποθισμού, η τρέχουσα συνθήκη στην Ανατολική Μεσόγειο με φόντο τις ενέργειες της τελευταίας καταδεικνύει τα όρια της τρέχουσας ανάγνωσης της μεγάλης εικόνας. Η υπό εξέλιξη διαμόρφωσης μιας ιδιόμορφης αραβοευρωπαϊκής συμμαχίας με «αντιτουρκικό πρόσημο» με τη συμμετοχή της Γαλλίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων έναντι του άξονα Τουρκίας – Κατάρ – πολιτικού ισλάμ έπιασε την Ελλάδα και την Κύπρο στη δίνη ενός επαναπροσδιορισμού ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Για δύο λόγους: α) λόγω της τρέχουσας συγκυρίας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ εξαιτίας του παράγοντα Τραμπ και β) λόγω της on/off σχέσης της Ρωσίας του Πούτιν με αμφότερα τα στρατόπεδα. Η Λιβύη και η Συρία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Σε αυτήν την αναδιανομή ισχύος Αίγυπτος και Ισραήλ, παρά την εμπέδωση των σχέσεών τους με Αθήνα και Λευκωσία μέσω των σχημάτων διπλωματίας των τριμερών, παρουσιάζονται «αδύναμοι» κρίκοι με τη μεν πρώτη να καλοβλέπει, διαχρονικά, τις ειδικές συνθήκες που προτάσσει η Τουρκία στον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών στην περιοχή λόγω του συμπλέγματος του Καστελόριζου και το Ισραήλ να αντιλαμβάνεται πως ο παράγοντας Τουρκία εντός της Συρίας μειώνει αισθητά την επιρροή του Ιράν και των proxies του που δρουν και προσπαθούν να παγιωθούν -παράλληλα με τη Ρωσία- στη μεταπολεμική συνθήκη της χώρας. Τι μένει να γίνει; Αθήνα και Λευκωσία να συμπεράνουν δύο τινά α) πώς για να αντιμετωπίσουν την Τουρκία και τις στρατηγικές επιδιώξεις τους πρέπει να αποκτήσουν τόλμη και να βρουν win-win σχήματα και β) πώς στον αγώνα αυτής της αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού δεν πρέπει να παρεκκλίνουν, ούτε στο ελάχιστο, από τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας μάλιστα δεν υπάρχει περιθώριο να γίνουμε, μακροπρόθεσμα, ό,τι και η Τουρκία.

Τι να αναμένουμε

Δεν χωράει αμφιβολία πως αν η Ελλάδα μπει στη διαδικασία του να παίξει το παιχνίδι κλιμάκωσης μιας κρίσης με την Τουρκία αυτό θα μπορούσε, αναπόφευκτα, να οδηγήσει σε περίεργες ατραπούς με καταστροφικές συνέπειες. Ιδίως για την Κύπρο και λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών της τουρκικής κατοχής και των κανόνων εμπλοκής στο σενάριο ενός θερμού επεισοδίου. Από την άλλη, το δίλημμα της Αθήνας εδράζεται στο να βιώσει όντως αυτήν την «κυπριακή στιγμή» της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημιουργία τετελεσμένων νοτίως της Κρήτης.

Υπάρχει ωστόσο και ο ενδιάμεσος τρόπος. Αυτός της υπεύθυνης στάσης όπου η έννοια της αποτροπής θα καταστεί κόκκινη γραμμή προς όλες τις κατευθύνσεις και εμπλεκόμενα μέρη, χωρίς ωστόσο να αποκλείει το ενδεχόμενο μιας θαρραλέας προσέγγισης για συνολική διευθέτηση των ζητημάτων με την Τουρκία. Ο Σεπτέμβριος πάντως αναμένεται… καυτός, οι αμερικανικές εκλογές παραμένουν μακριά ώστε να υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα ως προς τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η έκβαση στη Συρία και τη Λιβύη μπορεί να προϊδεάσει για τις δυναμικές ως προς τη μεγάλη εικόνα και κατά τους τελευταίους μήνες του 2020 αναμένεται, μέχρι νεωτέρας, μια πιθανή νέα ύφεση εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID-19. Ας παραμείνουμε ψύχραιμοι. Στην Κύπρο λίγο περισσότερο.

Του Γιάννη Ιωάννου

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης”.

Leave a Reply