Το αυριανό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό σε σχέση με τη διελκυστίνδα ισχύος που λαμβάνει χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο τις τουρκικές ενέργειες σε Κύπρο, εν δυνάμει νοτίως της Κρήτης και, φυσικά, σε σχέση με την ενεργό στρατιωτική εμπλοκή της Άγκυρας στη Λιβύη. Ένας διπλωματικός μαραθώνιος μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας, Βερολίνου, Βρυξελλών και Ουάσινγκτον προσπαθεί να βρει πρακτικές λύσεις αποφυγής μιας επικίνδυνης έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ την ίδια στιγμή οι εξελίξεις στη Λιβύη δείχνουν πως ο «ιδιότυπος πόλεμος» Τουρκίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων καλά κρατεί.
Η Μέρκελ στο προσκήνιο
Αυτό που διαφαίνεται έντονα είναι πως το Βερολίνο κινείται έντονα, παρασκηνιακά, αλλά και δημοσίως, προκειμένου να βεβαιωθεί πως κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από το Βερολίνο «δεν θα σκάσει η βόμβα ενός ελληνοτουρκικού επεισοδίου σε γερμανικά χέρια», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον «Π» ξένη διπλωματική πηγή. Επί τούτου, η Γερμανία, και προσωπικά η καγκελάριος Μέρκελ, δείχνει να κινείται προς δύο κατευθύνσεις: α) στην αποκατάσταση των διπλωματικών καναλιών επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, γεγονός που συνέβη ήδη με την τηλεφωνική επικοινωνία Μητσοτάκη – Ερντογάν στις 26 Ιουνίου και β) στην προσπάθεια επαναφοράς της διαδικασίας του Βερολίνου για την κρίση στη Λιβύη, δυναμική για την οποία η γερμανική διπλωματία βρίσκεται σε ανοικτά κανάλια επικοινωνίας τόσο με τη Ρώμη όσο και με τη Μόσχα. Η προσωπική εμπλοκή της καγκελαρίου Μέρκελ διαφαίνεται και από το γεγονός πως τόσο η τρέχουσα σύνθεση της Κομισιόν (διάβαζε Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) όσο και ο νέος επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Τουρκία, Νικολάους Μάγερ-Λάντρουτ (στενός συνεργάτης της Μέρκελ την περίοδο 2011-2015) αποτελούν «γερμανικές» νότες στον τρόπο που το Βερολίνο επιθυμεί να αποκλιμακώσει τις σχέσεις, εργαλειοποιώντας ουσιαστικά τις ευρωτουρκικές σχέσεις στον άξονα της τελεωνειακής σχέσης παρά σε αυτόν της «κανονικής» ενταξιακής πορείας – προοπτικής που πλέον δεν έχει κανένα ρεαλιστικό σενάριο επαλήθευσης για τα επόμενα χρόνια και έχει παγώσει εδώ και σχεδόν μια δεκαετία.
Φυσικά, η αντίληψη του Βερολίνου για αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο δημιουργεί έντονες φυγόκεντρες δυναμικές εντός της ΕΕ εξαιτίας και της στάσης της Γαλλίας – που κινείται σε υψηλούς τόνους λόγω Λιβύης αλλά και πρακτικά δείχνει να μην αποκρυσταλλώνεται σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, πράγμα που διαφάνηκε από το ταξίδι Μπορέλ στην Άγκυρα και τους επιμέρους συμβολισμούς που προέκυψαν εκεί.
Η Κύπρος
Λευκωσία και Αθήνα μπαίνουν αναπόφευκτα στο κάδρο του Συμβουλίου της Δευτέρας, με την πρώτη να επιθυμεί, θεωρητικά, να συζητηθεί το ενδεχόμενο νέων οικονομικών κυρώσεων προς την Άγκυρα ή να εξαχθούν συμπεράσματα. Ωστόσο, αυτό που διαφαίνεται είναι πως ο πήχης είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ στην περίπτωση της Λευκωσίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της τουρκικής κατοχής, ένα σενάριο θερμού επεισοδίου Ελλάδας – Τουρκίας, νοτίως της Κρήτης, αξιολογείται ως το worst case scenario υπό τις περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτό που προκύπτει από καλά ενημερωμένες πηγές είναι πως τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία -παρά το λεκτικό του Προέδρου Αναστασιάδη- προσπαθούν να ρίξουν τους τόνους. Εξάλλου αυτό που προέκυψε και από τις επαφές Μπορέλ στην Άγκυρα είναι πως η Τουρκία δεν επιθυμεί να συνομιλήσει απευθείας με τη Λευκωσία και υποδεικνύει, κάθε φορά, την πλευρά του Τουρκοκύπριου ηγέτη.
Ο κ. Μπορέλ φαίνεται πως μπήκε στη διαδικασία του να προτείνει συνομιλίες τύπου «πακέτο» για ελληνοτουρκικά και Κυπριακό, αντίληψη που διαχρονικά δεν καλοβλέπει η ελληνοκυπριακή πλευρά, ενώ και στην παρούσα φάση η Αθήνα αντιλαμβάνεται πως δεν τη συμφέρει μιας και θέλει να εστιάσει, κυρίως, στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, και ανεξαρτήτως των εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά, η ΚΔ παραμένει σε στάση αναμονής τόσο αναφορικά με την έκβαση των «εκλογών» στα κατεχόμενα όσο και σε σχέση με τον Σεπτέμβριο όπου οι παραδοσιακές επαφές στο περιθώριο της ΓΣ του ΟΗΕ θα καταδείξουν τα περιθώρια για κάποια επανέναρξη του διαλόγου στο Κυπριακό αλλά και τις περαιτέρω προθέσεις της Άγκυρας σε σχέση με τις έκνομες ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η μεγάλη εικόνα στη Λιβύη
Οι ενέργειες της Τουρκίας στη Λιβύη προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις εντός της ΕΕ και τη διχάζουν. Αυτό που ωστόσο καθίσταται σαφές είναι πως η Τουρκία «επενέβη στη Λιβύη για να μείνει» και πως τόσο τα οικονομικά της συμφέροντα εκεί όσο και το τουρκολιβυκό ΜοU για τις θαλάσσιες ζώνες αποτελούν βασικές της στρατηγικές προτεραιότητες. Παρά τα τελευταία συμβάντα με τα εκατέρωθεν αεροπορικά χτυπήματα (σ.σ. όπου φημολογείται η γαλλική εμπλοκή σε δράση μαχητικών των ΗΑΕ εναντίον τουρκικών στόχων), αυτό που δείχνει να προωθείται στη Λιβύη είναι μια εκεχειρία διαμέσου ενός στρατηγικού αδιεξόδου των εμπλεκόμενων μερών η οποία θα εξασφαλίσει μια ισχυρή θέση της Άγκυρας, μαζί με τη Ρωσία, στο τραπέζι των συνομιλιών. Εξέλιξη που αναπόφευκτα βάζει και την Ουάσινγκτον στη μεγάλη εικόνα, ο διπλωματικός ρόλος της οποίας αξίζει να ιδωθεί σε ένα δυναμικό πλαίσιο: Από τη μία οι ΗΠΑ πιέζουν τον LNA να περιορίσει την εξάρτησή του από τους Ρώσους μισθοφόρους της Wagner, και από την άλλη ασκούν πιέσεις και στον GNA να αφοπλίσει τυχόν σαλαφιστικές ένοπλες ομάδες ή τις οργανώσεις των Σύρων μαχητών. Στην κρίση της Λιβύης πάντως ο ρόλος που διαδραματίζει το Παρίσι δείχνει να μην έχει θετική ανταπόκριση τόσο από το Βερολίνο όσο κι από τη Ρώμη – δυναμική που ενόψει μιας εκεχειρίας και ενός νέου γύρου συνομιλιών δείχνει να δημιουργεί προστριβές κι εντός της ΕΕ, η οποία ανησυχεί ιδιαιτέρως για τις επιπλοκές στο μεταναστευτικό που θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον από τη στρατηγική εγκαθίδρυση της Τουρκίας στην Βόρειο Αφρική.
Οι Αμερικανοί
Την έντονη ανησυχία της Ουάσινγκτον για τις ενέργειες της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο εξέφρασε ο βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάθιου Πάλμερ, σημειώνοντας ότι η αμερικανική διπλωματία έχει καταστήσει απολύτως σαφείς τις θέσεις της στην Άγκυρα. Όπως ανέφερε, οι γεωτρητικές δραστηριότητες της Τουρκίας σε συνδυασμό με την υπογραφή του μνημονίου με την κυβέρνηση της Τρίπολης αποτελούν αντιπαραγωγικές ενέργειες που δεν συμβάλουν στη σταθερότητα και την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Οι εν λόγω δηλώσεις βέβαια εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της αμερικανικής στάσης για τα ζητήματα που άπτονται των κυπριακών και ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή. «Ήμασταν σαφείς για τις προσδοκίες μας στα ιδιωτικά μας μηνύματα και δημόσια, για το πώς θα περιμέναμε όλοι στην Ανατολική Μεσόγειο να συμπεριφέρονται και να υποστηρίζουν το Διεθνές Δίκαιο και να ενεργούν με τρόπο που να ευνοεί την ασφάλεια. Είμαστε αρκετά σαφείς στις συζητήσεις μας με τους Τούρκους εταίρους μας για τις ανησυχίες μας», ανέφερε ο Μάθιου Πάλμερ κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με Έλληνες ανταποκριτές διαπιστευμένους στην Ουάσινγκτον.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Αμερικανός διπλωμάτης υπενθύμισε ότι η Ουάσινγκτον υποστηρίζει πλήρως το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεξάγει έρευνες για υδρογονάνθρακες εντός της ΑΟΖ της. Δεν παρέλειψε μάλιστα να αναφέρει ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναγνωρίζει ότι νησιά όπως η Κρήτη έχουν τα ίδια δικαιώματα με τις ηπειρωτικές ακτές για τη χάραξη ΑΟΖ. Ωστόσο, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως ο κ. Πάλμερ, κληθείς να σχολιάσει την αναφορά του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ότι στους στόχους του ΙΜΕΤ (σ.σ. πρόγραμμα Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης και Προετοιμασίας) περιλαμβάνεται η αντιμετώπιση της κακόβουλης ρωσικής και κινεζικής επιρροής, διευκρίνισε ότι ο Αμερικανός ΥΠΕΞ αναφερόταν ευρύτερα στην περιοχή της Μεσογείου. Αναφορά που αν διαβαστεί πίσω από τις γραμμές καταδεικνύει πως στη στρατηγική πρόσληψη των Αμερικανών προτεραιότητα ως προς την αξιολόγηση των προκλήσεων και απειλών στην περιοχή παραμένουν η Ρωσία και η Κίνα και όχι οι τουρκικές ενέργειες.
Αντί επιλόγου
Αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως η Ελλάδα θα επιθυμούσε μια σταδιακή επανέναρξη διαλόγου με την Τουρκία στο πλαίσιο των συνομιλιών Αποστολίδη το 2014, προκειμένου το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας πέριξ του Καστελόριζου να επιλυθεί μελλοντικά μέσω π.χ. της προσφυγής με την Άγκυρα στη Χάγη. Κυρίως όμως η Αθήνα θέλει να βρει τρόπους διαχείρισης της κρίσης με τη Λιβύη και να αποφύγει τα χειρότερα νοτίως της Κρήτης. Για την Κύπρο πάντως ξανά τα πάντα περνούν μέσα από τις εξελίξεις στα κατεχόμενα και από την προσπάθεια για επανέναρξη του διαλόγου – προοπτική που δείχνει, στην παρούσα συγκυρία, να μην διαφαίνεται.
Του Γιάννη Ιωάννου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης” στις 12 Ιουλίου 2020.