GeoInsight: Μερικές σκέψεις για το καθεστώς της Αγίας Σοφίας με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο

Ο βυζαντινός Ναός της του Θεού Σοφίας, γνωστός και ως Μεγάλη Εκκλησία, Sancta Sapientia και Ayasofya, αποτέλεσε μήλον της έριδος για τις δυνάμεις του κοσμικού τουρκισμού και του πολιτικού Ισλάμ εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ να αποσύρει το μνημείο από τη σφαίρα της θρησκευτικής λατρείας, καθιστώντας αυτό μουσείο (Ayasofya Müzesi) στα 1934, μια δεκαετία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λωζάννης (1924), έθεσε για πενήντα και πλέον έτη τον ουσιώδη τόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης στη γειτονική χώρα (μια εύστοχη ανάλυση εδώ). Σήμερα, ογδόντα έξι έτη μετά την πράξη με αριθμ. 2/1589/24-11-1934 του κεμαλικού Υπουργικού Συμβουλίου −την οποία το τουρκικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Danıştay) ακύρωσε προ ολίγων ημερών− και παρά τις ηχηρές διαμαρτυρίες από διανοούμενους, θρησκευτικούς ηγέτες και μεμονωμένα κράτη, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί σε μια ουσιώδη νομική πτυχή της επίμαχης προβληματικής.

Ειδικότερα, παρά την προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να παρουσιάσει το ζήτημα ως άμεσα συνεχόμενο με την εσωτερική της δικαιοδοσία, δηλαδή το σύνολο εκείνο των υποθέσεων για τις οποίες η αρχή της κυριαρχίας επιτρέπει στα κράτη να αποφαίνονται ελεύθερα (ΔΔΔ Νικαράγουα κ. ΗΠΑ Ουσία 1986 §205), η Αγία Σοφία δεν αποτελεί μόνον περιουσιακό στοιχείο του οθωμανικού και μετέπειτα, συνεπεία κυριαρχικής διαδοχής, του τουρκικού Δημοσίου, αλλά και ένα μνημείο παγκόσμιας εμβέλειας. Στη βάση ακριβώς της νομικής φύσης του μνημείου ως κοινού κτήματος της ανθρωπότητας νομιμοποιείται και η Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) να εγείρει ενστάσεις αναφορικά με τη μεταβολή της χρήσης του, πράγμα που έπραξε με σχετική δήλωση της 10ης Ιουλίου 2020, υπενθυμίζοντας στο ενδιαφερόμενο κράτος τις ενεστώσες νομικές του υποχρεώσεις.

Για να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, πρέπει να θυμίσουμε ότι η Τουρκία κύρωσε τη Σύμβαση της UNESCO της 16ης Νοεμβρίου 1972 για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς στις 16 Μαρτίου 1983, ενώ ανέλαβε θετικά δεσμεύσεις εξ αυτής στις 16 Ιουνίου 1983 [UNTC Reg. No 15511 (1983)]. Ακολούθως, η κυβέρνηση Τουργκούτ Οζάλ –η πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη μετά το πραξικόπημα του 1980− επί υπουργίας Μουκερέμ Τατσιόγλου, προέβη στην καταχώρηση των Ιστορικών Περιοχών της Κωνσταντινούπολης, περιλαμβανομένης και της Αγίας Σοφίας, ως μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (ΜΠΠΚ), εγγράφοντας αυτές στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, με αριθμό αναφοράς 356. Το έτος 2017, ο κωδικός αριθμός του μνημείου άλλαξε (νέος αριθμός αναφοράς 356bis), λόγω επιγενόμενης δήλωσης της τουρκικής κυβέρνησης που αναπροσδιόρισε κατ’ ελάχιστο τα όρια της προστατευτέας ζώνης.

Η Σύμβαση της UNESCO και τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομίας (ΜΠΠΚ)

Η εγγραφή ορισμένου μνημείου στον Κατάλογο του Άρθρου 11(2) της Σύμβασης συνεπάγεται μια σειρά νομικών υποχρεώσεων για το επισπεύδον κράτος. Εν πρώτοις, σύμφωνα με το Άρθρο 5 της Σύμβασης, τα ενδιαφερόμενα κράτη υπέχουν πρωτογενώς ευθύνη προστασίας των ΜΠΠΚ. Για τον σκοπό αυτό (Άρθρο 5, στοιχ. 4) υποχρεούνται να λάβουν τα κατάλληλα νομικά, επιστημονικά, τεχνικά, διοικητικά και οικονομικά μέτρα για τον καθορισμό, την προστασία, τη συντήρηση, την αξιοποίηση και την αποκατάσταση των ΜΠΠΚ. Εκ της υποχρέωσης αυτής απορρέει σαφώς και η περαιτέρω ευθύνη μη επιδείνωσης του νομικού, επιστημονικού, τεχνικού κλπ. καθεστώτος του μνημείου. Επιπρόσθετο, κατά το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, παρά την αρχή της κυριαρχίας και τις σχετικές υποχρεώσεις του κράτους – κυρίου του μνημείου, η προστασία των ΜΠΠΚ αποτελεί υποχρέωση που βαρύνει τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της. Η ίδια διάταξη, αφού χαρακτηρίσει τα ΜΠΠΚ κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, θεμελιώνει νομικό καθήκον συνεργασίας για το σύνολο των κρατών-μελών της διεθνούς κοινωνίας (οπωσδήποτε για το σύνολο αυτών που μετέχουν στον κύκλο της Σύμβασης του 1972), με σκοπό την προστασία της ακεραιότητας και λειτουργικότητας των μνημείων. Εξάλλου, σύμφωνα με το Άρθρο 6(3) της Σύμβασης θεσπίζεται υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να απόσχουν από την ηθελημένη/σκοπούμενη λήψη μέτρων που ενδέχεται να οδηγήσουν στη έμμεση ή άμεση βλάβη του μνημείου.

Υπό αυτά τα δεδομένα, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι, αφ’ ης στιγμής με τη συναίνεση του κράτους που ασκεί κυριαρχία επί του μνημείου, ορισμένο πολιτιστικό αγαθό κατασταθεί ΜΠΠΚ, αυτό εξέρχεται των ορίων του τομέα παρακρατηθείσας αρμοδιότητας/εσωτερικής δικαιοδοσίας (domaine réservé) και καθίσταται αντικείμενο διεθνούς κανονιστικού ενδιαφέροντος. Αυτή η συρρίκνωση του τομέα εσωτερικής δικαιοδοσίας/ανυποχώρητης κυριαρχίας δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς αφενός μεν επιχειρείται κατόπιν ενεργειών του ενδιαφερόμενου κράτους (άρα καλύπτεται από την αρχή της κυριαρχικής συναίνεσης), αφετέρου δε αποτελεί κοινό τόπο πως «το ζήτημα εάν ορισμένο θέμα εμπίπτει ή όχι αποκλειστικά στην κρατική δικαιοδοσία είναι ουσιωδώς σχετικό· εξαρτάται από τον βαθμό εξέλιξης των διεθνών σχέσεων», και άρα το επίπεδο ρυθμιστικής και δικαιοπολιτικής ωριμότητας της διεθνούς έννομης τάξης, όπως παρατηρούσε ήδη εν έτει 1923 το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (Γνωμοδότηση για τα Διατάγματα Ιθαγένειας στην Τυνησία και το Μαρόκο 24).

Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί σε ορισμένες νομικές, αλλά και ιδιαίτερα πρακτικές συνέπειες. Κατ’ αρχάς, η αφαίρεση του ΜΠΠΚ από τα στενά όρια της εσωτερικής δικαιοδοσίας, σημαίνει στην πράξη ότι οποιαδήποτε πολιτική, νομική, τεχνική, διοικητική ή άλλη διευθέτηση αποφασιστεί από το ενδιαφερόμενο κράτος, εφόσον ενδέχεται να επηρεάσει την υπόσταση ή την ακεραιότητα του μνημείου, είτε σε υλικό είτε σε συμβολικό/λειτουργικό επίπεδο, πρέπει να τύχει επεξεργασίας και διαβούλευσης στο πλαίσιο του προσήκοντος forum, εν προκειμένω της Διακυβερνητικής Επιτροπής που εγκαθιδρύεται κατά το Άρθρο 8 της Σύμβασης του 1972.

Προσέτι, η διεθνοποίηση του καθεστώτος των ΜΠΠΚ σημαίνει ότι κάθε κράτος, εφόσον μετέχει στον οικείο συμβατικό κύκλο, έχει αυτοτελώς έννομο συμφέρον στην τήρηση των συμπεφωνημένων και άρα στην προστασία της ακεραιότητας των ΜΠΠΚ, ασχέτως σταθμίσεων αμοιβαιότητας. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τις κλασικές διμερείς συμβάσεις αντιστάθμισης παροχών και ανταλλαγμάτων (traitéscontrats), η Σύμβαση του 1972, πέραν των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα ίδια τα συμβαλλόμενα κράτη, θέτει και μια σειρά νομικών καθηκόντων που ενεργούν erga omnes partes (βλ. O’Keefe 190). Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις του Άρθρου 4 της Σύμβασης, αναφορικά με την αναγνώριση, την προστασία, τη διατήρηση, την παρουσίαση και τη μετάδοση των ΜΠΠΚ στην επόμενες γενεές συνιστούν υποχρεώσεις έναντι πάντων των συμβαλλομένων (erga omnes partes/contractantes).

Ακόμη, όμως, και πέρα από τον συμβατικό κύκλο της Σύμβασης του 1972,  υπάρχουν αρκετές ενδείξεις (βλ. O’Keefe 193 et seq. και 205), ώστε να υποστηριχθεί ότι και στο επίπεδο του εθιμικού διεθνούς δικαίου τυχόν παραβιάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Άρθρο 4 της Σύμβασης δικαιολογούν κάποιας έντασης και έκτασης εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα, με σκοπό την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων και, εν πάση περιπτώσει, την επάνοδο του ενδιαφερόμενου κράτους στην κανονικότητα/νομιμότητα. Πιο συγκεκριμένα, στην επιστήμη, με αφορμή την καταστροφή των Δύο Αγαλμάτων του Βούδα στη Μπαμιγιάν από τους Ταλιμπάν (2001), τα οποία είχαν επίσης καταχωριστεί στον Κατάλογο του Άρθρου 11(2), υποστηρίζεται (βλ. και O’Keefe ό.π.) η ύπαρξη ενός δικαιώματος παρέμβασης τόσο των κρατών μονομερώς όσο και των Ηνωμένων Εθνών σε ανάλογες περιπτώσεις επαπειλούμενης σοβαρής υποβάθμισης ή βλάβης ενός ΜΠΠΚ. Η θεμελίωση ενός τέτοιου δικαιώματος συνεπάγεται σε ένα πρώτο επίπεδο ότι δηλώσεις λ.χ. καταδίκης ή απαρέσκειας αναφορικά με την ενδεχόμενη υποβάθμιση ή βλάβη ενός ΜΠΠΚ δεν συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός τρίτου κυριάρχου κράτους κατά παράβαση της αρχής της κυρίαρχης ισότητας του Άρθρου 2(1) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών· σε ένα δεύτερο επίπεδο, το δικαίωμα της παρέμβασης φαίνεται να περιορίζεται κατά την εμβέλειά του, καλύπτοντας πρακτικές πολιτικών καταδικών ή διπλωματικών διαβημάτων με σκοπό την αποκατάσταση της νομιμότητας ή την κατάπαυση των ενεργειών του ενδιαφερόμενου κράτους που ενδέχεται να βλάψουν τον προστατευτέο μνημείο.

Στον αντίποδα, περισσότερο δυναμικές αντιδράσεις έναντι ενδεχόμενων παραβιάσεων των ως άνω υποχρεώσεων πρέπει να αντιμετωπίζονται, τουλάχιστον, με περίσκεψη. Επεξηγηματικά, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου για την ευθύνη των κρατών από διεθνώς παράνομες πράξεις (βλ. ARSIWA, Articles 49 et seq.), η παραβίαση υποχρεώσεων στο πλαίσιο ενός συμβατικού κύκλου, και a fortiori υποχρεώσεων erga omnes partes, γεννά το δικαίωμα των κρατών-δικαιούχων της παραβιασθείσας υποχρέωσης (δηλαδή, εν προκειμένω, των 192 κρατών πλην της Τουρκίας που μετέχουν σ’ αυτήν), τηρώντας τις προϋποθέσεις που τάσσει η διεθνής έννομη τάξη, να προβούν στη λήψη αντιμέτρων, δηλαδή στην (χρονικά περιορισμένη και λειτουργικά προσανατολισμένη στην κατάπαυση της αρχικής παρανομίας) παραβίαση ορισμένης διεθνούς νομικής υποχρέωσης έναντι του κράτους-δράστη της αρχικής παρανομίας. Η παραβίαση αυτή κρίνεται συγγνωστή, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του δικαίου των αντιμέτρων (επίκληση ευθύνης, προηγούμενη γνωστοποίηση, αναλογικότητα, αναστρεψιμότητα, μη παράβαση θεμελιωδών καθηκόντων).

H Περίπτωση της Αγίας Σοφίας

Στην παρούσα περίπτωση, τόσο η αρχή της αναλογικότητας, όσο και η εξ αυτής συναγόμενη αρχή της προσφορότητας, εγείρει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το ποια θα ήταν τα κατάλληλα αντίμετρα, προκειμένου να αναγκάσουν την Τουρκία στην τήρηση των υποχρεώσεών της, όπως εκείνες απορρέουν εκ της Σύμβασης του 1972, αναφορικά με την Αγία Σοφία. Περαιτέρω, στην επιστήμη έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι η παραβίαση των κανόνων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν συνεπάγεται αυτόθροα και κινητοποίηση του δικαίου των αντιμέτρων (O’Keefe 207), λόγω του χαμηλού βαθμού κανονιστικής ωριμότητας των επίμαχων υποχρεώσεων.

Μια ενδεχόμενη αντίδραση θα μπορούσε να λάβει τη μορφή των λεγόμενων «μη φιλικών πράξεων», δηλαδή ενεργειών που είναι καθ’ όλα σύννομες κατά το διεθνές δίκαιο, πλην όμως παραβιάζουν τη διεθνή αβροφροσύνη, διαρρηγνύοντας την αβρότητα των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών. Για παράδειγμα, η πρόταση του Έλληνα Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Μ. Βορίδη για τη μετατροπή του Μουσείου Κεμάλ Ατατούρκ, του νεοκλασικού κτηρίου πίσω από το τουρκικό προξενείο, επί της οδού Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη, σε μουσείο για τη Γενοκτονία του Ελληνισμού της Ανατολίας και του Ευξείνου Πόντου, αν υποτεθεί ότι δεν προσκρούει σε νομικά κωλύματα (όπως η αρχή του απαραβίαστου των χώρων αλλοδαπής διπλωματικής και προξενικής αποστολής και το γεγονός ότι το ακίνητο φέρεται να έχει παραχωρηθεί στο τουρκικό Δημόσιο), αποτελεί μια τέτοια περίπτωση μη φιλικής πράξης.

Ωστόσο, το ασαφές καθεστώς της νομιμότητας των αντιμέτρων, σε συνδυασμό με την αδυναμία προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη για την διευθέτηση του ζητήματος και ο κίνδυνος αποτυχίας/αστοχίας των μη φιλικών πράξεων, συνθέτουν μια αρκετά απαιτητική εξίσωση, η επίλυση της οποίας απαιτεί διπλωματική σύνεση και λεπτούς πολιτικούς χειρισμούς. Υπό τα δεδομένα αυτά, η διπλωματική πίεση είναι το πρώτο και το πλέον ενδεδειγμένο όπλο έναντι της επικείμενης υποβάθμισης του μνημείου. Σε κάθε περίπτωση, η όποια θεσμική αντίδραση απέναντι στη σχεδιαζόμενη μεταβολή του σκοπού χρήσης του ΜΠΠΚ της Αγίας Σοφίας θα πρέπει, αφήνοντας κατά μέρος τους συναισθηματισμούς και την τάση εκρομαντισμού του προβλήματος, να λάβει σοβαρά υπόψη της την επιτακτική ανάγκη αποσόβησης του κινδύνου υποβάθμισης του προβλήματος σε ζήτημα διμερών σχέσεων ή −ακόμη χειρότερα− σε απλή διαμάχη αμοιβαιότητας, γεγονός που φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της και η ελληνική κυβέρνηση.

Του Δημήτρη Κούρτη, υποψ. Δρ Διεθνούς Δικαίου ΑΠΘ, Ερευνητικού Συνεργάτη και Μέλους ΣΕΠ Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Leave a Reply