Με τη χώρα της να έχει από την 1η Ιουλίου αναλάβει την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, η καγκελάριος Μέρκελ θέτει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης έως και την υστεροφημία της ως προς την πορεία της ενωμένης Ευρώπης. Με μια ατζέντα το λιγότερο φιλόδοξη και ιδιαίτερα απαιτητική, μεταξύ άλλων και για την Ελλάδα. Ειδικότερα, ως προς το μείζον θέμα εθνικής ασφάλειας, οι αναμενόμενες πρωτοβουλίες της -σε κοινό βηματισμό με αντίστοιχες του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ- αντανακλούν την πρόθεση του Βερολίνου να ενισχύσει το αποτύπωμα του στη διαχείριση κρίσεων που περιλαμβάνουν την Τουρκία. Συνδέοντας το πλέγμα των ευρωτουρκικών σχέσεων με το ευρύτερο περιβάλλον γεωπολιτικών ανταγωνισμών που λαμβάνουν χώρα σε αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή γειτονιά και εγγύς εξωτερικό.
Στα καθ’ ημάς, δοκιμάζοντας την ιδιότητα του έντιμου διαμεσολαβητή στο εύφλεκτο τρίγωνο Αθήνας-Άγκυρας-Λευκωσίας. Σε μια προσπάθεια να καλύψει τόσο το κενό των ΗΠΑ και την επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων όσο και τα ρήγματα εντός της ΕΕ. Αν και προκαλεί γεωπολιτική έκπληξη ανατρέποντας το ιστορικό προηγούμενο, στην τρέχουσα μεταβατική περίοδο για την παγκόσμια τάξη που προκρίνονται ευέλικτες και αd hoc διευθετήσεις σύνθετων προβλημάτων, οι θεσμικές εμμονές της Γερμανίας και το ενωσιακό μοντέλο διακυβέρνησης -συγκριτικά με το επιβλαβές συναλλακτικό κεκτημένο που κουβαλά η αδιαμεσολάβητη σχέση Τράμπ-Ερντογάν-, προσφέρουν ασφαλέστερο προσώρας «λιμάνι» για την Ελλάδα.
Μπορεί ως χώρα η Γερμανία να στερείται γεωπολιτικής κουλτούρας μεγάλης δύναμης όμως η ίδια η Μέρκελ έχει μακρά εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων. Πέρα από την Ουκρανία, ήταν ο πρώην αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα που πρώτος τη μύησε στο πρακτικό σκέλος της αναθεωρημένης κατανομής βαρών μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Εξέλιξη που οδήγησε σε μια αξιοσημείωτη στροφή πολιτικής ως προς την προσφυγική κρίση (2015). Η εμπειρία της από την προεδρία Τράμπ, επιβεβαιώνει τη γεωπολιτική αναγκαιότητα να αναλάβει βάρη που ξεπερνούν το γερμανικό βεληνεκές. Δοκιμάζοντας τη στρατηγική του κουλτούρα και ενισχύοντας την ανάγκη ενεργοποίησης ενός συνεκτικού γαλλογερμανικού άξονα. Με τον τελευταίο να προσκρούει στις διαφορετικές προτεραιότητες Παρισιού και Βερολίνου. Για τον Μακρόν είναι η Τουρκία που «σουλατσάρει» στα χωράφια του και για τη Μέρκελ η ρωσική επιρροή που μετά τη Συρία απλώνεται και στη Λιβύη.
Επιστρέφοντας στους άμεσους πρωταγωνιστές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το μήνυμα της καγκελαρίου ήταν πως δεν πρόκειται από μόνη της να “βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά”. Εξέλιξη που οδήγησε στην απευθείας επικοινωνία των κκ Μητσοτάκη και Ερντογάν. Λίγες ημέρες αργότερα κι έχοντας μεσολαβήσει η «διόρθωση της ιστορίας» και το «σπάσιμο των αλυσίδων» της Αγιάς Σοφιάς (ερντογανική ανάγνωση), συναντώνται στο Βερολίνο οι Χέκερ, Καλίν και Σουρανή. Ως σύμβουλος της Καγκελαρίου, ο Γιανς Χέκερ χειρίζεται το ειδικού βάρους χαρτοφυλάκιο του προσφυγικού (Τουρκία και Βόρεια Αφρική) και «ρίχνει φως» στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων εκ μέρους της καγκελαρίας. Ο Ιμπραχιμ Καλίν, με υψηλή θεωρητική κατάρτιση και εκτεταμένη εμπειρία στα άδυτα των αδύτων του Λευκού Παλατιού και των βυζαντικών εκδοχών του, πέρα από εκπρόσωπος, αναγνωρίζεται ως το “βαρύ πολιτικό πυροβολικό” της τουρκικής προεδρίας και ο σύνδεσμός της με τη Δύση. Η Ελένη Σουρανή, διπλωμάτης καριέρας και διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του Έλληνα πρωθυπουργού, αντανακλά την καταρχήν πρόθεση της Αθήνας να διατηρήσει το περιεχόμενο των συζητήσεων σε αυστηρά υπηρεσιακά πλαίσια ανταλλαγής αναγνωριστικών απόψεων.
Αν και επί του παρόντος δεν είναι ανιχνεύσιμη η αξιολόγηση της συνάντησης εκ μέρους της Άγκυρας, εγείρει ερωτηματικά η δημοσιοποίηση μιας πρωτοβουλίας “αθόρυβης διπλωματίας” εκ μέρους της γερμανικής προεδρίας από τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών. Ταυτόχρονα, λαμβάνοντας υπόψη πως ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου παραμένει περισσότερο εκτελεστικό και λιγότερο επιτελικό στέλεχος για τον πρόεδρο, ο προβληματισμός ενισχύεται ως προς τα πολλαπλά σενάρια που μελετά η προεδρία και τα οποία μπορούν να ξεδιπλωθούν ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, σε ζητήματα αμοιβαίου στρατηγικού και οικονομικού ενδιαφέροντος η τουρκική διπλωματία θα προχωρήσει σε συμβιβασμούς με την ΕΕ αλλά αυτό δεν αφορά απαραίτητα τα ελληνοτουρκικά. Επιπλέον, γνωρίζει τα χαρακτηριστικά της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος και το ανοιχτό τραύμα που της άφησε η Συμφωνία των Πρεσπών, από κοινού με τον ισχυρό ψυχολογικό αντίκτυπο του υψηλού συμβολισμoύ της Αγιάς Σοφιάς στην ελληνική κοινωνία.
Με βάση τα παραπάνω, σε ποιο βαθμό η Τουρκία προκρίνει την άποψη πως -ως προς την Αθήνα- ίσως και τα πράγματα πρέπει να γίνουν χειρότερα προκειμένου να εξελιχθούν μετά καλύτερα (βλ. ουσιαστική διαπραγμάτευση); Με το βλέμμα στην επόμενη ημέρα, θα προτιμούσε η τουρκική διπλωματία -αξιοποιώντας και τα διευρυνόμενα εσωτερικά ρήγματα- να υπονομεύσει τη θέση του, “σπρώχνοντας” τον Έλληνα πρωθυπουργό προς τα εκεί που περισσότερο την εξυπηρετεί;
Πρόκειται για ένα ζήτημα εσωτερικής πολιτικής που συνεχίζει να προβληματίζει τόσο τις διπλωματικές αντιπροσωπείες ΗΠΑ και Γερμανίας όσο και το ίδιο το προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία. Κι αυτό διότι αφορά τα όρια και τις αντοχές του κυβερνώντος κόμματος για την επίτευξη ωφέλιμων συμβιβασμών μεταξύ των δύο μελών του ΝΑΤΟ. Επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική αξία της παρατήρησης του Άτσεσον, ο οποίος και ανέφερε με μια σχετική υπερβολή: «Το 80% της δουλειάς που αφορά το σκέλος της εξωτερικής πολιτικής σχετίζεται με τη διαχείριση της δυνατότητας που έχει η κάθε χώρα στο εσωτερικό της προκειμένου να διαμορφώσει μια πολιτική».
Συμπερασματικά, εξακολουθεί να παραμένει μια δοκιμασία ηγεσίας που συμπεριλαμβάνει τόσο τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και τους επικεφαλής των πολιτικών δυνάμεων στην Αθήνα που πρόσκεινται στο μέτωπο της λογικής. Κοντολογίς, πέρα από εθνική αυτοπεποίθηση και γεωπολιτική στόχευση, η ενεργητική τους ευθύνη θα κληθεί να προσφέρει και καθαρές απαντήσεις στο αν οι Έλληνες πολίτες δικαιούνται αυτό που οι λαϊκιστές επιτακτικά αρνούνται. Το δικαίωμα στην επιλογή αναφορικά με το βάρος της αλήθειας και όχι το μέγεθος της αυταπάτης που μπορούν να σηκώσουν. Η Άγκυρα, όπως πάντα, δεν θα αποκρύψει τις προτιμήσεις της.
Ο κ. Σωτήριος Κ. Σέρμπος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.