Στο Διεθνές Δίκαιο (ΔΔ) η αναγνώριση κρατών είναι μια πολύπλοκη και σύνθετη διαδικασία που συνήθως επισυμβαίνει σταδιακά ή εν μέσω σκληρών γεωπολιτικών αλλαγών. Μεταξύ όμως ανακήρυξης και σύστασης, των δύο κυρίαρχων δηλαδή προσεγγίσεων ιστορικά για την αναγνώριση των de jure κρατών σε διεθνές επίπεδο, τα μάτια μας έχουν δει πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις οι οποίες πάντα, για τη δική μας πρόσληψη εδώ στην Κύπρο, έχουν δύο κοινές προσεγγίσεις:
- Την ανάγνωσή τους μέσα από το οπτικό πλέγμα του Κυπριακού, επί της αρχής, λόγω των συνεχιζόμενων παραβιάσεων της Τουρκίας μετά το 1974 και της προσήλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Διεθνές Δίκαιο για τη διαφύλαξη της υπόστασής της και
- Μια πιο τακτική προσέγγιση η οποία διαχρονικά υπαγόρευε πως αν δεν υπάρξει συμφωνημένη λύση του Κυπριακού, η Κυπριακή Δημοκρατία εξακολουθεί να υφίσταται έναντι του παράνομου μορφώματος (λεγόμενης ΤΔΒΚ, ψευδοκράτους, κ.ο.κ.).
Η δεύτερη προσέγγιση μετά το 1979 επικράτησε, μεταξύ των πολιτικών ελίτ, ως προσήλωση στο ισχύον καθεστώς πραγμάτων (de facto τουρκική κατοχή, διαχωρισμός, κ.λπ.), το status quo σε περίπτωση μη λύσης. Και ξαφνικά, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών τον Ιούλιο του 2017 στο Κραν Μοντανά, η Τουρκία με ξεκάθαρα στρατηγικό τρόπο άρχισε σταδιακά να εξαφανίζει αυτό το status quo. Δεν το έπραξε μόνο ως προς την ΑΟΖ – με τις έκνομες ενέργειές της (παρεμπόδιση γεώτρησης της ΚΔ και έκνομες δικές τις γεωτρήσεις). Προχώρησε και με την Αμμόχωστο για να δούμε, τελικά, τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν με τον εκλεκτό του ηγέτη Ερσίν Τατάρ να μιλάνε πλέον ανοικτά για λύση δύο κρατών κι αναγνώριση της παράνομης, κατά το ΔΔ, λεγόμενης ΤΔΒΚ.
Το status quo άλλαξε
Όπως πολλές φορές επισημάναμε στον «Π» η Τουρκία άλλαξε το status quo σε σχέση με τη συμφωνημένη διαχρονικά μορφή λύσης του Κυπριακού. Το δήλωσε και το έπραξε, μετά το 2017, πως δεν θα συζητήσει ξανά ως μορφή λύσης τη ΔΔΟ (διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία) και πως θα θέσει, στο τραπέζι, άλλες μορφές λύσης. Το έπραξε μάλιστα στο πλαίσιο μιας υπερέχουσας στρατηγικής κατά την οποία είχε παραπάνω από μία μορφές λύσης στη φαρέτρα της κι αφού ανάγνωσε τη διαχρονική στρατηγική ένδεια της ελληνοκυπριακής πλευράς μεταξύ των δύο δικών της επιλογών: Mη λύσης και status quo. Όσο διαχρονικά οι ελληνοκυπριακές ελίτ διαχωρίζονταν, και διαχώριζαν και τους πολίτες, με κριτήριο την αποδοχή ή την απόρριψη μιας συμφωνημένης από τους ίδιους μορφής λύσης ή προσπαθούσαν να αποδώσουν ερμηνευτικά σχήματα για το τι είναι αυτή, πώς θα εφαρμοστεί, πώς όχι, κ.ο.κ., η Τουρκία προχώρησε πολλά βήματα πιο πέρα όχι μόνο δημιουργώντας τετελεσμένα (ανάπτυξη Μόρφου, στην ΑΟΖ, άνοιγμα παραλιακού στην Αμμόχωστο) αλλά και διασφαλίζοντας πως
- δεν θα κατηγορηθεί ιδιαιτέρως διεθνώς για την αποτυχία του 2017
- θα διαπραγματευτεί με νέα και ισχυρότερα εργαλεία σε περίπτωση επιστροφής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και
- πως παραμένει με υπερέχουσα στρατηγική παίζοντας για παραπάνω, εκτός ΔΔΟ, αποτελέσματα: λύση δύο κρατών/συνομοσπονδία, «χαλαρή» ομοσπονδία, προσάρτηση.
Επί του τελευταίου, ο ΥΠΕΞ Ν. Χριστοδουλίδης κάνοντας λόγο για ένα τέτοιο σενάριο έχει επί της αρχής δίκιο. Η προσάρτηση των κατεχομένων αποτελεί, μεν, μια «πυρηνική απόφαση» της Τουρκίας, αλλά δεν πρέπει, επ’ ουδενί, να αποκλειστεί αν στον ορίζοντα του 2023 και μετά δεν υπάρξει συμφωνημένη διευθέτηση στο πλαίσιο μιας εξελικτικής στρατηγικής της Τουρκίας. Κι εδώ παραμονεύει ακόμη ένας τακτικισμός για τις ελληνοκυπριακές ελίτ: Να προσπαθήσουν να βρουν τρόπους για τη δημιουργία ενός νέου status quo –στην απουσία λύσης– προκειμένου να απαλλαγούν από τις συνέπειες της διχοτόμησης. Αν το status quo άλλαξε το 2017, γιατί να μην αλλάξει και το 2028 και να βιώσουμε την προσάρτηση της μισής μας πατρίδας στην Τουρκία με ένα προεδρικό διάταγμα του Ερντογάν;
Περί αναγνώρισης
Δεν θα ήταν σενάριο που πρέπει να αποκλειστεί η, εκτός από την Τουρκία μέχρι σήμερα ιστορικά, αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» από κάποιες χώρες στους επόμενους μήνες/χρόνια. Η πολιτική της Άγκυρας στο να επεμβαίνει σε περιφερειακές συγκρούσεις αλλάζοντας το status quo (όπως πρόσφατα στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ) και του να επεκτείνεται στρατιωτικά (“forward basing posture”) ή μέσω της οικονομικής και πολιτιστικής της soft power σε κράτη της Αφρικής και της Ασίας θα μπορούσε, μεσομακροπρόθεσμα, να δημιουργήσει το προηγούμενο αναγνώρισης της λεγόμενης ΤΔΒΚ από κράτη όπως το Αζερμπαϊτζάν, το Τουρκμενιστάν ή η Σομαλία. Κάτι τέτοιο θα ολοκλήρωνε δυνητικά τον ενταφιασμό οποιασδήποτε μορφής διευθέτησης στο πλαίσιο της ΔΔΟ παρά τη σημασία –στο πλαίσιο του ΔΔ– της αναγνώρισης των κατεχομένων per se.
To πραγματικό worst case scenario
Αυτό για το οποίο, καθίσταται σαφές, δεν είναι προετοιμασμένες οι ελληνοκυπριακές πολιτικές ελίτ είναι το εξής σχήμα, τα επόμενα χρόνια. Είτε με αναγνώριση είτε με προσάρτηση των κατεχομένων είμαστε πραγματικά προετοιμασμένοι για ένα σενάριο όπου ο γεωγραφικός χώρος, αναγνωρισμένος π.χ. από 5-6 κράτη παγκοσμίως ή ακόμη χειρότερα προσαρτημένος εν είδει επαρχίας στην Τουρκία, της μισής μας πατρίδας στον Βορρά θα είναι το status quo βόρεια της πράσινης γραμμής και 15 με 20 χιλιάδες Τουρκοκύπριοι θα έχουν μετακομίσει στα εδάφη της de jure Κυπριακής Δημοκρατίας για να απαλλαγούν από αυτή την πραγματικότητα; Μια λύση τέτοιου τύπου «1.5» θα νοηματοδοτούσε τη διχοτόμηση σε ένα νέο, πρωτόγνωρο, πλαίσιο. Τι θα πούμε τότε διεθνώς; Ότι οι Τουρκοκύπριοι πολίτες δεν είναι πολίτες της αναγνωρισμένης, διεθνώς, Κυπριακής Δημοκρατίας; Ότι δεν δικαιούνται να διορίζονται στο δημόσιο ή να εκλέγονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων; Πώς θα διαχειριστεί, με το ισχύον καθεστώς εγγυήσεων, η ΚΔ ένα γεγονός όπου 5 Ελληνοκύπριοι χούλιγκαν θα επιτεθούν σε 30 Τουρκοκύπριους, σε μια κοινωνική τους συγκέντρωση, σκοτώνοντας τους 3; Αμείλικτα ερωτήματα που πρέπει να μας απασχολήσουν άμεσα και σε βάθος δεκαετιών πέραν της λογικής του «να επιστρέψουμε στο τραπέζι των συνομιλιών από εκεί που μείναμε στο Κραν Μοντανά» όταν όλοι γνωρίζουν ότι στις διεθνείς διαπραγματεύσεις συνήθως επιστρέφεις, μετά από την αποτυχία, με χειρότερη αφετηρία ως προς τις θέσεις σου. Με χειρότερη BATNA (Best Alternative To A Negotiated Agreement) κοινώς.
Το έξτρα μίλι
Έχουμε φτάσει, δυστυχώς, σε ένα σημείο όπου οι εξελίξεις στο Κυπριακό τρέχουν με ασύλληπτη ταχύτητα και οι αλλαγές που συντελούνται είναι τεκτονικές. Κι αυτό διότι, όπως διαφαίνεται και από τις κινήσεις της Τουρκίας, η Άγκυρα έχει αποφασίσει αυτή τη φορά να διανύσει το έξτρα εκείνο μίλι το οποίο, επί του πρακτέου, αλλάζει τα δεδομένα του status quo. Αν νομίζουμε πως θα πάμε σε μια διαδικασία του να ορίσουμε/συμφωνήσουμε για τα επόμενα χρόνια τη μορφή λύσης που θέλουμε και να περάσουν άλλα 40 χρόνια για να τη νοηματοδοτήσουμε και να ερίζουμε, είμαστε γελασμένοι. Πρέπει, κυριολεκτικά χθες, συλλογικά η πολιτεία, η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση και η κοινωνία των πολιτών να συναποφασίσουν τι θέλουμε στο Κυπριακό, πώς θα το πετύχουμε και τι επιδιώκουμε από αυτό για τις επόμενες δεκαετίες. Και να δουλέψουμε για αυτό πριν χαθούμε. Στο Διεθνές Δίκαιο (ΔΔ) η αναγνώριση κρατών είναι μια πολύπλοκη και σύνθετη διαδικασία που συνήθως επισυμβαίνει σταδιακά ή εν μέσω σκληρών γεωπολιτικών αλλαγών. Aς μην μείνουμε θεατές ως προς το δεύτερο. Συνεπώς, πριν και πρώτα από όλα, προκειμένου να αποτρέψουμε τα χειρότερα, θα πρέπει να φροντίσουμε να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.
Του Γιάννη Ιωάννου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης”, στις 22/11/2020.