Το 2021 μπορεί να φέρνει σε όλους ελπίδα κι αισιοδοξία, ωστόσο στο πρώτο του εξάμηνο δεν αναμένεται να είναι ιδιαίτερα διαφορετικό από το 2020 εξαιτίας της Covid-19. Εντούτοις, σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, και δη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, το πρώτο εξάμηνο θα φέρει ενδιαφέρουσες διπλωματικές διεργασίες στο προσκήνιο, αλλά και στο παρασκήνιο, που αναπόφευκτα θα επηρεάσουν σημαντικά τη δυναμική του Κυπριακού –αρχής γενομένης από την άτυπη πενταμερή στις αρχές Φεβρουαρίου. Δύο είναι οι σημαντικοί άξονες που πρέπει να λάβουν ιδιαίτερης προσοχής και να «τεθούν στο μικροσκόπιο» από τη Λευκωσία και την Αθήνα:
- Αυτός του τρόπου με τον οποίο θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας σε σχέση με το επίπεδο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, πώς αυτό θα καταλήξει και πώς αυτό θα επηρεάσει την ευρύτερη περιοχή και
- Το δίλημμα της Άγκυρας, και του Ερντογάν κατ’ επέκταση, σε σχέση με το δίπολο Δύση-Ρωσία ως προς τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Μία κατάσταση η οποία θα θέσει την τουρκική εξωτερική πολιτική ενώπιον σοβαρών ζητημάτων σε σχέση με το ζήτημα των S-400 και την περαιτέρω εμπλοκή της στο ΝΑΤΟ, τη βελτίωση των σχέσεών της με το Ισραήλ και την Ουκρανία, το ενεργειακό πλέγμα ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, το ζήτημα της οικονομίας, το Συριακό, και φυσικά τη συμπόρευση του Ταγίπ Ερντογάν και του AKP με τους εθνικιστές (MHP)
Δοκιμασία για όλους
Στο πρώτο εξάμηνο του 2021 συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μία σταδιακή βελτίωση των διμερών σχέσεων της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την –σε αρχικό στάδιο- μερική αποκατάσταση των σχέσεών της με το Τελ Αβίβ και μία νέα φάση διαλόγου Άγκυρας-Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα κορυφωθεί λίγο πριν και μετά την Σύνοδο Κορυφής, της τελευταίας τον προσεχή Μάρτιο. Σημασία σε αυτό το σημείο, για Λευκωσία και Αθήνα, έχει να δοκιμαστεί το διπλωματικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί μέχρι στιγμής, έτσι ώστε αυτή η ένταξη να μην επιτευχθεί απλά για σκοπούς «pausing της έντασης» στην περιοχή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον «Π» ξένη διπλωματική πηγή, αλλά με τη λογική του να υπάρξουν σοβαρά αποτελέσματα. Καλά ενημερωμένες πηγές πάντως ανέφεραν στον «Π» πως το Κυπριακό παραμένει ένα δύσκολο κομμάτι της εξίσωσης για την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών, η σταδιακή βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ουάσινγκτον, λόγω ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να επιταχύνει, γρηγορότερα, τις εξελίξεις.
Η μεγάλη εικόνα
Αυτό πάντως που φαίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με το Βερολίνο αλλά και το Παρίσι να δείχνουν προς την Αθήνα και τη Λευκωσία, είναι αρκετά συγκεκριμένο. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών αντιλαμβάνονται πως η απευθείας συνεννόηση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας είναι σημαντικότερη από την ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση, συνεπώς το ζήτημα των κυρώσεων στην Τουρκία δεν θα λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Στη περίπτωση του Κυπριακού, το σινιάλο προς την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ξεκάθαρο: δεν είστε αξιόπιστοι ως προς τη λύση του Κυπριακού, αλλά εμείς δεν πρόκειται να σας πιέσουμε για δύο κράτη, ούτε επιθυμούμε ένα δεύτερο (τουρκοκυπριακό) κράτος –και μάλιστα σε αναζήτηση ένταξης στην ΕΕ. Συνεπώς, τόσο τα ελληνοτουρκικά (που συνδέονται με τη μεγάλη εικόνα των θαλασσίων ζωνών και του ανταγωνισμού για την ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο) όσο και το Κυπριακό, για πρώτη φορά εγγράφονται ως δύο ξεχωριστά ζητήματα και ως τέτοια θα μας απασχολήσουν μέσα στο 2021 αλλά και εφεξής –με την Τουρκία μάλιστα να βρίσκεται, διαπραγματευτικά, ένα βήμα μπροστά σε αυτό το επίπεδο, έχοντας εμπεδώσει τον διαχωρισμό των ζητημάτων, παρά την πάγια προσέγγισή της, διαχρονικά, για «πακετοποίηση» Κυπριακού και ελληνοτουρκικών. Βέβαια, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάλι η κατ’ εξοχήν ανάγνωση της Τουρκίας και των κινήσεων του Ερντογάν περνάει μέσα από το πλέγμα του Μπαχτσελί και του εθνικιστικού κόμματος του MHP –με το Παρίσι και το Βερολίνο να θεωρούν πως η σταδιακή απομάκρυνση του MHP από την τουρκική συγκυβέρνηση θα άλλαζε κάποια δεδομένα.
Αντί επιλόγου
Το 2021, όπως τονίσαμε στην αρχή, θα είναι ένα μεταβατικό έτος. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου θα καταστεί μία χρονιά-καταλύτης ως προς τις εξελίξεις. Σε 17 μέρες τα ηνία του Λευκού Οίκου αναλαμβάνει η νέα διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, και όλοι, κυρίως στην Ευρώπη, τηρούν στάση αναμονής ως προς το πώς θα χειριστεί τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ο νέος Πρόεδρος και τι αυτό θα σηματοδοτήσει για τη συνέχεια. Καθίσταται σαφές όμως πως στη φάση στην οποία έχει υπεισέλθει το Κυπριακό θα υπάρξουν εξελίξεις, ενταγμένες μάλιστα και όχι άσχετες, με τις ευρύτερες αλλαγές που συντελούνται σε όλο το υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Χωρίς υπερβολές, το αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών σηματοδοτεί, ιδίως για την Κύπρο, μία εγνωσμένης αξίας προοπτική κόστους-ωφέλειας. Από όπου, υπό το βάρος των τουρκικών τετελεσμένων στα μέτωπα της ΑΟΖ (έκνομες γεωτρήσεις) και των Βαρωσίων (άνοιγμα παραλιακού μετώπου), θα προκύψει ή κάποιο κέρδος ή σοβαρές, στα όρια τής μη διαχείρισής των, ζημιές. Πρέπει να υπολογίσουμε με ακρίβεια αυτή την προοπτική, για να μην βρεθούμε ενώπιον μίας νέας εθνικής τραγωδίας. Καλή χρονιά.
Tου Γιάννη Ιωάνου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα “Πολίτης”.