Ο διαφαινόμενος νέος γύρος συγκρούσεων Δύσης-Ρωσίας με φόντο την ανατολική Ουκρανία και την τεράστια συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα ανατολικά σύνορα της χώρας –και της Ευρώπης, κατ’ επέκταση- τυγχάνει ανάλυσης με δεδομένο πως ένας γύρος στρατιωτικών επιχειρήσεων θα λάβει χώρα. Και συχνά η υπερβολή που σημειώνεται, καθώς ο Guardian και η Washington Post δημοσιεύουν την τακτική διάταξη 100 χιλιάδων και πλέον Ρώσων στρατιωτών σε συγκροτήματα μάχης –με βαριά όπλα όπως πυροβόλα κι άρματα μάχης, κάνει λόγο για πλήρη εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία.
Η είδηση πως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν και ο Ρώσος ομόλογός του Πούτιν θα έχουν ακόμη μια συνομιλία, την πρώτη για το 2022, την επόμενη εβδομάδα δεικνύει, επίσης, πως το περιθώριο διπλωματικών συνομιλιών για την αποτροπή της διαφαινόμενης σύγκρουσης δεν έχει ακόμη απεμποληθεί. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του Ουκρανικού, η Μόσχα δείχνει να έχει γνωστοποιήσει πολύ συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές προς την Δύση προκειμένου να μην υπάρξει στρατιωτική απάντηση, και συγκεκριμένα:
- Επίσημο τερματισμό της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς
- Μιας μορφής προσωρινού τερματισμού της στρατιωτικής βοήθειας και επέκτασης οπλικών συστημάτων στον λεγόμενο μετασοβιετικό χώρο
- Την απαγόρευση ανάπτυξης στρατηγικών πυραυλικών συστημάτων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη και
- Την κατάργηση της παροχής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία
Προφανώς, η πρώτη ανάγνωση των ρωσικών αιτημάτων προκαλεί δυσφορία στις στρατηγικές προσλήψεις της Δύσης (ΗΠΑ και ΕΕ) ως προς τι κόκκινες γραμμές του Πούτιν για το ΝΑΤΟ. Ωστόσο αυτό που δείχνει αυτή την φορά να είναι διαφορετικό είναι
α. ο τόνος της γνωστοποίησής τους, που είναι οξύς και κοφτός και με deadline ενός μήνα
β. η πάγια αντίληψη της Μόσχας ως προς τα εν λόγω αιτήματα, για τα οποία ιδίως μετά το 2008 και το 2014 -χρονιές «σταθμούς» ως προς την εκδήλωση της ρωσικής επιθετικότητας σε Γεωργία και Ουκρανία αντίστοιχα- την κατέστησε να συμβιβάζεται με την ιδέα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ή του εξοπλισμού χωρών του μετασοβετικού χώρου όπως πχ τα κράτη της Βαλτικής. Εν ολίγοις δεν είναι τίποτα καινούργια αιτήματα
γ. η παρουσία τόσο μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών στα σύνορα με την Ουκρανία –κίνηση που κλιμακώθηκε τους τελευταίους μήνες σε επίπεδο αποστολής σινιάλων αποφασιστικότητας προς την Δύση
Στο μυαλό του Πούτιν
Επειδή ωστόσο ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, η Ρωσία του Πούτιν επιθυμεί να διαχειριστεί σε στρατηγικό επίπεδο την νέα ένταση με φόντο το Ουκρανικό διαφορετικά στη παρούσα συγκυρία. Κι αυτό που αξίζει κανείς να αναγνώσει είναι αν όντως η Μόσχα, αυτή την φορά, θέλει να επαναλάβει ότι έκανε το 2013-2014 –όταν κατέλαβε την Κριμαία και εισέβαλλε σε περιοχές του Ντονμπάς. Επιδιώκει όντως η Ρωσία να καταλάβει μεγαλύτερο αριθμό ουκρανικών εδαφών;
H απάντηση κρίνεται στην ίδια την φύση του τελεσιγράφου της προς την Δύση. Ακριβώς γιατί δεν είναι τελεσίγραφο με την παραδοσιακή έννοια του όρου και γιατί επιπλέον η Ρωσία δείχνει να διαμερισματοποιεί τα αιτήματά της προς την Δύση (Ουάσινγκτον) και το ΝΑΤΟ προτείνοντας ουσιαστικά δύο ξεχωριστές διευθετήσεις. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως δεν θέτει κόκκινες γραμμές ως προς την ανάληψη άμεσης στρατιωτική δράσης αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της αλλά αφετηριακές θέσεις για διαπραγμάτευση. Την οποία μάλιστα επιδιώκει σε ένα διττό επίπεδο έτσι ώστε και να μην δεσμεύει και τις ΗΠΑ έναντι του Κογκρέσου (για ψήφιση μιας τέτοιας συμφωνίας) αλλά και τα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ (και μέλη του ΝΑΤΟ) όπως πχ η Γερμανία και η Γαλλία.
Βέβαια η τακτική Πούτιν, που εκμεταλλεύτηκε διαχρονικά τόσο το 2008 όσο και το 2014 τα κενά μιας ισχυρής ευρωατλαντικής απάντησης στην επιθετικότητά του, εξ’ ορισμού δυσκολεύει τόσο την διακυβέρνηση Μπάιντεν όσο και τις ευρωπαϊκές ηγεσίες ακριβώς γιατί το να επαναφέρεις την διαπραγμάτευση μαζί του με προοπτικές συμφωνίας, δημιουργεί και συνθήκες κριτικής –διεθνούς και σε εσωτερικό επίπεδο- στις εν λόγω κυβερνήσεις. Επιπλέον, εξάγει κι ένα κρίσιμο συμπέρασμα: H διπλωματική διαδικασία του Μινσκ ατόνισε επί προεδρίας Τραμπ όσο το Ουκρανικό παράμενε, ιδίως στα ανατολικά, μια τυπική post-Soviet space frozen conflict με ανά καιρούς εξάρσεις βίας, ιδίως στα ανατολικά. Και το ζητούμενο είναι πως όπως διαγράφονται τα πράγματα, όπως και η επιλογή Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί μαζί του, ίσως αναδείξουν πως η διεθνής διπλωματία δύναται καταστεί, για ακόμη μια φορά, αποτελεσματική έναντι ενός γύρου συγκρούσεων που δεν θα οφελήσουν, σε τακτικό επίπεδο τουλάχιστον, κανέναν. Σε αυτό το επίπεδο το πολύτιμο μήνυμα, στρατηγικά, αφορά την Δύση και δη την ΕΕ που δεν εγκατέλειψε, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τον διάλογο στα πλαίσια της διαδικασίας του Μινσκ.
Η σκληρή αλήθεια
Αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως υπό τις παρούσες συγκυρίες ο στρατηγικός στόχος της Μόσχας παραμένει η μη ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών όπως η Γεωργία, η Μολδαβία και η Ουκρανία –με την τελευταία να καθίσταται και μιας μορφής «τελευταίου οχυρού» ως προς το πως η ρωσική στρατηγική σκέψη αντιλαμβάνεται μεταψυχροπολεμικά την ασφάλεια στην Ευρώπη –την αρχιτεκτονική της οποίας διαμόρφωσε καθ’ όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα το ΝΑΤΟ. Βέβαια αυτή η διαχρονική αντίληψη της Μόσχας δείχνει να δικαιώνεται στην περίπτωση του Ουκρανικού ακριβώς γιατί το 2013-2014 σταμάτησε βίαια την ατλαντική ολοκλήρωση της Ουκρανίας που ξεκινούσε με κάπως ανοικτό τέλος, το 2008, ενώ και σήμερα η κυνική αλήθεια προς το Κίεβο, όπως εκφράζεται από την ίδια την Ουάσινγκτον, της δεικνύει πως «ΝΑΤΟ, σε μια δεκαετία κι αν…».
Πέραν όμως των όσων κυνικών υπαγορεύονται για το Κίεβο σε σχέση με τον ατλαντικό του προσανατολισμό, αυτό που η Δύση –και δη η ΕΕ, οφείλει να προσέξει, με την Ρωσία, αυτή την φορά εδράζεται σε τρία δεδομένα:
- Στο ότι αν όντως δεν υπάρξει αναβίωση του πνεύματος και του γράμματος των συμφωνιών του Μινσκ, ο πόλεμος έχει σοβαρές πιθανότητες επανάληψης στην ανατολική Ουκρανία –και δεν λειτουργεί υπέρ του Κιέβου, απαραίτητα, ένα τέτοιο σενάριο παρά την ποιοτική και ποσοτική του αναβάθμιση ως προς τις στρατιωτικές του χωρητικότητες
- Πως πρέπει να πείσει την κυβέρνηση στο Κίεβο προς την κατεύθυνση ενός στρατηγικού διαλόγου με την Μόσχα, γεγονός στο οποίο έχει αποτύχει μέχρι στιγμής τόσο η γαλλική όσο και η γερμανική διπλωματία
- Πως το 2022 μπορεί να καταστεί η χρονιά αναθέρμανσης των σχέσεων Κίνας-Ρωσίας κι εμβάνθυσης των στρατηγικών τους σχέσεων σε πολλαπλά επίπεδα, εξέλιξη που δεν είναι προς όφελος της Δύσης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα
Σε κάθε περίπτωση, το 2022 ξεκινάει με τα διεθνή βλέμματα στραμμένα προς τα ορύγματα του Λουγκάνσκ στην ανατολική Ουκρανία και μια σύγκρουση με πλήρη ρωσική εμπλοκή στην περιοχή δεν πρέπει σε καμία των περιπτώσεων να αποκλειστεί.
Του Γιάννη Ιωάννου