Με αφορμή την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των αυτοαποκαλούμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση που έχει κρατήσει η Ρωσική Ομοσπονδία έναντι των αποσχισθεισών «δημοκρατιών», καθώς και των λοιπών αυτονομιστικών και αποσχιστικών κινημάτων στον μετασοβιετικό χώρο.
Στην προσπάθεια κατανόησης της ρωσικής στάσης απέναντι σε αυτές τις πολιτικές οντότητες, κατηγοριοποίησα τα de facto ανεξάρτητα κράτη του μετασοβιετικού χώρου με βάση:
- Την αναγνώριση ή μη της ανεξαρτησίας τους από την Μόσχα.
- Την υποστήριξή τους ή μη από την Ρωσία.
- Την εμφάνισή τους εντός ή εκτός της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Έχω προσθέσει και μια τέταρτη κατηγορία που δεν αφορά σε de facto ανεξάρτητα κράτη, αλλά σε αυτονομιστικά ή/και αποσχιστικά κινήματα τα οποία δεν είχαν την δυναμική να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία των περιοχών που εκπροσωπούσαν.
Οι μη αναγνωρισμένες δημοκρατίες στην Ανατολική Ουκρανία (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ) δεν είναι οι πρώτες τις οποίες έχει αναγνωρίσει η Ρωσία. Το 2008, με αφορμή τις αναταραχές στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσσετία (δύο περιοχές εντός Γεωργίας οι οποίες διατηρούσαν την de facto ανεξαρτησία τους από το 1992 και 1991 αντίστοιχα), ξέσπασε ένας πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας. Πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η επιθυμία της τότε φιλοδυτικής κυβέρνησης του Mikheil Saakashvili να εντάξει την Γεωργία στο ΝΑΤΟ. Δεκατέσσερις μέρες μετά την λήξη του πολέμου, η Ρωσία αναγνώρισε την ανεξαρτησία των δύο «δημοκρατιών» και αύξησε σημαντικά τη στρατιωτική της παρουσία στις δύο περιοχές.
Μια λιγότερο γνωστή ιστορία ήταν η ύπαρξη της βραχύβιας «Δημοκρατίας της Κριμαίας» το 2014. Κατά την διάρκεια της κατάληψης της χερσονήσου από τους Ρώσους, διενεργήθηκε δημοψήφισμα το οποίο οδήγησε στην «ανεξαρτητοποίηση» της περιοχής. Το δημοψήφισμα ενέκρινε, επίσης, την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ρωσική Ομοσπονδία. Η Μόσχα, πριν την προσαρτήσει αναγνώρισε την «ανεξαρτησία» της Κριμαίας.

Οι αποσχισθείσες περιοχές της Γεωργίας και της Ουκρανίας δεν είναι οι μόνες οι οποίες υποστηρίχθηκαν από την Ρωσία. Το 1990, στο ανατολικό τμήμα της Σοβιετικής Μολδαβίας, φιλοσοβιετικοί αποσχιστές (κυρίως ρωσικής και ουκρανικής καταγωγής), με τον φόβο της ανεξαρτητοποίησης της Μολδαβίας και της πιθανής ένωσής της με την Ρουμανία, εγκαθίδρυσαν την Υπερδνειστεριακή Μολδαβική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία η οποία, ένα χρόνο αργότερα, κήρυξε την ανεξαρτησία της. Οι Μολδαβοί αντέδρασαν με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας πόλεμος ο οποίος ήταν νικηφόρος για τους αποσχιστές της Υπερδνειστερίας. Καθοριστικό ρόλο στην νίκη των αποσχιστών έπαιξε η εμπλοκή των ρωσικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην περιοχή. Οι Ρώσοι διατηρούν έως σήμερα στρατεύματα εκεί διαφυλάσσοντας, έτσι, την «ανεξαρτησία» της περιοχής, χωρίς όμως να αναγνωρίζουν την «Υπερδνειστεριακή Δημοκρατία», φοβούμενοι ότι η αναγνώριση θα οδηγήσει στην ένταξη της Μολδαβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Τα γεγονότα στην Υπερδνειστερία δεν επέτρεψαν στους Ρώσους να βοηθήσουν μία ακόμη φιλοσοβιετική κι έπειτα φιλορωσική de facto δημοκρατία, αυτή την φορά στην νότια Μολδαβία. Πρόκειται για την Γκαγκαουζία, μια περιοχή η οποία κατοικείται από τους Γκαγκαούζους, μια τουρκόφωνη αλλά ορθόδοξη κοινότητα. Παρά την επιτυχή απόσχιση από την Μολδαβία το 1990, οι αρχές της «Δημοκρατίας της Γκαγκαουζίας» συμφώνησαν με την κεντρική κυβέρνηση στο Κισινάου το 1994, να επανενταχθεί η περιοχή στην Μολδαβία ως αυτόνομη επαρχία.
Η Ρωσία δεν έπαιξε, επίσης, κανέναν ρόλο στην ανακήρυξη της «Δημορκατίας του Καρακαλπακστάν», μιας περιοχής η οποία καταλαμβάνει το δυτικό Ουζμπεκιστάν και κατοικείται από τους Καρακαλπάκους, μια εθνοτική ομάδα η οποία διαφέρει από τους Ουζμπέκους. Το 1990 η περιοχή κήρυξε την ανεξαρτησία της, όμως, το 1993, δέχτηκε να ενσωματωθεί στο Ουζμπεκιστάν ως αυτόνομη δημοκρατία
Η Ρωσία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στην ανεξαρτητοποίηση του Ορεινού (Ναγκόρνο) Καραμπάχ (ή αλλιώς Αρτσάχ), από το Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν το 1991. Οι στενές σχέσεις μεταξύ των νεοσύστατων δημοκρατιών της Ρωσίας και της Αρμενίας και η υποστήριξη της τελευταίας από την Μόσχα συνέβαλαν στην εγκαθίδρυση της μη αναγνωρισμένης «Δημοκρατίας του Αρτσάχ».

Η Ρωσική Ομοσπονδία, ωστόσο, παρά τη στήριξη που παρείχε σε αποσχιστικά ένοπλα κινήματα, έχει η ίδια αντιμετωπίσει ζητήματα τα οποία είχαν προκύψει από την επιθυμία τουλάχιστον δύο μειονοτήτων της να ανεξαρτητοποιηθούν. Η πρώτη περίπτωση, εκείνη της Τσετσενίας, οδήγησε σε δύο αιματηρούς πολέμους μεταξύ της Ρωσίας και των αποσχιστών Τσετσένων. Το 1991, η πολιτική κρίση στη Μόσχα και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επέτρεψε στους Τσετσένους εθνικιστές να εγκαθιδρύσουν την «Τσετσενική Δημοκρατία της Ιχκερίας». Το 1994 η Ρωσία αποφάσισε να αποκαταστήσει την κυριαρχία της στην περιοχή με τη χρήση βίας. Ο πόλεμος διήρκησε έως το 1997 και η Ρωσία ηττήθηκε. Στο μεταξύ, εντός της Τσετσενίας άρχισαν να κυριαρχούν ισλαμιστές και η Ιχκερία έγινε προπύργιο ακραίων ισλαμιστών. Το 1999, η Ρωσία επιτέθηκε ξανά στην Τσετσενία και μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε να θέσει την περιοχή υπό τον έλεγχό της.
Σε αντίθεση με την περίπτωση της Τσετσενίας, ειρηνική ήταν η αποκατάσταση της ρωσικής κυριαρχίας στο Ταταρστάν. Η περιοχή αυτή φιλοξενεί την μεγαλύτερη μειονότητα της Ρωσίας, τους μουσουλμάνους Τατάρους. Το 1990 το Ταταρστάν κήρυξε την ανεξαρτησία του και, το 1992, οι πολίτες ενέκριναν με δημοψήφισμα το Σύνταγμα στο οποίο το Ταταρστάν περιγράφεται ως «κυρίαρχο κράτος». Το ρωσικό Συνταγματικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως παράνομα το δημοψήφισμα και το σύνταγμα της «Δημοκρατίας του Ταταρστάν». Μη έχοντας τη δυνατότητα της ένοπλης αντίστασης, το περίκλειστο Ταταρστάν το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς Ρωσίας αποφάσισε να συμβιβαστεί και να έρθει σε συμφωνία το 1994 με την ρωσική κυβέρνηση για την επανένταξη της περιοχής στην Ρωσική Ομοσπονδία.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την επανεμφάνιση του εθνικισμού και αλυτρωτισμού – οι οποίοι βρίσκονταν σε λανθάνουσα μορφή – καθώς και την βία μεταξύ εθνοτικών και γλωσσικών κοινοτήτων. Οι ανωτέρω περιπτώσεις περισσότερο ή λιγότερο επιτυχούς απόσχισης είναι μόνο ορισμένα παραδείγματα των αυτονομιστικών και αποσχιστικών κινημάτων στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Η Ρωσία, κρίνοντας αν τα κινήματα αυτά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της, τα υποστήριζε ή τα καταδίκαζε.
Για παράδειγμα, η Ρωσία υποστήριζε τον Ασλάν Αμπασίτζε, τον πρώην αυτονομιστή αυταρχικό ηγέτη της Αζαρίας, μιας αυτόνομης περιοχής στην Γεωργία. Η Ρωσία, στήριξε επίσης την προσπάθεια των ρωσόφιλων αυτονομιστών στην πόλη Χάρκοβο (Χάρκιβ) της ομώνυμης ουκρανικής επαρχίας η οποία βρίσκεται βορείως της επαρχίας Λουγκάνσκ. Τον Απρίλιο του 2014, ρωσόφιλοι διαδηλωτές κατέλαβαν το κυβερνείο της περιφερειακής κυβέρνησης και ανακήρυξαν την δημιουργία της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Χάρκοβο». Μέσα σε δύο μέρες οι ουκρανικές δυνάμεις κατάφεραν να καταστείλουν την φιλορωσική εξέγερση και η «Λαϊκή Δημοκρατία του Χάρκοβο» δεν πήρε σάρκα και οστά όπως οι αντίστοιχες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονετσκ και του Λουγκάνσκ τις οποίες αναγνώρισε ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν στις 21 Φεβρουαρίου του 2022.
Άλλα αποτυχημένα αυτονομιστικά κινήματα τα οποία δεν υποστηρίχθηκαν από την Μόσχα ήταν εκείνα των Λεζγκίνων, ενός έθνους το οποίο κατοικεί στο βόρειο Αζερμπαϊτζάν και το νότιο Νταγκεστάν (τμήμα της Ρωσίας) και των Ταλίς, ενός λαού που κατοικεί στο νότιο Αζερμπαϊτζάν και το βόρειο Ιράν. Το αυτονομιστικό κίνημα των Λεζγκίνων εμφανίστηκε το 1990, όμως έπαψε να υφίσταται ως οργανωμένο κίνημα έναν χρόνο αργότερα, εξαιτίας της καχυποψίας των Ρώσων και των Αζέρων. Οι δε Ταλίς εγκαθίδρυσαν το 1993 μια de facto αυτόνομη επαρχία, την «Αυτόνομη Δημοκρατία Ταλίς-Μουγάν», σε επτά περιοχές του νότιου Αζερμπαϊτζάν. Μέσα σε έναν μήνα η αζερική κυβέρνηση, φοβούμενη την δημιουργία ενός δεύτερου «Καραμπάχ» στο νότιο τμήμα της χώρας, επανέφερε την τάξη και φυλάκισε τους πρωτεργάτες του κινήματος.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον παράδειγμα είναι εκείνο της «Ομοσπονδίας των Ορεινών Λαών του Καυκάσου», ενός ένοπλου κινήματος το οποίο επιθυμούσε τη δημιουργία μιας συνομοσπονδίας στον ρωσικό Βόρειο Καύκασο. Η εν λόγω οργάνωση, παρά το γεγονός ότι έδρασε στο πλάι των Ρώσων κατά τον πόλεμο της Αμπχαζίας (εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Αβασγοί είναι λαός του Καυκάσου), ήθελε την απόσχιση του Βορείου Καυκάσου από την Ρωσική Ομοσπονδία, γι’ αυτό και πολέμησε στο πλευρό των Τσετσένων στον Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας. Η εγκατάσταση ρωσόφιλων ηγετών στις αυτόνομες οντότητες του Βορείου Καυκάσου οδήγησε στην αποδυνάμωση του κινήματος και στην σταδιακή διάλυσή του.

Του Γιώργου Μενεσιάν, Διεθνολόγου