Γεωπολιτικός αναθεωρητισμός και Ουκρανικό

Στις Διεθνείς Σχέσεις και στην Ανάλυση Εξωτερικής Πολιτικής, η έννοια του αναθεωρητισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επεξηγήσει τη διεθνή συμπεριφορά ενός κράτους (αυτό που ονομάζουμε στα Αγγλικά, state behaviour).

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η σύγχρονη έννοια του αναθεωρητισμού έχει τις ρίζες της στην έννοια του Ιμπεριαλισμού της εποχής των αυτοκρατοριών – από το λατινικό Imperium, δηλαδή την «απόλυτη ισχύ» ή «εξουσία». Αφορά συγκεκριμένα στην επέκταση της ισχύος και της κυριαρχίας ενός ιμπεριαλιστικού κράτους μέσα από την κατάκτηση ξένων εδαφών ή τον πολιτικό-οικονομικό έλεγχο ξένων περιοχών.

Γι’ αυτό τον λόγο, ο ιμπεριαλισμός κατάντησε να θεωρείται ηθικά κατακριτέος – ιδιαίτερα στη μεταποικιακή εποχή. Ως έννοια δε χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμα ως εργαλείο καταδίκης ή απονομιμοποίησης των εξωτερικών κινήσεων ενός κράτους που εκλαμβάνονται ως εχθρικές ή ανεπιθύμητες από τρίτα κράτη. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς πως λόγω της ευρείας και αδιάκριτης χρήσης, εφόσον απέκτησε, επιπλέον, ηθικές και ιδεολογικές διαστάσεις, η εν λόγω έννοια έχασε την ουσία της.

Όπως μας πληροφορεί ο κλασικός ρεαλιστής, Hans Morgenthau στο Politics among Nations (1948/1993, σ. 56),

η Σοβιετική Ένωση θεωρούσε πως όλοι οι συμμετέχοντες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διεξήγαγαν ένα ιμπεριαλιστικό πόλεμο, μέχρι που δέχτηκε επίθεση από τη Γερμανία το 1941. Τότε ο πόλεμος που χρειάστηκε η ίδια να διεξάγει έγινε εξορισμού αντι-ιμπεριαλιστικός.

Ο ίδιος ο Morgenthau, στα μέσα του 20ου αιώνα, επέκρινε τις χρήσεις και καταχρήσεις της έννοιας του Ιμπεριαλισμού και επεδίωξε να την αποσαφηνίσει σε επίπεδο στόχων και μέσων. Αυτή η συζήτηση έμελλε να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, περιλαμβάνοντας και άλλες – λιγότερο ιδεολογικοποιημένες – έννοιες, όπως ο αναθεωρητισμός. [Για περισσότερα αναφορικά με τον Επιθετικό Ρεαλισμό και το Ουκρανικό δες εδώ].

Πάντως, εκεί που συμφωνούν οι θεωρητικοί του Ρεαλισμού, είναι στον ευρύ ορισμό της αναθεωρητικής διεθνούς συμπεριφοράς, ότι δηλαδή συνίσταται στην προσπάθεια ενός κράτους να αναθεωρήσει (δηλαδή, να αλλάξει) το – διεθνές ή γεωπολιτικό – status quo προς δικό του όφελος.

Επειδή όμως ο αναθεωρητισμός ως έννοια, και η «αλλαγή του status quo» ως πράξη είναι κάπως αφηρημένες, πρέπει να προσδιοριστούν. Προς αυτό τον σκοπό, το περιεχόμενο των εννοιών μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί με βάση την πράξη. Έτσι, θα μπορούσαμε αρχικά να διαχωρίσουμε τον εδαφικό επεκτατισμό από άλλες – και ενδεχομένως λιγότερο διακριτές – αναθεωρητικές στρατηγικές.

Δηλαδή, ο επεκτατισμός είναι εξορισμού μια αναθεωρητική στρατηγική, αλλά ο αναθεωρητισμός γενικότερα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τον εδαφικό επεκτατισμό. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες στρατηγικές που είναι καταγραμμένες στη διεθνή βιβλιογραφία ως αναθεωρητικές ακριβώς διότι επιτελούν τον σκοπό της αλλαγής του status quo μέσα από την προβολή ισχύος ή και την απόκτηση ελέγχου. Η «αλλαγή του status quo προς ίδιον όφελος» εδώ είναι το κλειδί, διότι δεν είναι κάθε προσπάθεια ενίσχυσης ενός κράτους αναθεωρητική. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος μιας χώρας και η σύναψη συμφωνιών ή συμμαχιών, δεν είναι εξορισμού αναθεωρητικές κινήσεις.

Μερικές αναθεωρητικές στρατηγικές όπως προκύπτουν μέσα από τη βιβλιογραφία, εκτός από τον επεκτατισμό, είναι οι εξής:

  • Η δημιουργία ετεροβαρών διασυνοριακών εξαρτήσεων που παρέχουν τη δυνατότητα ελέγχου
  • Οι πολιτικές δημογραφικής μηχανικής σε ξένες περιοχές
  • Ο έλεγχος κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δομών μέσω τοπικών αντιπροσώπων
  • Η απόκτηση διασπαστικού ρόλου σε πολιτικές διεργασίες ή αποφάσεις ξένων κρατών
  • Οι πολιτικές, στρατιωτικές και νομικές προσπάθειες αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού συνόρων ή θαλασσίων ζωνών
  • Η ανατροπή τρίτων κυβερνήσεων ή καθεστώτων

Αυτός λοιπόν είναι ο χαρακτήρας του αναθεωρητισμού. Τι τον πυροδοτεί όμως;

Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, ωστόσο από μια νεοκλασική ρεαλιστική άποψη μπορούμε να πούμε απλά ότι ο αναθεωρητισμός πυροδοτείται από έναν συνδυασμό παραγόντων: τις απειλές που παράγει το διεθνές σύστημα και τις ευκαιρίες που δημιουργεί (συνήθως εξαιτίας των κενών ισχύος), σε συνάρτηση με τα ταυτοτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των πολιτικών ελίτ αλλά και τις υλικές ανάγκες της χώρας σε επίπεδο πόρων.

Με άλλα λόγια, ένα κράτος, ακόμα και να θέλει να καταστεί μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι είναι, δεν μπορεί να το πράξει αν δεν έχει τους κατάλληλους πόρους κι αν δεν το επιτρέπει ή δεν το επιβάλλει – με σχετικούς όρους – το περιβάλλον του.

Στην περίπτωση της Ρωσίας είχαμε τον συνδυασμό των τεσσάρων αλληεπικαλυπτόμενων παραγόντων:

  1. Την συνείδηση και αντίληψη μιας χώρας που ως πρώην αυτοκρατορία και υπερδύναμη ηττήθηκε ιστορικά και, ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να υποστεί την περιφρόνηση της Δύσης αλλά και τη θεμελίωση του δυτικού συστήματος αξιών και ασφάλειας.
  2. Μια χώρα η οποία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και ειδικά την δεκαετία του 2000 ένιωσε ότι απειλούνταν όλο και περισσότερο εξαιτίας της επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά και ότι έμπαιναν φραγμοί στη δυνατότητά της να προβάλει την ισχύ της όπως θα ήθελε στον «ζωτικό χώρο» της.
  3. Μια εθνική ελίτ (ιδιαίτερα επί Πούτιν) η οποία πίστευε στην προοπτική της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης – στη βάση των μύθων και των αφηγημάτων του παρελθόντος – αλλά και σε ένα διαφορετικό διεθνές σύστημα, πιο πολυπολικό και λιγότερο δυτικο-κεντρικό. Δηλαδή εναλλακτικό της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης (liberal international order).
  4. Την μερική υποχώρηση της αμερικανικής ηγεμονίας μέσα από αλλεπάλληλα λάθη και αποτυχίες που δημιούργησαν σοβαρά κενά ισχύος αλλά και ευκαιρίες για κράτη όπως η Ρωσία (βλ. Αφγανιστάν (2001/2021), Ιράκ (2003/2009-11), Συρία (2011-), κ.α.).

Είναι πάντως ενδιαφέρον, ότι οι αναθεωρητικές κι επεκτατικές πολιτικές πολύ συχνά δικαιολογούνται και νομιμοποιούνται από τα κράτη που τις εφαρμόζουν στη βάση συγκεκριμένων απειλών ασφάλειας και της ανάγκης για άμυνα και προστασία. Δεν είναι τυχαίο το ότι τα δόγματα εθνικής ασφάλειας αυτών των χωρών προσδιορίζονται ή επαναπροσδιορίζονται, επίσημα ή ανεπίσημα, ώστε να ερμηνεύουν την εθνική ασφάλεια στη βάση της αντιμετώπισης απειλών που βρίσκονται εκτός των συνόρων τους. Η δε απειλή στην εθνική ασφάλεια χρησιμοποιείται παραδοσιακά και από τις ΗΠΑ αλλά και την κοντινή σε εμάς Τουρκία.

Επίσης ενδιαφέρον είναι το ότι οι μεγάλες και αναθεωρητικές δυνάμεις θέλουν να έχουν και τον ρόλο του διαμορφωτή της διεθνοπολιτικής ατζέντας (agenda setting role) αλλά και να παρουσιάζονται ως πάροχοι ασφάλειας (security providers). Αυτό το είδαμε με τις ΗΠΑ – τον “αστυφύλακα του κόσμου” – μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με την Τουρκία υπό το ΑΚΡ ιδιαίτερα σε σχέση με τους τουρκογενείς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς, και με τη Ρωσία αναφορικά με τους Ρώσους ή ρωσόφωνους της Ουκρανίας και όχι μόνο.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές στηρίζονται σε επεκτατικά ή αναθεωρητικά ιδεολογικά σχήματα. Στην περίπτωση της Ρωσίας το ιδεολογικό πλαίσιο του Ευρασιανισμού και ο ρόλος του Αλεξάντερ Ντούγκιν έχουν κεντρικό ρόλο στο πως η ρωσική στρατηγική ξεδιπλώνεται. Δεν είναι τυχαίο που στα τέλη Μαρτίου 2022 η ρωσική Δούμα ετοίμασε νομοσχέδιο που εισηγείται όπως όλοι όσοι έχουν την ρωσική γλώσσα ως μητρική να θεωρούνται «συμπατριώτες», με την υπόνοια ότι αυτοί οι «συμπατριώτες» είναι μέρος της Ρωσίας και άρα χρειάζονται και την παροχή ασφάλειας από την Ρωσία. Κάτι που θυμίζει πολύ τον ρόλο των λεγόμενων «συγγενικών» κοινοτήτων (akraba topluluklar, ή kin communities) που χρησιμοποιεί η τουρκική εξωτερική πολιτική πολύ συχνά για να δικαιολογήσει την εμπλοκή της σε ξένους χώρους. Αυτό το κάνει και μέσω κρατικών θεσμών όπως είναι π.χ. η Προεδρία για τους Τούρκους του Εξωτερικού και τις Συγγενικές Κοινότητες (ΥΤΒ).

Έχοντας πει τα παραπάνω, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν συνιστά ούτε μια σπασμωδική κίνηση, ούτε απλώς μια απάντηση σε προσλήψεις απειλών, ούτε έναν αμυντικό πόλεμο. Είναι, με τεχνικούς όρους, ένας όχι απλώς αναθεωρητικός αλλά και επεκτατικός πόλεμος ο οποίος κεφαλαιοποίησε τις ευκαιρίες του διεθνούς συστήματος, τροφοδοτήθηκε από ιδεολογικά σχήματα και ταυτοτικά αφηγήματα, προσπάθησε να αντλήσει νομιμοποίηση από τις ανησυχίες εθνικής ασφάλειας, και χρησιμοποίησε ως πρόσχημα την απειλή σε πληθυσμούς Ρώσων «συμπατριωτών».

Εν κατακλείδι, όπως ξεδιπλώνεται η ρωσική στρατηγική επί του εδάφους, προκύπτει ότι υπήρχε συγκεκριμένος στρατηγικός σχεδιασμός και με συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους, που – εκτός από τη χρήση στρατιωτικής ισχύος – επιδιώκονται με σειρά αναθεωρητικών στρατηγικών όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αυτές φαίνεται να περιλαμβάνουν:

  • Δημογραφικές πολιτικές: Π.χ. με τη διασύνδεση γλώσσας, ιθαγένειας και ταυτότητας, την εργαλειοποίηση και ενσωμάτωση ρωσικών/ρωσόφωνων πληθυσμών της Ουκρανίας.
  • Έλεγχος κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δομών μέσω τοπικών αντιπροσώπων: Με προσπάθειες ελέγχου της τοπικής αυτοδιοίκησης στις καταληφθείσες περιοχές αλλά και τη δημιουργία (από το 2014) “Λαϊκών Δημοκρατιών” στο Donetsk που λειτουργούν ως ρωσικά προτεκτοράτα.
  • Προσπάθειες αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού συνόρων ή θαλασσίων ζωνών: Το οποίο επιτυγχάνεται από το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας και την απόσχιση των περιοχών στο Donbas, αλλά και με τα νέα τετελεσμένα επί του εδάφους μετά την εισβολή του 2022.
  • Η ανατροπή τρίτων κυβερνήσεων: Με προσπάθειες ανατροπής της κυβέρνησης Ζελένσκυ.

Του Ζήνωνα Τζιάρρα

Το πιο πάνω κείμενο βασίζεται σε εισήγηση που έγινε σε εκδήλωση για το Ουκρανικό, η οποία διοργανώθηκε από τους ομίλους Νομικής και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου στις 5 Απριλίου 2022.

Leave a Reply