Η Λευκωσία «στη μέση» Αθήνας-Άγκυρας

Στο τρίγωνο Αθήνας-Άγκυρας-Λευκωσίας η κατάσταση δείχνει να επανέρχεται στη ρητορική εντάσεων της περιόδου 2018-2020, ιδίως μετά την σπουδή του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, να προβεί σε ένα νέο γύρο εντάσεων. Οι δηλώσεις τόσο του Ερντογάν την επομένη της επίσκεψης του Ελλαδίτη πρωθυπουργού στις ΗΠΑ όσο και του ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου που σε υψηλούς τόνους επανέφερε το ζήτημα της παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων σε ελληνικά νησιά δημιουργούν εύλογη ανησυχία στην Αθήνα. Που δείχνει να εισέρχεται σε ένα «tit for tat» -σε διπλωματικό επίπεδο. Όλα αυτά δείχνουν να συμβαίνουν σε ένα timing που τόσο τα ΜΟΕ -και εν γένει η αναζήτηση φόρμουλας επανεκκίνησης με κάποιο τρόπο των συνομιλιών στο Κυπριακό- όσο και ο τρόπος με τον οποίο η Άγκυρα ενσωματώνει τα Κατεχόμενα με το νέο οικονομικό «πρωτόκολλο», δημιουργούν συγκεκριμένες δυναμικές. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι τι σημαίνει για την Λευκωσία και το Κυπριακό ένα ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό «διπλωματικό τετακέ».

Σηκώνει το γάντι

Η έντονη διπλωματική δραστηριότητα Αθήνας και Λευκωσίας την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες με φόντο την Σύνοδο της ΕΕ για το Ουκρανικό προσέγγισε τη νέα ρητορική Ερντογάν συγκροτημένα αλλά και σε υψηλούς τόνους. Η Αθήνα ενέπλεξε τόσο το Βερολίνο όσο και Eυρωπαίους ηγέτες -δια της παρουσίας Μητσοτάκη στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP)- απαντώντας ουσιαστικά -κι έντονα- στις αναθεωρητικές κινήσεις της Άγκυρας που εδώ και καιρό έχει προετοιμάσει νομικά τις αξιώσεις της στο Αιγαίο με αναφορές στη συνθήκη της Λωζάνης και την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισιών (1947) με επιστολή στον ΟΗΕ (σ.σ. στην οποία η Αθήνα απάντησε καταρρίπτοντας τις τουρκικές αξιώσεις). Ο Έλληνας πρωθυπουργός συναντώντας τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς αναφέρθηκε εκτενώς στο αναθεωρητικό πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας» που προτάσσει τα τελευταία χρόνια η τουρκική πλευρά ημιεπίσημα και γνωστοποίησε έναντι Ευρωπαίων αρχηγών πως κάθε κίνηση της Τουρκίας σε επίπεδο πρόταξης στρατιωτικής ισχύος θα λάβει αποφασιστική απάντηση. Η αλήθεια είναι πως η Αθήνα, στη παρούσα συγκυρία, σταθμίζει τρεις βασικές παραμέτρους:

  • To αν η νέα ρητορική Ερντογάν στοχεύει κυρίως στο εσωτερικό ακροατήριο λόγω της μακράς προεκλογικής περιόδου στη χώρα και του χρονισμού του μεγάλου bargaining με την Δύση λόγω του Ουκρανικού, της ενταξιακής πορείας στο ΝΑΤΟ Σουηδίας και Φινλανδίας και του Κουρδικού
  • Το αν στοχεύει όντως σε κάτι τέτοιο πως και γιατί θα μπορούσαν να υπάρξουν, μετά τις εκλογές στη Τουρκία, προϋποθέσεις επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου -καθώς και επανεκκίνησης του Κυπριακού και
  • Το αν το ρίσκο -διαπραγματευτικά και διπλωματικά- που έχει πάρει η Τουρκία του Ερντογάν θα οδηγούσε, όντως, στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα σε σοβαρές κινήσεις κλιμάκωσης στη περιοχή με το ερώτημα εδώ να κινείται μεταξύ του πως χειρίζεσαι, δυνητικά, μια κρίση και πως προσπαθείς να αποκλιμακώσεις

Το τελευταίο ερώτημα δείχνει να απασχολεί, σύμφωνα με πηγές της «Κ», την Αθήνα όχι μόνο σε σχέση με τους συνήθεις τρόπους που η Τουρκία κινείται στη περιοχή (παραβιάσεις εναέριου χώρου, εργαλειοποίηση με υβριδικούς τρόπους του προσφυγικού, αποστολή ερευνητικών σκαφών, κοκ) αλλά και ως προς το ενδεχόμενο της αποστολής ερευνητικής πλατφόρμας (γεωτρύπανου) σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (πχ νοτίως της Κρήτης ή στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου) που θα αμφισβητούσε απευθείας την ελληνική κυριαρχία ή την συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Ελλάδας-Αιγύπτου. Μια «κυπριακή» στιγμή αντίστοιχη της εικόνας στη κυπριακή ΑΟΖ την περίοδο Μαΐου 2019-Ιουλίου 2020 που στη περίπτωση ωστόσο της Ελλάδας -λόγω παρουσίας ναυτικών δυνάμεων- θα δημιουργούσε συνθήκες αντιπαράθεσης και κρίση με στρατιωτικό αποτύπωμα (stand-off). Κι εν γένει διλήμματα μιας και στη περίπτωση της Κύπρου, δεν υπήρξε άμεσο κόστος για την Τουρκία μέσω κυρώσεων όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Τι σημαίνει για Κύπρο

Στις ανησυχίες της Λευκωσίας -που στο περιθώριο της Συνόδου την περασμένη Τρίτη στις Βρυξέλλες επικοινώνησε δια του ΠτΔ εκ νέου το ζήτημα της επανέναρξης του διαλόγου στο Κυπριακό- έρχονται να προστεθούν και οι τυχόν επιπλοκές από ένα «θερμό καλοκαίρι» στα ελληνοτουρκικά. Στο worst case scenario ενός νέου γύρου εντάσεων Ελλάδας-Τουρκίας -στη συγκυρία του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία- η Λευκωσία δεν θα ήθελε να βρεθεί σε δύσκολη θέση όπου:

  • H ήδη ισχνή -κι εκ προοιμίου απορριπτέα από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ- πρωτοβουλία για τα ΜΟΕ να βρεθεί στο κενό
  • Ένας αναθεωρητικός γύρος προβολής ισχύος στον θαλάσσιο χώρο της ανατολικής Μεσογείου εκ μέρους της Τουρκίας να εστιάσει στην επανάληψη της περιόδου 2018-2020 στη κυπριακή ΑΟΖ -σε μια περίοδο που παράλληλα ή αμέσως μετά από ένταση Αθήνα και Άγκυρα θα αποκλιμακώνουν όπως συνηθίζουν να κάνουν μέσω των δικών τους μηχανισμών (πχ του ΝΑΤΟ)
  • Η κακή εξέλιξη των πραγμάτων θα οδηγούσε σε πιο σύνθετα ζητήματα χειρισμών λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών στη Κύπρο (de facto κατοχή, διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης της εργαλειοποίησης προσφυγικού, τετελεσμένα Βαρώσι, κοκ). Καλώς η κακώς μια κρίση με όρους στρατιωτικής αντιπαράθεσης σημαίνει άλλα πράγματα στο Αιγαίο ή στον Έβρο κι άλλα στη Κύπρο (πχ η διάσταση της Πράσινης Γραμμής)

Βέβαια τόσο σε Αθήνα όσο και σε Λευκωσία δεν κυριαρχεί τόσο η πρόσληψη του «η Κύπρος θα τη πληρώσει» όσο η ρεαλιστική διαπίστωση πως στη τρέχουσα περίοδο και μέχρι τις εκλογές τουλάχιστον στην Τουρκία, δύσκολα θα υπάρξει πραγματική επανεκκίνηση των συνομιλιών προοπτική που μάλλον δείχνει προς την κατεύθυνση του «τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν πριν βελτιωθούν» στο Κυπριακό. Ιδίως αν η ένταση εκ μέρους της Τουρκίας συντηρηθεί και μετά τις τουρκικές εκλογές ή αν η όλη προσέγγιση Ερντογάν με την Δύση δεν δουλέψει ως προς τις επιδιωκόμενες συναλλαγές που η Άγκυρα επιχειρεί σε όλο το εύρος (ΝΑΤΟ, Κουρδικό, σχέσεις με ΗΠΑ, κοκ) των ανοικτών της ζητημάτων.

Πάλι το Ουκρανικό

Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιτάχυνε πολλές τάσεις όσον αφορά τον εξωτερικό προσανατολισμό κρατών της ΕΕ αλλά υπήρξε και ενδεικτικός για την στάση που τήρησαν, Ελλάδα και Κύπρος, ως προς το στίγμα της εξωτερικής τους πολιτικής. Η Αθήνα κινήθηκε αμιγώς στο επίπεδο μιας φιλοδυτικής προσέγγισης που απορρέει από το νατοϊκό της DNA, την αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή από τις ΗΠΑ αλλά και την μείωση της εξάρτησης -παρούσας κυρίως στα 90’s και τα 00’s- της ρωσικής επιρροής τόσο σε διπλωματικό επίπεδο (στήριξη Ουκρανίας με αποστολή οπλισμού, «κομβοποίηση» της Αλεξανδρούπολης ως σημείου στήριξης της δυτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, κοκ) όσο και σε σχέση με το εξοπλιστικό της πρόγραμμα και την τελική φάση απορωσοποίησης πτυχών του (πχ η ανακοίνωση για αντικατάσταση των ρωσικών ΤΟΜΑ BMP με γερμανικά Marder). Η Λευκωσία κινήθηκε εξίσου υποστηρικτικά -σε πολιτικό επίπεδο κι εντός ΕΕ- προς την Ουκρανία αλλά χωρίς -εκ των πραγμάτων- να μπορεί να ακολουθήσει την Αθήνα λόγω του ρόλου της Μόσχας στο Κυπριακό με συγκεκριμένο μάλιστα, διαχρονικά, αποτύπωμα ως προς την διάσταση του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεπώς αναδεικνύει αυτή την ανακολουθία που προκύπτει οργανικά μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας που με φόντο τον τουρκικό αναθεωρητισμό αλλά και την προβληματική -εντός ΝΑΤΟ- στάση της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια αναδεικνύει την αρχή δυναμικών για δύο ποιοτικά χαρακτηριστικά:

  • To πως το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά -που παραδοσιακά η Τουρκία τα έβλεπε ως ζητήματα «πακετοποίησης» σε διπλωματικό επίπεδο- έχουν πλέον διαφορετικές πορείες και δεν συνδέονται άρρηκτα ως προς τις εκβάσεις των (πχ ένα breakthrough στη μία περίπτωση δεν ισοδυναμεί απαραίτητα σε βελτίωση του άλλου ζητήματος ή άμεσο επηρεασμό του ή το αντίστροφο) και
  • Πως το Κυπριακό, είτε βελτιωθούν οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας είτε οξυνθούν, τίθεται πλέον ως ένα ζήτημα το οποίο δεν έχει τους μηχανισμούς αποκλιμάκωσης (ή βελτίωσης ως προς την διάσταση των συνομιλιών) που προσφέρονται στη περίπτωση Αθήνας-Άγκυρας. Πτυχή που και η πρώτη έχει εμπεδώσει -ιδίως μετά το Κρανς Μοντανά αλλά και πτυχή που αν τα πράγματα εξελιχθούν προς το κακό σενάριο στη περίπτωση του Κυπριακού (πχ μια σειρά αναγνωρίσεων της «ΤΔΒΚ» τα επόμενα χρόνια ή μια προσπάθεια προσάρτησης των Κατεχομένων με θεσμικό τρόπο από την Άγκυρα) δεν προσφέρει στην Αθήνα πολλές επιλογές δράσης

Toυ Γιάννη Ιωάννου

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή Κύπρου

Leave a Reply